Με γραπτό κήρυγμά του ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος αναφέρθηκε στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Όπως υπογράμμισε, η ορθόδοξη θεολογία δεν πρέπει να ασχολείται μόνο με τις ανθρώπινες γνώσεις, αλλά και με το πώς ο άνθρωπος πρέπει να φθάσει στην θέα της δόξης του Θεού, ως Φωτός.
Παρακάτω το γραπτό κήρυγμα του Μητροπολίτη Ναυπάκτου
Ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι λαμπρά Δεσποτική ἑορτή, διότι ἀναφέρεται στόν Δεσπότη Χριστό καί συνδέεται στενά μέ τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, καί δείχνει τί εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός της. Αὐτά τά δύο σημεῖα εἶναι ἐνδιαφέροντα καί θά τονισθοῦν σήμερα στό γραπτό αὐτό κήρυγμα.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι τά ὅσα περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ζωντανή Ἁγία Γραφή. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἁγία Γραφή ἐννοοῦμε τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη πού σύναψε ὁ Θεός μέ τόν λαό Του. Ἡ Παλαιά Διαθήκη περιλαμβάνει ἐκεῖνα πού περιγράφονται στά ἱερά βιβλία ἀπό τήν Γένεση τοῦ κόσμου καί τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καί ἡ Καινή Διαθήκη περιλαμβάνει ὅλα ἐκεῖνα πού συνδέονται μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τήν δράση καί τήν διδασκαλία τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων.
Αὐτό φαίνεται ζωντανά στό ὄρος Θαβώρ. Ὁ Χριστός εὑρίσκεται στό μέσον μεταξύ τῶν δύο Προφητῶν, Μωϋσέως καί Ἠλία, πού εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν ἀντιστοίχως, καί κάτω ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι μέσα στήν δόξα Του, εὐρίσκονται οἱ τρεῖς Μαθητές, Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, πού εἶναι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀποστόλων, καί ἐπέτρεψε ὁ Χριστός νά φανῆ τό Φῶς τῆς Θεότητος πού ἦταν κεκρυμμένο ἕως τότε.
Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Μωϋσῆς καί Ἠλίας, βλέπουν τώρα σεσαρκωμένο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν πού ἔβλεπαν χωρίς σῶμα, καί οἱ Μαθητές βλέπουν τόν δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ στό Σῶμα Του. Ἔτσι, ὅλη αὐτή ἡ σκηνή δείχνει ὅτι κέντρο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὁ δοξασμένος Χριστός καί, βεβαίως, ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἡ φωνή τοῦ Πατρός πού ἀκούστηκε ἐκείνη τήν ὥρα «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. θ΄, 7) δείχνει ὅτι ὁ Χριστός ὁ Ὁποῖος ἐμφανιζόταν χωρίς Σῶμα στούς Προφῆτες καί ἐνηνθρώπησε εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, Αὐτός εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτός ἀναδημιούργησε τόν ἄνθρωπο, καί ἑπομένως ἡ βάση τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χριστολογία. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε Χριστοκεντρικοί.
Διάφοροι σύγχρονοι θεολόγοι διδάσκουν ὅτι οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Πατρός, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη καταγράφονται οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν 2ο καί 3ο αἰώνα, ἀντιμετωπίζοντας τέτοιες αἱρετικές διδασκαλίες, ἀποφάσισε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ἐκεῖνος πού ἐμφανίζεται στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, στήν μέν Παλαιά Διαθήκη χωρίς σάρκα, στήν δέ Καινή Διαθήκη μέ σάρκα.
Πρέπει, λοιπόν, νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτές δέν εἶναι ἐντάλματα ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κάνουμε τήν διάκριση μεταξύ Θεοῦ καί διαβόλου, μεταξύ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματος τοῦ διαβόλου, μεταξύ τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο βιβλίο, ἀλλά πνευματικό βιβλίο πού μᾶς δείχνει τί θέλει ὁ Θεός νά κάνουμε στήν ζωή μας.
Τό δεύτερο σημεῖο ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στό Θαβώρ εἶναι τό ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι εὐνόητον ὅτι ὁ σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι νά μᾶς δείξη τί εἶναι ὁ Χριστός, ὅτι εἶναι ἀληθινός Θεός, καί βέβαια ἀπώτερος σκοπός εἶναι νά μᾶς ὁδηγήση στό ὄρος τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως.
Στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς τῆς ἑορτῆς φαίνεται ποιός εἶναι ὁ ὑψηλότερος σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Σέ ἕνα θεολογικότατο τροπάριο γράφεται: «Ὁ πάλαι τῷ Μωσεῖ συλλαλήσας ἐπί τοῦ ὄρους Σινᾶ διά συμβόλων, ἐγώ εἰμι, λέγων, ὁ Ὤν, σήμερον ἐπ’ ὄρους Θαβώρ μεταμορφωθείς ἐπί τῶν Μαθητῶν, ἔδειξε τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος ἐν αὐτῷ τήν ἀνθρωπίνην ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν».
Δηλαδή, Αὐτός πού συνομίλησε μέ τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ καί τοῦ εἶπε «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», Αὐτός ὁ Ἴδιος σήμερα στό ὄρος Θαβώρ μεταμορφώθηκε ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Του καί ἔδειξε τό ἀρχέτυπο κάλλος τῆς εἰκόνας, ἀναλαμβάνοντας στόν ἑαυτό Του τήν ἀνθρώπινη οὐσία. Φαίνεται ἀπό αὐτό τό τροπάριο ὄχι μόνον ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι Αὐτός πού ἐμφανίσθηκε στό ὄρος Σινᾶ καί ἐμφανίσθηκε στό ὄρος Θαβώρ, ἀλλά συγχρόνως ἔδειξε τό ἀρχέτυπο κάλλος τῆς εἰκόνας τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, πού φανερώθηκε στό ὄρος Θαβώρ, τότε πού ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό Φῶς, αὐτή ἦταν τό πρωτότυπο τῆς δικῆς μας εἰκόνας. Ἔτσι ἦταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν δημιουργία τους, ἔστω ὡς νήπιοι, καί ἐκεῖ ἔπρεπε νά φθάσουν. Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας.
Καί, βέβαια, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ ὁποία δέν πρέπει νά ἀσχολῆται μόνον μέ ἀνθρώπινες γνώσεις, ἀλλά γιά τό πῶς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά φθάση στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὡς Φωτός. Σέ αὐτό πρέπει νά ἀποβλέπη ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά Μυστήρια καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό αὐτό καταλαβαίνουμε πόσο παραμορφωμένοι εἴμαστε σήμερα, πόσο εἴμαστε ἀλλοιωμένοι καί μακρυά ἀπό τόν Θεό, καί πόσο ἀγώνα ἔχουμε νά κάνουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ὁμοιάσουμε μέ τό ἀρχέτυπο τῆς εἰκόνας μας, τόν Χριστό.
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος