Κάθετα αντίθετος στο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών εμφανίστηκε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος στο επίσημο γεύμα που παρατέθηκε για την εορτή του Πολιούχου της Πάτρας Αγίου Ανδρέα.
Ενώπιον εκατοντάδων προσκεκλημένων, συμπεριλαμβανομένων πολλών εκπροσώπων της Κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και Ιεραρχών, ο Σεβασμιώτατος υπογράμμισε πως «συνύπαρξη ή “συζυγία” προσώπων, αντίθετη με τον νόμο του Θεού και την ανθρώπινη ηθική, μας ευρίσκει παντελώς αντίθετους», στέλνοντας μήνυμα στην Κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε νομοθέτηση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών.
Παράλληλα, έκανε λόγο για «νέα και ξένα ήθη» που έχουν παρεισφρήσει στην Πατρίδα μας τα οποία, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ούτε μας ταιριάζουν, ούτε μας τιμούν και τα οποία ως χείμαρρος πυρός εξερχόμενος, ως εκ κρατήρος ηφαιστείου, φιλοδοξούν να καταλύσουν πιστεύματα, παρακαταθήκες πνευματικές και να αλώσουν παραδόσεις ιερές».
Αναλυτικά η προσφώνηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσοστόμου:
«…Ὃταν ἧλθε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας στήν Πάτρα, ἡ πόλις εὑρίσκετο σέ βαθύ πνευματικό σκοτάδι. Ζοῦσε στήν πολυθεΐα καί εἰδωλολατρεία καί στόν ζόφο τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως, ὡς συνέβαινε καί μέ ἂλλες πόλεις στίς ὁποῖες ἐκήρυξαν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό Ἀλήθεια, οἱ Θεοκήρυκες Ἀπόστολοι.
Ὁ Κύριός μας, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, χώρισε στά δύο τήν ἱστορία καί τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος, στήν ἐποχή, ὃπως χαρακτηρίζεται, πρό Χριστοῦ καί στήν ἐποχή, μετά Χριστόν.
Μετά τήν Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε τά πάντα καινά».
Οἱ Ἃγιοι Ἀπόστολοι, αὐτό τό πνεῦμα μετέφεραν εἰς τήν ὑπ’ οὐρανόν καί κατάφεραν, ἂνθρωποι ὂντες, ὃμως χάριτι Θεοῦ, νά ἀλλάξουν τόν ροῦν τῆς ἀνθρωπότητος καί ἐν προκειμένῳ τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ τά πάντα ἒπνεαν ἐνταῦθα τά λοίσθια, ὣστε οἱ σοφοί τῶν Ἀθηνῶν νά μιλοῦν πλέον γιά τήν ἀδήριτη ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διά τοῦ Ἑνός ἐξ’ οὐρανοῦ. «Καθεύοντες διατελεῖτε ἂν, εἰ μή τινα ἂλλον, ὑμῖν ὁ Θεός ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν». (Σωκράτης)
Ὃταν ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἒφθασε στήν Πάτρα, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ὑπό Ρωμαϊκήν κυριαρχία, μοιραίως συνήντησε τήν πνευματική καί ἠθική κατάπτωση τῆς ἐποχῆς, τήν ἀπαξίωση γενικῶς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐγνωρίζετο ὡς βιολογική ἁπλῶς ὓπαρξη.
Ὁ Ἀνδρέας ἒκαμε τήν καλή καί σωτήρια ἐπανάσταση, μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεάνθρωπο, ὃπως αὐτή ἐπαγιώθη, ἐν τέλει, ἐντός του, ἀπό τό «φρικτό» πυράκτωμα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἒφερε τήν καλήν ἀλλοίωση καί ὡς οὐράνιος ἀστήρ παμφαέστατος, ἐφώτισε τά πνευματικά σκοτάδια τοῦ τόπου, μετατρέποντας τό νερό τῆς πηγῆς, τῆς ἀρχαίας καί ἀνυπάρκτου θεᾶς Δήμητρας, σέ ἁγίασμα, ἐπαναλαμβάνοντας τήν σωτήρια ρήση: «Εὐρήκαμε τόν Μεσσίαν».
Ὁ Ἱερώτατος Μαθητής καί μιμητής τοῦ Πάθους τοῦ Σωτῆρος, ἐχάραξε πλέον τήν περαιτέρω πορεία τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, τῆς ἒδωσε ζωή καί τῆς χάρισε ταυτότητα, ἀφοῦ ἒγινε ἡ Ἀποστολική πόλη. Τῆς ἂφησε χαριτόβρυτη δωρεά, τόν τάφο του, τήν ἁγία Κάρα του καί τόν σταυρό τοῦ Μαρτυρίου του.
Αὐτή ἡ πόλη, ἡ γέφυρα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, κατέστη κέντρο πνευματικό, μέ σημεῖον ἀναφορᾶς γιά τόν Ὀρθόδοξο κόσμο, ἀλλά καί γιά τόν κόσμον ὁλόκληρο, τόν περίλαμπρο Ναό τοῦ Πρωτοκλήτου, ὁ ὁποῖος εἶναι τό σῆμα, εἶναι τό κόσμημά της, ἡ ἲδια ἡ προσωπικότητά της.
Ὁ ἑορτασμός τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἰδιαίτερα σήμερα, ὁ τόσον ἐπίσημος καί δικαίως, λαμβάνει ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος κόσμος, θά ἠδυνάμεθα νά εἲπωμεν, ἐπέστρεψε, ἐν πολλοῖς, στήν ζοφερή κατάσταση τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό καί τῆς ἀποϊεροποιήσεως τῆς ζωῆς, τῆς ἀσυδοσίας, τήν ὁποία βαπτίζει ἐλευθερία καί τῆς ἀπαξιώσεως τῆς ἠθικῆς μέ τήν υἱοθέτηση τῆς παντοειδοῦς ἁμαρτίας, τήν ὁποία, ἐν καυχήσει, ὀνομάζει, δικαιωματισμό.
Καί ταῦτα μέν παγκοσμίως εὑρίσκουν κατάλληλον ἒδαφος. Ἀλλά καί στήν Πατρίδα μας κατά ἐπηρεασμόν καί ἂκριτον μιμητισμόν, παρεισέφρησαν νέα καί ξένα ἢθη τά ὁποῖα οὒτε μᾶς ταιριάζουν, οὒτε μᾶς τιμοῦν καί τά ὁποῖα ὡς χείμαρρος πυρός ἐξερχόμενος, ὡς ἐκ κρατῆρος ἡφαιστείου, φιλοδοξοῦν νά καταλύσουν πιστεύματα, παρακαταθῆκες πνευματικές καί νά ἁλώσουν παραδόσεις ἱερές.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, συνεχίζει νά σαλπίζῃ μέ τήν πνευματική οὐράνια σάλπιγγα τό σωτήριον μήνυμα, σέ μιά ἐποχή πού μοιάζει κατά πολύ μέ ἐκείνη, πού ἒζησε ὃταν ἀπεστάλη στά Ἒθνη. Καί ἐπειδή θά θεωρήσουν τινες τόν λόγον ὑπερβολικό, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, ἐπιβεβαιώνει τήν διαπίστωση. Τό ἁγιογραφικόν χωρίον: «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». (Ψαλμ,.52, 4), ἒχει ἐπικαιρότητα.
Ἡ ἐπί τῶν ἡμερῶν μας ἒκπτωσις τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, εἶναι ἀποτέλεσμα μεθοδικῆς ἐργασίας ἀπό τό ἐγγύς ἢ ἀπώτερο παρελθόν, ὑπαγορευομένη, πιστεύομεν, ἀπό κέντρα τά ὁποῖα οὐδεμίαν σχέσιν ἒχουν μέ τήν ἱστορική μας πορεία, ἀπό παλαιά ἓως τῆς σήμερον. Τό Ἒθνος μας, διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγεννήθη καί δι’ αὐτοῦ ἐσώθη καί σώζεται.
Ἡ ἂρνησις τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς πυξίδος σωτηρίου πορείας καί τρόπου ζωῆς, ἡ ἀπαξίωση, ἐν πολλοῖς, τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ ἒκκληση τῶν ἠθῶν, ἡ υἱοθέτηση ξένων τρόπων ζωῆς, ἡ προσπάθεια ἀπομειώσεως ἢ διαλύσεως τῆς οἰκογενείας μέ τήν υἱοθέτηση προτύπων πού καταλύουν τήν, ἀπό τῆς δημιουργίας Θεοῦ ὁρισθεῖσαν συζυγίαν μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, ἡ ὑιοθέτησις τῆς ἀπόψεως ὃτι ὁ ἂνθρωπος ἒχει δικαιώματα μόνο ἀπό τή στιγμή πού γεννιέται καί ὂχι ἀπό τήν ὣρα πού συλλαμβάνεται στήν κοιλία τῆς μητρός του καί τόσα ἂλλα, δέν μᾶς ἀνησυχοῦν ἁπλῶς, ἀλλά πιστεύομεν ὃτι μέ μαθητικήν ἀκρίβειαν ὁδηγοῦν στόν πνευματικό καταποντισμό καί τό ἠθικό βάραθρο. Ἡ ὃποια, ὃ μή γένοιτο, ἢθελε νομοθετηθῇ, συνύπαρξη ἢ «συζυγία» προσώπων, ἀντίθετη μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνθρώπινη ἠθική, μᾶς εὑρίσκει παντελῶς ἀντίθετους.
Γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ ὃποιος ἑορτασμός, ὃπως καί ὁ σημερινός, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικές ἐκδηλώσεις, ἢ θρησκευτικές ἑορτές, μέ τήν γενική καί ἀόριστη ἒννοια τοῦ ὃρου, ἀλλά λαμπρές εὐκαιρίες πνευματικοῦ ἀναβαπτισμοῦ καί ἀναγεννήσεως καί μετανοίας.
Ἃπαντες, ἀνάγκη ἐστί, νά ἑνώσωμε τίς δυνάμεις, οἳ τε Ἐκκλησιαστικοί, οἱ Πολιτικοί Ἂρχοντες καί οἱ πάντες, ὣστε ἡ Πατρίδα μας νά καταστῇ ἢ να συνεχίσῃ νά εἶναι σεβαστή καί ἀπό ἡμετέρους καί ἀπό ξένους, σεβομένη πάντως ἐκείνη πρώτη, τά ἱερά καί ὃσιά της.
Ἡ ἑνότητα ὃλων μας γιά τήν πορεία τῆς Πατρίδος μας μέ πυξίδα τίς ἀρετές, κατά τό Θεῖον θέλημα, ἀποτελεῖ πλέον μονόδρομο. Ὁποιαδήποτε παρέκκλιση, ὁδηγεῖ στόν πνευματικό, ἠθικό καί ἐθνικό ἐκτροχιασμό. Θά ἀδιαφορήσωμε ἆρα γε ἢ θά ἀντισταθοῦμε στόν κατήφορο; Ἡ πρόκληση εἶναι μοναδική καί ἡ ὃποια στάση μας, θά κριθῇ ἀπό τήν ἀδέκαστη ἱστορία.
Τήν σύντομον αὐτήν προσλαλιάν περαίνων, ἐπαναλαμβάνω τούς λόγους πού ἐγράφησαν παλαιότερον δι’ ἂλλην περίπτωσιν, οἱ ὁποῖοι καί βάθος πνευματικό ἒχουν καί ἐπικαιρότητα.
«Ταύτης τῆς πόλεως (πατρίδος) ἱσταμένης, συνίσταταί πως αὐτῇ καί ἡ πίστις ἀκράδαντος. Ἐδαφισθείσης δέ ἢ ἁλούσης ὃπερ, Χριστέ μου μή γένοιτο, ποία ἒσται ψυχή κατά πίστιν ἀκλόνητος;».
Μέ αὐτές τίς σκέψεις ὑψώνω τό ποτήριον, εὐχόμενος ὑγιείαν καί μακρότητα ἡμερῶν, εἰς τούς Ἀδελφούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς, εἰς τήν Ἐξοχωτάτην Ἐκπρόσωπον τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, εἰς τούς Ἂρχοντας ἁπαξάπαντας καί εἰς ὃλους τούς ἐκλεκτούς συνδαιτημόνας».