Με μεγαλοπρέπεια, εκκλησιαστική λαμπρότητα και κατάνυξη τελέσθηκε η μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς.
Χθες, Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, χοροστάτησε στην Ακολουθία του Εσπερινού που τελέσθηκε στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, όπου εψάλησαν και τα Εγκώμια της Παναγίας.
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, αναφερόμενος αρχικά στο Κοντάκιον της εορτής («Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον…»), σημείωσε ότι σε αυτό «περιέχεται όλο το Μυστήριο, αλλά και η ευεργεσία και η διακονία και το λειτούργημα και το υπούργημα της Υπεραγίας Θεοτόκου για όλο το ανθρώπινο γένος. Η Παναγία είναι το θεόμορφο πρόσωπο που αγιάζει την ανθρωπότητα. Είναι το δώρο του Θεού στον κόσμο και εν ταυτώ το δώρο του κόσμου στον Θεό. Γιατί η Παναγία γέννησε την Εκκλησία, καθώς μέσα στο Πανάχραντο και Πανάσπιλο Σώμα της πραγματώθηκε ο άρρητος γάμος του κτιστού με τον Άκτιστο Θεό».
Η Παναγία κατανίκησε «τον έσχατο εχθρό μας που είναι ο θάνατος», πρόσθεσε ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας παράλληλα πως «είναι το αιώνιο εκείνο πρόσωπο που από όλη ανθρώπινη οικογένεια συνεργάστηκε με τον Θεό με απέριττο, ταπεινό, αλλά τόσο δυναμικό τρόπο, ώστε η ανθρωπότητα να απελευθερωθεί πλέον από τις συνέπειες της τραγικής επιλογής να εμπιστευτεί την κτίση και όχι τον Κτίσαντα».
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε την βαθιά του συγκίνηση για το γεγονός ότι «βρισκόμαστε σε ένα Ναό όπου η Χάρη της και η Ευλογία της δώρισε μια Παναγιοφάνεια», όπως χαρακτηριστικά είπε, επισημαίνοντας πως «ο Ναός αυτός συνάπτεται άρρηκτα με το υπερφυές θαύμα που επετέλεσε η Κυρία Θεοτόκος με την ανεύρεση, μέσα από τα χώματα της γης, της Ιεράς Εικόνος της στην Ιερά Νήσο της Τήνου το έτος 1830».
Κάνοντας αναφορά στην εμφάνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Οσία Πελαγία στο Κεχροβούνι το 1823, δύο χρόνια μετά την έναρξη της Επαναστάσεως, αλλά και στον θαυμαστό τρόπο που βρέθηκε το Ιερό Εικόνισμά της, ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε πως όλοι οι πολέμαρχοι του 1821 «κατέφθασαν για να προσκυνήσουν το ιερό εικόνισμα γεμάτοι δάκρυα, γιατί κατανόησαν ότι είχε υπογραφεί η ελευθερία του σκλαβωμένου γένους μετά από τέσσερα μαύρα ατέλειωτα εκατόχρονα σκλαβιάς».
«Αυτό το θαύμα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί είναι απτό, αληθές και ζωντανό, συνακολούθησε τόσα άπειρα θαύματα της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως ακριβώς και αυτό που έγινε σε αυτόν τον Παναγιοσκέπαστο Ναό της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς κατά την διάρκεια της Ιεράς Αγρυπνίας που τελέστηκε την 24η προς 25η Μαρτίου του έτους 1929, γεγονός το οποίο κατεγράφη σε όλα τα μέσα της εποχής και που μαρτυρήθηκε από τις παριστάμενες αστυνομικές αρχές», συμπλήρωσε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος θυμίζοντας σε όλους το υπερφυές θαύμα στον Ναό των Βλαχερνών, στην Κωνσταντινούπολη, όταν η Παναγία εμφανίστηκε και σκέπασε τον αγρυπνούντα και προσευχόμενο λαό. Το θαύμα αυτό επαναλήφθηκε εκείνο το βράδυ του 1929 στην Αγρυπνία που τελέσθηκε στο Ναό της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς. Η Υπεραγία Θεοτόκος ενεφανίσθη σωματικώς, εφάπλωσε το ιερό της Μαφόριον και Ευλόγησε και πάλι το λαό της πόλεώς μας, που εκείνη την ώρα προσευχόταν. «Η Παναγιοφάνεια θα μένει ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως σε όλους τους χρόνους και τους καιρούς», τόνισε ο Σεβασμιώτατος.
«Νικήθηκαν τα αποτελέσματα της αμαρτίας από την Παναγία και χαρίζει σε όλους μας την επίγνωση αυτής της δυνάμεως και της ενθέου πορείας μας προς ουρανούς. Για αυτό και η πραγματική τιμή στο Πανάσπιλο πρόσωπόν της είναι η εγχρίστωσίς μας». «Το Ζωοδόχο της Σκήνωμα δεν είδε διαφθορά». «Μετέστη εις τον ουρανόν και ενώθηκε με την Παναγία ψυχή της και Ανέστη εκ των νεκρών, πρώτη εκείνη, για να γίνει και το εχέγγυο, η βεβαίωσις και της δικής μας Αναστάσεως», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας πως «η Θεοτόκος, με την ένθεη ζωή της εφέλκυσε τη Χάρη του Παρακλήτου, έγινε η Κεχαριτωμένη, η Μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, η Κυρία των αγγέλων, η Δέσποινα του κόσμου και απήλλαξε την ανθρωπότητα από όλες αυτές τραγικότητες».
«Συνέλαβε ανηδόνως και εγέννησε ανωδύνως. Η Θεοτόκος, η Μητέρα του Φωτός, έφερε την πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρός και γυναικός, διότι ο ιερός της δεσμός με τον όσιο εκείνον άνδρα της πίστεως, τον προστάτη της ιεράς εκείνης οικογένειας, τον Ιωσήφ, τον γλυκύτατο άνθρωπο, ήτο δεσμός αγνότητος και ειλικρινούς σεβασμού», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «εκείνη κρατά στα χέρια της τον Κύριο. Αυτόν μας υποδεικνύει ως ζωής χορηγόν. Ας προστρέξουμε, λοιπόν, στη Χάρη της, ας εκζητήσουμε την Μητρική της Παρρησία και Σκέπη, ας ενατενίζουμε πάντοτε το πρόσωπόν της με την βεβαιότητα ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα καταισχύνει τις ελπίδες μας και δεν θα αλλοτριώσει τους καημούς μας και τα βάσανα μας. Θα τα θεραπεύσει, θα τα αγιάσει, θα μας χαρίσει και θα μας χαρίζει πάντοτε την προστασία της, της σκέπη της, την ευλογία της, τον αγιασμόν της.
Τέλος, ευχήθηκε η Κοίμηση, η Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου «να αποβεί και για εμάς πραγματικός δρόμος μετανοίας, επιστροφής και επιγνώσεως της ευθύνης μας απέναντι στις άπειρες δωρεές και τα άπειρα θαύματα της αγάπης της και της δυνάμεως του Υιού της και Σωτήρα του κόσμου».
Σήμερα Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024, ο Σεβασμιώτατος Ιερούργησε στον Πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ρέντη.
Προ της απολύσεως και αφού είχε αναγνωστεί η Ποιμαντορική Εγκύκλιος για την μεγάλη Θεομητορική Εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο Σεβασμιώτατος προχείρισε σε Οικονόμο τον εφημέριο του Ιερού Ναού, π. Γεώργιο Μαργαρίτη, επιβραβεύοντας, όπως χαρακτηριστικά είπε, «την πιστότητα, την αγάπη, την ευγένεια, την καλλιέργεια της καρδίας του και βέβαια τα πολλά του χαρίσματα και την έφεσή του για την πνευματική του ολοκλήρωση και ενδυνάμωση».
Αξίζει να θυμίσουμε πως, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ρέντη ξεχωρίζουν οι αγιογραφίες, οι οποίες είναι Αγιορείτικης Ναζαρηνής τέχνης.