Ο σκοπός του ερχομού του ανθρώπου στον κόσμο και η ύπαρξη του σε αυτόν είναι το κυρίαρχο ζήτημα που πραγματεύεται η Πρωτοχρονιάτικη Ποιμαντορική Εγκύκλιος του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ.
«Γιατί έρχεται στον κόσμο αυτόν ο άνθρωπος; Χρειάζεται ο κόσμος τον άνθρωπο; υπάρχει κάποιος σκοπός στον κόσμο και υπάρχει κάποιος σκοπός για τον άνθρωπο;» είναι οι απορίες που τίθενται από τον Σεβασμιώτατο στην αρχική του τοποθέτηση, ενώ καταλήγοντας, μεταξύ άλλων, επισημαίνει:
«Αν όμως ο άνθρωπος δεν προσήλθε στν ζωή για να προσκυνήσει τα ιερά και τα όσια, τότε δεν θα βιώσει με πληρότητα ούτε τον εαυτό του, ούτε τους άλλους, μήτε τον Θεό. Τα θεικά Του ίχνη λάμπουν παντού μέσα στην εύκρατη νύχτα της ταπεινοσύνης τούόντος που υπάρχει για να δοξολογεί, αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε. ‘Η ζωή ως προσκύνηση φέρει τον άνθρωπο σε μιάν εκστατική ισορροπία του υπάρχειν σε πλάτος, σε βάθος, σε ύψος. Τον καταλάμπει με την Χάρη, τον ευγενίζει ως επισκέπτη, ως φιλοξενούμενο, και τον συνδέει οργανικά με τους συνανθρώπους του καίμέ τον Δημιουργό του. Αυτή η ιερή συμφιλίωση αποκαλύπτει την μυστική, χαρμόσυνη αρμονία των πάντων. Και υψώνει πλέον την ζωή ως φιλοξενία και ως πολύτιμο δώρο. Την βίωσι αυτών των αληθειών σας εύχομαι κατά την νέα χρονιά που ξεκινάει σήμερα. Καλή Χρονιά, ευτυχισμένη και παραγωγική πνευματικά!»
Αναλυτικά η Πρωτοχρονιάτικη Ποιμαντορική Εγκύκλιος του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ:
᾿Αδελφοί συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ Χρόνια Πολλά !
Εἰσερχόμενοι σ᾿ ἔνα καινούργιο χρόνο, ἐναύλως τίθεται τό ἐρώτημα : Γιατίἔρχεται στόν κόσμο αὐτόν ὁ ἄνθρωπος; Χρειάζεται ὁ κόσμος τόν ἄνθρωπο; ὑπάρχει κάποιος σκοπός στόν κόσμο καί ὑπάρχει κάποιος σκοπός γιά τόν ἄνθρωπο; ᾿Απορίες πού ἀνακύπτουν ἀπό ἕναν διαστοχασμό μοναχικό τῆς ὕπαρξής μας ὅλης, ἀπορίες διατρητικές, ἀνατρεπτικές μιᾶς φαινομενικῆς τάξης καί μιᾶς παράδοξης ἀλληλουχίας πού πληγώνει στά βάθη του τόν ἄνθρωπο, θέτοντας τον ὑπό πολλαπλῆ διερώτηση, ἀπογυμνώνοντας τήν ἀσίγαστη προβληματικότητα του.
Μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο πού ὀφείλεται σέ θεία ῾Ετοιμασία ἔρχεται ὁ καθένας μέδάκρυα στά μάτια, γιά νά γνωρίσει, νά θαυμάσει, νά ζήσει τό ἁρμονικό κάλλος τῆς Δημιουργίας ὅλης. Τό κάλλος αὐτό, τό πολύμορφο καί πολύτροπο, ἔχει θεία καταγωγή, εἶναι κατόρθωμα ἱερό. καί τά ἴχνη αὐτῆς τῆς ἱερότητας ἔρχεται νά γνωρίσει ὁἄνθρωπος. Γιά τοῦτο ὀφείλει νά ἔρχεται ὡς προσκυνητής. Νά ἔρχεται, νάσυμπεριφέρεται καί ν᾿ ἀπέρχεται ὡς προσκυνητής. νά ἐμβιώνει, νά συμβιώνει καί νάἀποβιώνει ὡς εὐλαβής ἐπισκέπτης.
Γιά αἰώνες ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στόν κόσμο ἔτσι. ῎Εκτισε τίς πολιτεῖες του ἀκολουθώντας τίς θεήγόρες γραμμές τῶν τοπίων τοῦ κόσμου. ῞Υψωσε τάἱερά του ἐκεῖ ὅπου ἔνιωθε μέσα στόν κόσμο τήν πανέμορφη ἔξαρση τοῦ θείου. ῎Εστησε τά γεφύρια του συνομιλώντας εὐλαβικά μέ τά ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά τήν τριγύρω τους φύση. Καί ὕψωσε τείχη μέσα στήν ταυτόμορφη ἁρμονία τοῦ τοπίου ἐνῶστέριωσε τά λιμάνια του ἐκεῖ ὅπου τό δάχτυλο τοῦ Πλάστη του εἶχε φανερώσει τούς πρόσφορους κόλπους. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὅλα τά παλιά τοῦ ἀνθρώπου ἔργα μοιάζει νά ἔχουν ψυχή, μοιάζει νά λαλοῦν καί ἀπό ὁλόβαθά τους νά ψάλουν τήν ἱερότητα τοῦκόσμου καί τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. ῞Οπου ὁ ἄνθρωπος ἔπαυε νά εἶναι προσκυνητής τοῦκόσμου καί ὑπέκεπτε στήν οἴηση, ὁ κόσμος ὁ ἴδιος ἐρχόταν καί μέ ἄκαμπτες, μυστικές δυνάμεις ἐσάρωνε καί ἐτσάκιζε τά ἔργα ἐτοῦτα τῆς οἴησης.
῞Ωσπου, στούς στερνούς αὐτούς δύο αἰώνες τῆς οἰκουμένης ἡ οἴηση πούὑπέβοσκε μέσα στόν ἄνθρωπο κατανίκησε τό ἦθος τοῦ προσκυνητῆ καί τόν ἀναγόρευσε κατακτητή τοῦ κόσμου.
῾Ως κατακτητής, ὁ ἄνθρωπος, ὅπου ζεῖ καί ἀπ᾿ ὅπου περνᾶ, σαρώνει τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου κι ἀναγορεύει τόν ἑαυτό του σέ νοῦ τῆς Δημιουργίας ὅλης. Αὐτός πού ἧλθε γιά νά φύγει, συμπεριφέρεται ὡς ἀλαζονικός κληρονόμος πού μένει. Μένει καί κατακτᾶ, καί μετασχηματίζει, καί ἀλλοιώνει, καί ἀσχημίζει, καί γκρεμίζει, καί κατατρώγει, καί τήν ὄψη καί τά σπλάχνα τοῦ κόσμου. Προσπαθεῖ νά ἀπαλείψει τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου, νάσβήσει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, νά θέσει ἀναιδῶς τήν δική του. Εἶναι ἀδίσταχτος, ἀδηφάγος, ἄμοιρος ἁρμονίας καί ὀμορφιᾶς, πλάσμα πού μένει προσηλωμένο ἔξω ἀπότόν ἑαυτό του, κοινωνικός καί κοινωνικοφανής, ἐπικοινωνιακός καί μύχια ἀκοινώνητος, ἕνας βάρβαρος πού κρατεῖ στά χέρια δυνάμεις ἀβυσσαλέες καί τρέφεται μέ τό μίσος, τήν ἀντιπάθεια, τήν διεκδίκηση, τήν ἐπιθετικότητα, – ποτέ μέ τήν ἀγάπη πού ξυπνᾶ στήν ψυχή ἡ κοινωνία τῆς ἱερότητας ὅλης τῆς Δημιουργίας, τήν ἀγάπη τοῦπροσκυνητῆ.
Καί νά πού στό κατώφλι ἑνός καινούργιου χρόνου ὁ κατακτητής ἄνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τά πιό ἄσχημα, κακόγουστα, ἐκτρωματικά, ἀντιφυσικά, ἀντικοσμικά ἔργα του, ὁδηγεῖται σ᾿ ἕνα συγκλονιστικό ἀδιέξοδο : μπορεῖ νά θανατώσει μέ τίς κατακτητικές του δυνάμεις τόν κόσμον ὅλο ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἀθανατίσει τόν ἑαυτό του. ῞Ο,σα καί ὅπως καί ἄν βιώσει, τελικά θά ἀποβιώσει. καί ἡ μνήμη τῶν κατακτητικῶν του ἀπολαύσεων δέν θά τόν συνοδεύσει. ῾Ο κατακτητής θά καμφθεῖἐμπρός στἠν ἱερότητα τοῦ θανάτου, ὅσο καί ἄν ἔχει τραφεῖ μέ τήν οἴηση τῶν κατακτήσεών του, ὅσο κι ἄν ἔχει παραμορφώσει τόν κόσμο. ῾Ο κόσμος τελικά θά τόν θάψει. Καί θ᾿ ἀπλώσει καί πάλι πάνω ἀπό τά λείψανά του τήν θεσπέσια ἀλουργίδα τῆς ἱερότητας τῆς Δημιουργίας, φυτά, ἄνθη, ζωΰφια πού ἀντικρύζουμε νά μισοντύνουν τ᾿ ἀρχαία ἐρείπια, τά μισογκρεμισμένα κάστρα, τά λησμονημένα γεφύρια.
᾿Αλλά πῶς ὁ γυμνός καί τετραχηλισμένος ἄνθρωπος – κατακτητής θά ἐνδυθεῖ τήν ἀθανασία ἀφοῦ δέν ἀνοίχθηκε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τῶν κτιστῶν στόν ῎Ακτιστο Δημιουργό Του καί δέν ἐβίωσε ὡς λειτουργός τοῦ κόσμου ἀλλά ὡς βιαστής του; Ποιός θά ἀφθαρτίσει τόν ἀπογυμνωμένο ἀπό τόν ἑαυτό του ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας; ῎Αφησε τά ἀλαζονικά του ἴχνη στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ζωή δαμάζει τά πάντα, γιατί μέσα στόν κόσμο λειτουργεῖ ἄγρυπνος ὁ χρόνος. Μόνον ὅποιος ἔρχεται καί ζεῖ ὡς προσκυνητής ὑπερβαίνει τόν χρόνο μέσα στήν θεία ἱερότητα πού νιώθει ἐντός του βαθιά ὡς ἔκταση καί ὡς εὐχαριστία, ὡς ρυθμό βίου καί ὡς συμμετοχή.
῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στόν κόσμο, καί ἄν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ᾿ αὐτόν ὡς προσκυνητής, ἡ εὐλαβής αὐτή προσκύνηση ξεκινᾶ ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, προχωρεῖ πρός τόν ἄλλο, γιά νά ὑψωθεῖ τελικά πρός τόν μεγάλον ῎Αλλο, τόν Θεό.
῾Η προσκύνηση τοῦ ἑαυτοῦ του προσφέρεται πρός τό ἴδιο του τό σῶμα, τό φανερόσημεῖο τῆς ὕπαρξής του μέσα στόν κόσμο, γιά νά καταλήξει σέ προσκύνηση τῆς καρδιᾶς του, τῆς συνείδησης καί τῆς ψυχῆς του. Προσκύνηση τοῦ σώματος σημαίνει εὐλάβεια ἐμπρός στό μυστήριο τῆς ἱερότητάς του, σ᾿ ἑτούτη τήν ὑπέρλογη σύνθεση ὁρατῶν καί ἀοράτων, ὑλικῶν καί ἄϋλων στοιχείων πού σέ μιά δυναμική, ἀσίγαστη ὄσμωση συναποτελοῦν τόν ἑαυτό του.
Οἱ καιροί μας, ζώντας μιά πολύμορφη, θανάσιμη ἐκτροπή, λατρεύουν ἀποκλειστικά τό ὑλικό σῶμα. Πιστεύουν στό σῶμα τυραννικά, ὑπηρετοῦν, χρησιμοποιοῦν, ἐκμεταλλεύονται, ἐμπορεύονται τό σῶμα γιατί δέν πιστεύουν παρά μονάχα σ᾿ αὐτό. Παραθεωροῦν τόν ἄϋλο, τόν ἀόρατο ἑαυτό τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τοῦτο δέν κατορθώνουν νά διακρίνουν τήν μυστηριακή του λειτουργία μέσα στό ὑλικό σῶμα : τήν θεϊκή πνοή τῆς ψυχῆς, τήν ἱερότητα τῆς συνείδησης. ῎Ετσι τό σῶμα ἀπομένει ἔκθετο, ὄργανο, ἐργαλεῖο, ἐμπόρευμα, προμηθευτής καί καταναλωτής γιά νά καταλήξει ὁἄνθρωπος νά ζεῖ ὡς συνεταῖρος τοῦ μηδενός, στό χεῖλος θανάτου σκοτεινοῦ, ἐκμηδενιστικοῦ. Τό σῶμα τότε συνιστᾶ τήν άπαρχή τοῦ μηδενός καί πιστεύοντας μόνο σ᾿ αὐτό, πιστεύει στόν θάνατό του.
Αὐτό τό μηδέν ἀντικρύζει ὁ κατακτητής, ὄχι ὁ προσκυνητής ἄνθρωπος καί στόν ἄλλο, στόν πλησίον του. ᾿Αντί νά τόν προσεγγίζει μέ εὐλάβεια, τιμή, στοργή κι ἔκσταση ἐμπρός στήν ἀπερίγραπτη ἱερότητα τοῦ μυστηρίου του, τόν ἀντιμετωπίζει ζωϊκά, μέ τόαἴσθημα καί τό ἔνστικτο. Ποτέ μέ τήν διαίσθηση καί τήν ἐν-ὅραση. ῎Οχι μέ τήν τρυφερότητα τῆς φιλίας τήν πανευγενῆ, ἀλλά μέ τήν σκαιότητα τοῦ ἀριθμοῦ, τῆς μάζας, τῆς κατανάλωσης. Γιατί ἡ σημερινή κοινωνία ἐγγράφει καί τό σῶμα τοῦ ἄλλου μέσα στά δεδομένα τῆς παραγωγῆς, τῆς ἡδονοθηρίας καί τῆς κατανάλωσης, μέ τήν ἐμπορευματική ἀντίληψη ἑνός κόσμου οἰστρηλατημένου ἀπό τό νευρωτικό κυνηγητότοῦ χρήματος καί τῆς ἀπόλαυσης. Καί τότε, ἡ καρδιά ξυλιάζει, ἀδρανεῖ. ῾Η ψυχήὑποφέρει ἀπό ὁλική ἔκλειψη καί ὁ ἄνθρωπος – πρόσωπο μετασχηματίζεται σέ ἄτομο – ἀριθμό.
῾Η μεταβολή τοῦ προσκυνητῆ ἀνθρώπου σέ κατακτητή προκαλεῖ – καί συντηρεῖ – τήν δεινή κρίση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων στούς καιρούς μας, κρίση τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, κρίση τῆς οἰκογένειας. Τό ἐπίπεδο, ὁριζόντιο ἀντίκρυσμα τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τοῦ ἄλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιᾶς ζωῆς καί μιᾶς ἄσκοπης πολυλειτουργίας, ἀναιτιολόγητης, παράλογης.
᾿Ενῶ τό βάθος τῆς ὕπαρξης τοῦ προσκυνητῆ ἀνθρώπου τό προσπορίζουν οἱπροπάτορες μέσα στήν ῾Ιστορία, τό ὕψος τό χορηγεῖ ἐκεῖνος πού ἀγρυπνεῖ στήν κορυφήτοῦ κόσμου : ὁ ἀπερινόητος Θεός, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστηρίου τῆς Δημιουργίας. ᾿Εκεῖνος εἶναι ὁ μεγάλος ῎Αλλος, πού καλεῖ στήν ὕψωση τόν ἄνθρωπο σέ κάθε μετρητήστιγμή τοῦ χρόνου.
῎Αν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν προσῆλθε στν ζωή γιά νά προσκυνήσει τά ἱερά καί τά ὅσια, τότε δέν θά βιώσει μέ πληρότητα οὔτε τόν ἑαυτό του, οὔτε τούς ἄλλους, μήτε τόν Θεό. Τά θεϊκά Του ἴχνη λάμπουν παντοῦ μέσα στήν εὔκρατη νύχτα τῆς ταπεινοσύνης τοῦὄντος πού ὑπάρχει γιά νά δοξολογεῖ, ἀρκεῖ νά μποροῦμε νά τά διακρίνουμε.
῾Η ζωή ὡς προσκύνηση φέρει τόν ἄνθρωπο σέ μιάν ἐκστατική ἰσορροπία τοῦ ὑπάρχειν σέ πλάτος, σέ βάθος, σέ ὕψος. Τόν καταλάμπει μέ τήν Χάρη, τόν εὐγενίζει ὡς ἐπισκέπτη, ὡς φιλοξενούμενο, καί τόν συνδέει ὀργανικά μέ τούς συνανθρώπους του καίμέ τόν Δημιουργό του. Αὐτή ἡ ἱερή συμφιλίωση ἀποκαλύπτει τήν μυστική, χαρμόσυνη ἁρμονία τῶν πάντων. Καί ὑψώνει πλέον τήν ζωή ὡς φιλοξενία καί ὡς πολύτιμο δώρο. Τήν βίωσι αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν σᾶς εὔχομαι κατά τήν νέα χρονιά πού ξεκινάει σήμερα.
Καλή Χρονιά, εὐτυχισμένη καί παραγωγική πνευματικά !
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ