Στις σχέσεις αλλά και το διάλογο που έχει ανοίξει μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και τα επιμέρους ζητήματα που προκύπτουν στο πλαίσιο της προωθούμενης συμφωνίας του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αλλά και τον ρόλο της Εκκλησίας της Κρήτης στις αποφάσεις που λαμβάνονται αναφέρθηκε μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΤΕΑΜ FM ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιος.
Ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε πως ο χρόνος που άνοιξαν τα εν λόγω ζητήματα δεν ήταν ο κατάλληλος, αφού γίνεται σε μια περίοδο που η χώρα έχει ανοιχτά εθνικά θέματα αλλά και μια ρευστή κατάσταση στον τομέα της οικονομίας , τονίζοντας μάλιστα πως εν μέσω όλων των προβλημάτων: «βρίσκουμε πράγματα που μας διχάζουν, αντί να πιανόμαστε από αυτά που μας ενώνουν για να υπερβούμε τις δυσκολίες». Ξεκαθάρισε μάλιστα πως η Εκκλησία ήταν και παραμένει πάντα παρούσα και δίπλα στους πολίτες συμβάλλοντας στα δύσκολα χρόνια της κρίσης ενώ τόνισε πως : «η Εκκλησία δεν έχει κόμματα και ιδεολογίες».
Ωστόσο , δεν παρέλειψε να επισημάνει πως τα θέματα που «άνοιξαν» έπρεπε να συζητηθούν. Στο πλαίσιο αυτό μιλώντας για το ζήτημα της Εκκλησιαστικής περιουσίας και τον διαχωρισμό Εκκλησίας Κράτους ο ίδιος επεσήμανε: «Μιλάμε χρόνια τώρα -και όχι μόνο με την παρούσα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα-για τα θέματα της Εκκλησιαστικής περιουσίας με μια νεφελώδη κατάσταση, για τα θέματα του διαχωρισμού εκκλησίας και πολιτείας επίσης μέσα σε ένα νέφος πληροφοριών και πολλές φορές παρουσιάζεται ως απειλή ένας χωρισμός. Δεν μπορώ να καταλάβω κάποιες ιδεοληπτικές αναφορές από πλευράς συγκεκριμένων ανθρώπων που κάνουν διαρκώς λόγο για παρεμβάσεις της Εκκλησίας στα κοινά και αναρωτιέμαι ποιες είναι αυτές οι παρεμβάσεις και πως γίνονται, πότε γίνονται».
Ο Μητροπολίτης στάθηκε ιδιαίτερα στον ρόλο της Εκκλησίας της Κρήτης και επεσήμανε πως δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψιν , να «παραθεωρείται» ιδιαίτερα σε σχέση με τα κρίσιμα θέματα αλλά και τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε κεντρικό επίπεδο. Ο ίδιος μάλιστα τόνισε πως αυτό εκφράστηκε και στη διάρκεια της συνάντησης που είχε το προηγούμενο διάστημα Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Κρήτης , στην οποία συμμετείχε και ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, με τον Υπουργό Παιδείας , αλλά και τους Βουλευτές καθώς και τους αρχηγούς των κομμάτων στην Αθήνα. Στο ζήτημα της συμφωνίας, επεσήμανε: «διαμαρτυρηθήκαμε εντονότατα γιατί αισθανθήκαμε για μια ακόμη φορά να παραθεωρούμαστε» και πρόσθεσε: «Αισθανθήκαμε αυτή την ανάγκη πρώτα από όλα να προτάξουμε αίσθηση της παραθεώρησης που έχουμε από το αθηνοκεντρικό κράτος. Εδώ στην Κρήτη είμαστε μια συντεταγμένη Εκκλησία με καταστατικό χάρτη, με νόμο του κράτους και δεν μπορούμε να παραθεωρούμαστε. Δεν κατανοούμε γιατί πρέπει να γίνονται συμφωνίες που στο μέλλον θα αφορούν και εμάς και εμείς να μην έχουμε γνώση. Το τονίσαμε αυτό σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, περιμέναμε και από τον Αρχιεπίσκοπο να έχει μια στοιχειώδη επικοινωνία με την Εκκλησία της Κρήτης για όλα αυτά , κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ».
Προτεραιότητα, όπως τόνισε η Μητροπολίτης Ρεθύμνης στην διάρκεια των συναντήσεων που έγιναν, ήταν η Συνταγματική Αναθεώρηση ενώ ζητήθηκε, όπως εξήγησε ο ίδιος συνάντηση και με την αρμόδια επιτροπή της Βουλής προκειμένου να γίνει αναφορά για ζητήματα που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στην Εκκλησία. «Θελήσαμε να πούμε στην αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος που μιλάει για ένα ουδετερόθρησκο κράτος ότι δεν είναι απλό να λέμε ότι μπορούμε να είμαστε ουδετερόθρησκοι. Και δεν μπορεί να πει κανείς στην Ελληνική πραγματικότητα του σήμερα ότι κάποιος διώκεται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ,είναι ελεύθερος να πιστεύει αυτό που θέλει και να κάνει αυτό που θέλει στην Ελλάδα. Αυτό εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον που θα τους δούμε μπροστά μας, όπως είδαν πολλά κράτη που το έκαναν με ευκολία. Θελήσαμε να πούμε ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές σε εκείνο το άρθρο που μιλεί για την προστασία της Ελληνικής οικογένειας ως θεσμού του κράτους που βοηθάει στην ανάπτυξή του πρέπει να συνεχίσουν , να προστατεύεται».
Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε πως σήμερα η υπογεννητικότητα αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα στη χώρα κάτι που επιβάλλει την περαιτέρω προστασία και την κατοχύρωση της Ελληνικής οικογένειας.
Σε ό,τι αφορά το μισθολογικό καθεστώς των κληρικών ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου επεσήμανε πως πρωτίστως είναι θέμα αξιοπρέπειας ενώ υπογράμμισε πως «είναι λάθος το κράτος να μην ξέρει επιτέλους τι θέλει από τους υπαλλήλους του». Συγκεκριμένα, εξήγησε: «Στο ενιαίο μισθολόγιο μπήκαμε το 2013. Μέσα σε πέντε χρόνια βίαια αλλάζει αυτή η κατάσταση. Είναι δυνατόν κάθε πέντε χρόνια το κράτος να αλλάζει τους υπάλληλους του; Προσωπικά δεν αισθάνθηκα όμορφα όταν την επομένη ημέρα της εξαγγελίας της συμφωνίας ακούστηκε ότι στη θέση των κληρικών που θα βγουν από το ενιαίο μισθολόγιο θα διοριστούν υπάλληλοι σε υπηρεσίες. Αν υπάρχει δυνατότητα να προληφθούν κάποιοι άνθρωποι γιατί δεν γίνεται αυτό και τώρα».
Ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου υπογράμμισε πως σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής υπηρεσίας το ποσοστό των κληρικών που λαμβάνουν μισθό από το κράτος στο σύνολο των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών αντιστοιχεί στο 1,3% των δημοσίων υπαλλήλων. «οι κληρικοί μάλιστα βρίσκονται στις χαμηλότερες βαθμίδες αν και θα έχριζε να βρίσκονται λίγο παραπάνω γιατί οι περισσότεροι είναι πολύτεκνοι και έχουν οικογένειες» επεσήμανε.
Μάλιστα, ο Μητροπολίτης θέλησε να δώσει απάντηση και σε αναφορές για υψηλούς μισθούς, επισημαίνοντας πως στοιχεία είναι διαθέσιμα σε όλους αν επιθυμούν να τα δουν ενώ αναφέρθηκε ανοιχτά και στο μισθό του λέγοντας πως «ο μισθός του επισκόπου της τοπικής εκκλησίας είναι 1.714 ευρώ με 28 χρόνια υπηρεσίας ολόκληρα. Τόσα παίρνει ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και είναι στη διάθεση του καθενός το χαρτί που αναφέρει ποιες είναι οι αποδοχές μου κάθε μήνα».
Μεταξύ άλλων ο ίδιος αναφέρθηκε και στην ανάγκη να υπάρξει περαιτέρω στήριξη στους κληρικούς που βρίσκονται στην επαρχία και υπογράμμισε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ήρωες της επαρχίας και πρέπει να στηριχθούν ακόμη περισσότερο. Είναι οι τελευταίοι που μπορούν να φύγουν από ένα χωριό και μετά είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσει η ερήμωση. Γι’ αυτό φωνάζουμε να στηριχθεί αυτός ο παπάς που κρατά ακόμα στα χωριά την κοινωνική μας συνοχή γιατί αν φύγει θα έχουμε καταλυτικές συνέπειες».
Μάλιστα, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο ζήτημα της προσφοράς των κληρικών στην ενδοχώρα που στέκονται κοντά στους κατοίκους στην καθημερινότητά τους.
Αναφερόμενος και στο ζήτημα που άνοιξε σχετικά με την Εκκλησιαστική περιουσία, ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου επεσήμανε πως στην Κρήτη τα μεγέθη είναι διαφορετικά. «Στην Κρήτη δεν μιλάμε για περιουσίες , γνωρίζουν όλοι εδώ ποια είναι αυτή η περιβόητη περιουσία. Γνωρίζουν ότι υπάρχει ένας μύθος γύρω από όλα αυτά. Εμείς δεν είμαστε σε θέση να συντηρούμε αυτό τον μύθο και αισθάνομαι την ανάγκη να πω ότι ο λαός μας πρέπει να γνωρίζει μερικά πράγματα για να μην λέγονται ανεύθυνα από κάποιους ανθρώπους με κουβέντες απαξιωτικές για την Εκκλησία κάποια πράγματα. Είναι ανύπαρκτη η περιουσία αυτή γιατί είναι αναξιοποίητη. Δεν βλέπω και δυνατότητες αξιοποίησης και ιδιαίτερα εδώ στον τόπο μας που από τις εκτάσεις του Αρκαδίου, όλες είναι χορτολιβαδικές που κάνουν μόνο για βοσκότοπους και δεν αποδίδουν πολλές φορές σε εμάς ούτε τη φορολογία τους».
Πάντως, ο ίδιος ερωτηθείς για τον τρόπο που μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα που έχει ανοίξει στο διάλογο Πολιτείας Εκκλησίας, τόνισε πως έχουν γίνει «βήματα καλής θέλησης στο να υπάρξει αυτός ο διάλογος έστω και αν ξεκίνησε με λάθη που έγινα παραδεκτά».
Στόχος είναι ένας γόνιμος διάλογος, όπως τόνισε ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης ο οποίος αναμένεται να συνεχιστεί με την Πολιτεία μέσα από τις επιτροπές που σχημάτισε η Εκκλησία της Ελλάδος , η Εκκλησία της Κρήτης αλλά και μέσα από τις αντιπροσωπείες όπως αυτή την Εκκλησίας της Κρήτης ώστε να υπάρξει ενημέρωση και συζήτηση που θα λαμβάνει υπόψιν τις παρατηρήσεις και τις απόψεις της Εκκλησίας. Ο ίδιος μάλιστα επεσήμανε μεταξύ άλλων πως : «Πέρα από τον αιφνιδιασμό που δεχτήκαμε δεν νομίζω ότι δεν υπάρχει καλή προαίρεση από όλους να δούμε τελικά τα οφέλη από αυτή τη σχέση που εμείς τουλάχιστον δεν επιθυμούμε να χαλάσει».
Πηγή: Goodnet.gr