Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων
09 Νοεμβρίου, 2018

Τα χαρίσματα της Ιερωσύνης κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Διαδώστε:

Ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτη Βαρλαάμ Νιαβή,στην 2η Ιερατική σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων:

Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ Πατέρες,

Πρὶν ἀρχίσω τὴν ὁμιλία μου θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω θερμότατα τὸν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔδωκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἶμαι ὁμιλητὴς τῆς δεύτερης ἱερατικῆς συνάξεως. Τὸ θεωρῶ τιμὴ καὶ μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν ταπεινότητά μου.

Εὐχηθῆτε ἡ ὁμιλία μου νὰ ἀποβῇ εἰς ψυχικὴν ὠφέλεια ὅλων μας, καὶ ὑμῶν ἀλλὰ καὶ ἐμοῦ τοῦ ὁμιλητοῦ.

Τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας εἶναι: «Τὰ χαρίσματα τῆς Ἱερωσύνης κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεωρεῖται, ὡς τὸ λαμπρότερο ὑπόδειγμα πλήρους καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Στὸ πλαίσιο αὐτὸ τῆς ὑψηλῆς διακονίας καὶ εὐθύνης Του καὶ προκειμένου νὰ ἀνταποκριθῇ στὴν ἱερατικὴ ἀποστολή Του, δὲ δίστασε νὰ ἔλθῃ σὲ σύγκρουση μὲ τὸ διεφθαρμένο κατεστημένο, τόσο τῆς πολιτείας ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς Του.

Βεβαίως, τὸ πλούσιο συγγραφικό Του ἔργο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν σα­φῆ ἐκκλησιαστικὴ προοπτικὴ τῆς ἔντονης ποιμαντικῆς καὶ κηρυκτικῆς δράσε­ώς Του, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὰ ὀξύτατα κοινωνικὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα τὴν προκάλεσαν. Ὁ λόγος του, μοναδικὸς στὸ ὕφος του. Εἶχε, ὡς πηγή, τὴν προσ­ωπική Του ἐμπειρία καὶ ἀποτέλεσε τὸ κύριο ὅπλο, στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἠθικῆς χαλάρωσης καὶ κοινωνικῆς ἐκτροπῆς ἀπὸ τὰ χρηστὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς Του.

Στὸ ἔργο Του, στοὺς «Περὶ Ἱερωσύνης λόγους»[1], τονίζεται μὲ μεγάλη εὐαισθησία τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς τοῦ Κληρικοῦ καὶ τὸ προσωπικό του δέος γιὰ τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν.

Ὁ ἱερέας πρέπει νὰ εἶναι, συγχρόνως, σοβαρὸς καὶ ἁπλοῦς, φοβερὸς καὶ ἐπιεικής, «αὐταρχικός» καὶ κοινωνικός, ἀδέκαστος καὶ ἐξυπηρετικός, τα­πει­νὸς καὶ ἀξιοπρεπής, αὐστηρὸς καὶ ἤρεμος. Νὰ ἔχῃ θάρρος καὶ νὰ βλέπῃ μόνον πῶς θά οἰκοδομῇ τήν Ἐκκλησία. Πρέπει, μὲ λίγα λόγια, νὰ τὸν χαρα­κτη­ρίζει ἡ ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, ποὺ κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἡ διάκριση, ἀλλὰ καὶ ἡ διόραση. Νὰ ἔχει, δηλαδή, τὰ μάτια του στραμμένα σὲ ὅλες τὶς πλευρές, γιατὶ δὲν ζεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Ὁ ἔχων τὴν ἱερωσύνη πρέπει νὰ ἐλέγχῃ συνεχῶς τὴν ψυχή του καὶ νὰ ἐξετάζῃ, συνεχῶς, ὅλες τὶς διαθέσεις καὶ τὶς ροπές της. Δὲν μπορεῖ νὰ κρίνῃ τοὺς ἄλλους, μὲ βάση τὶς δικές του ἀδυναμίες, γιατὶ τότε θὰ ζημιωθῇ καὶ ὁ ἴδιος, θὰ ζημιώσῃ καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ ἔρχονται κοντά του μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Ἐπειδή, γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν, οἱ ἱερεῖς ἔχουν τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη, ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὁ ἱερὸς Πατήρ, καθορίζει, στοὺς Λόγους Του, τὰ πλαίσια τῆς ὑπεύθυνης ἱερατικῆς διακονίας.

Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ Ἱερωσύνη διακρίνεται ἀπὸ διάφορα χαρίσματα – ἀρετές. Χαρακτηριστικὰ τονίζει ὅτι, ἡ ψυχὴ τοῦ ἱερέως, πρέπει νὰ διακρίνεται καὶ νὰ μαρτυρῇ τὸ «οὐράνιον κάλλος» καὶ αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μόνον ὅταν κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀρετή, ἐφάμιλλη τῆς ἀρετῆς τῶν ἀγγέλων.

Θεμέλιο αὐτῆς τῆς ἀρετῆς εἶναι κυρίως καὶ πρωταρχικά:

1) Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν ἄπ. Παῦλο, εἶναι «τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου»[2]. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀρετή, δὲν ὠφελοῦν τὰ ὅποια ἄλλα πνευματικὰ χαρίσματα. Ἔπειτα, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ συγκλονίζῃ τὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέως, εἶναι ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ ποίμνιο, ὡς ἀπαύγασμα τῆς θείας ἀγάπης. Ὁ Κύριος καθώρισε ὅτι, ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς Αὐτόν, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ φροντίδα γιὰ τὸ ποίμνιο: «εἰ φιλεῖς με Πέτρε, βόσκε τὰ ἀρνία μου… ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»[3]. Ὁ ἱερεύς, ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, θὰ ἀγαπήσῃ μὲ ἀφοσίωση καὶ ὁλοκληρωτικὰ τὸ ποίμνιό του· «Ὁ γὰρ τὸν Χριστὸν φιλῶν καὶ τὴν ποίμνην αὐτοῦ φιλεῖ»[4]. Καὶ ἡ ἀγάπη του αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπεκτείνεται πρὸς κάθε ἄνθρωπο, χωρὶς καμμία ἐξαίρεση, νὰ εἶναι ἀνεξάντλητη, χωρὶς διακρίσεις, μὲ τὴν πρόφαση δηλ. ὅτι, ὁ τάδε εἶναι κλέφτης, ὁ ἄλλος πόρνος ἢ ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ ὁ ἄλλος καταφρονημένος. Πρέπει νὰ κατανοήσουμε «ὅτι καὶ ὑπὲρ τούτου Χριστὸς ἀπέθανε, καὶ ἀρκεῖ σοι τοῦτο εἰς πάσης προ­νοίας ὑπόθεσιν»[5].

2) Ἄλλο χάρισμα – ἀρετή, τὸ ὁποῖο ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ἰδιαιτέρως, εἶναι ἡ τεράστια ἐπίδραση, τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ ἡ ἠθικὴ ζωή, διαγωγὴ καὶ συμπεριφορὰ τοῦ ποιμένος στὴν ἠθικὴ κατάσταση τοῦ ποιμνίου του. Τὰ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ προσόντα τοῦ ἱερέως, ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν κτῆμα ὅλων τῶν πιστῶν. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἠθικὴ καθαρότητά του στὴν προσωπικὴ καὶ οἰκο­γενειακὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄψογη συμπεριφορά του.

3) Ὁ ἱερεύς, λόγω τῆς ἐξουσίας τὴν ὁποίαν διαθέτει καὶ ἡ ὁποία, εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε κοσμικὸ ἄρχοντα, πρέπει νὰ ὁμιλῇ, σὰν νὰ ἔχῃ αὐθεντία καὶ κυρίως πρέπει νὰ ὁμιλῇ μὲ παρρησία, νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νὰ ἐλέγχῃ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἔλεγχος εἶναι ἔργο πολὺ δύσκολο, γιατί συναντᾶ, συνήθως, τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἐλεγχομένων, ὁ ἱερεὺς βρίσκεται συχνὰ σὲ δίλημμα ἢ νὰ ἐπαινῇ καὶ νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ ὅλους ἢ νὰ ἐλέγχῃ καὶ νὰ δυσαρεστῇ πολλούς, κάνοντάς τους ἔτσι ἐχθρούς του. Ὅμως, ὅπως ὁ ἄριστος διδάσκαλος δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθῇ τὶς ἐπιθυμίες τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ νὰ τοὺς καθοδηγῇ στὸ ὀρθὸ καὶ στὸ πρέπον, ἔτσι καὶ ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ ἐλέγχῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξηγῇ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει τοὺς ἐλέγχους.

Ὁ ἔλεγχος πρέπει νὰ γίνεται: α) μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπη καὶ πόνο ψυχῆς, β) νὰ γίνεται μὲ πραότητα, χωρὶς ἐμπάθεια καὶ ὀργή, γ) νὰ μὴν ἐξευτελίζεται προσ­ωπικὰ ὁ ἐλεγχόμενος, ἀλλὰ τὸ πάθος του, ἡ ἁμαρτία του, δ) νὰ ἔχῃ ποικι­λία ὁ ἔλεγχος, δηλαδή, νὰ μὴν εἶναι πάντοτε μόνο σκληρὸς ἀλλὰ καὶ γλυκύς – μαλακός, νὰ εἶναι φιλόστοργος.

4) Συνυφασμένο μὲ τὴν ἱερατικὴ διακονία, εἶναι ἐπίσης τὸ χάρισμα ἡ ἀρετὴ τῆς φιλανθρωπίας, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς πτωχούς, τοὺς πονεμένους, τοὺς κατατρεγμένους καὶ γενικὰ τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες. Οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ δείχνουν τὸ παράδειγμα τῆς φιλανθρωπίας καὶ ὄχι τῆς φιλαργυρίαςκαὶ νὰ ἐπιτελοῦν κοινωνικὸ ἔργο.

5) Ἕνα ἀκόμη οὐσιαστικὸ χάρισμα – ἀρετή, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνῃ τὸν ἱερέα εἶναι ἡ ὑπομονή, ἡ συγχωρητικότητα καὶ ἡ ἀγάπη ἀπέναντι στοὺς μετανοοῦντες καὶ σὲ ὅσους τὸν ἐχθρεύονται. Ὁ ἱερεύς, ὡς πνευματικὸς πατέρας ὅλων, πρέπει νὰ βλέπῃ μὲ στοργὴ ὅλους ὅσους ἁμαρτάνουν καὶ τηροῦν ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί του. Νὰ νοιώθῃ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τους καὶ νὰ τοὺς συμπαραστέκεται. Νὰ τοὺς προτρέπῃ νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ ἐπανέλθουν κοντὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀποκατασταθοῦν. Νὰ εἶναι μαζί τους συγκαταβατικός – συγχωρητικός. Πρέπει νὰ εἶναι ἀνεξίκακος καὶ νὰ συγχωρῇ, ὄχι μόνο τους λαϊκοὺς ποὺ τὸν ἐχθρεύονται καὶ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλά, κυρίως, τοὺς συναδέλφους του, τοὺς ἱερεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, πολλὲς φορές, προέρχονται οἱ χειρότερες κατηγορίες, οἱ ἀπίθανες συκοφαντίες, οἱ διάφορες διαβολὲς καὶ ἄλλες συμπεριφορὲς μεταξύ τους, ἀπαράδεκτες γιὰ λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου.

Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὅτι, παρ’ ὅτι οἱ χριστιανοὶ διαφθείρουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, χειρότερο καὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς ἀντιπάλους Της, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐξακολουθῆ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ καὶ νὰ τοὺς καλῇ σὲ μετάνοια.

Τὴν κατάκριση γενικότερα καὶ τοὺς ἱεροκατηγόρους τοὺς βρίσκει σὲ δύο, κυρίως, τάξεις – κατηγορίες ἀνθρώπων: α) στοὺς πτωχοὺς καὶ ἰδίως στὶς γυναῖ­κες, οἱ ὁποῖες εἶναι μεμψίμοιρες καὶ κακολόγοι καὶ β) δυστυχῶς στοὺς συναδέλφους τους, τοὺς κληρικούς, ὁποιουδήποτε βαθμοῦ. Οἱ ἱερεῖς μὲ τὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τους γιὰ τοὺς συνιερεῖς, κυρίως, ὑπονομεύουν καὶ κλονίζουν τὴ θέση καὶ τὸ κῦρος τους στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καὶ τοῦ κοινοῦ· καὶ αὐτὸ γίνεται: εἴτε ἀπὸ ἀντιζηλεία, εἴτε ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ καταλάβουν κάποια θέση, εἴτε καὶ ἀπὸ ὅποιους ἄλλους λόγους, ἐπειδὴ αὐτοὶ γνωρίζουν καλύτερα ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς τὰ τρωτὰ σημεῖα τῆς διακονίας τους καὶ μποροῦν νὰ κάνουν καλύτερα πιστευτὲς τὶς διαβολὲς καὶ τὶς συκοφαντίες τους. Νὰ σημειωθῇ ὅτι, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὑπέστη ἔντονο ἐνδοεκκλη­σια­στικὸ ἐκφοβισμό˙ δηλαδὴ οἱ χειρότεροι κατήγοροι καὶ ἐχθροί Του, ἀπεδεί­χθη ὅτι ἦταν οἱ κακοὶ κληρικοὶ καὶ μάλιστα ἐπίσκοποι, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἀνάγ­κασε νὰ γράψῃ στὴν Ὀλυμπιάδα· «οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπι­σκό­πους, πλὴν ὀλίγων»[6]. Νὰ τὸ ποῦμε καὶ μὲ τὴ σύγχρονη ὀρολογία: «ἐκκλησιαστικό bullying».

Ὅσο ἄψογη καὶ ἂν εἶναι ἡ συμπεριφορὰ καὶ ὑποδειγματικὴ ἡ διαγωγὴ τῶν ἱερέων, οἱ κατακρίσεις καὶ οἱ συκοφαντίες, εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἀναμε­νό­μενες, ἀπὸ ὅποιους καὶ ἂν προέρχονται αὐτές. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουν οἱ ἱερεῖς νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουν μὲ συγγνώμη καὶ ἐπιείκεια καὶ ὄχι μὲ ὀργὴ καὶ βίαιο τρόπο. Ὀφείλουν νὰ προσπαθοῦν μὲ ἠπιότητα καὶ πραότητα νὰ διαλύσουν τὶς ὅποιες κατηγορίες καὶ συκοφαντίες καί, κυρίως, νὰ ἀγωνίζονται συνεχῶς νὰ βελτιώνουν τὴν συμπεριφορὰ τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καὶ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας ἢ τοῦ περιβάλλοντός τους.

Ἀκόμη ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι εἰρηνικός, νὰ εἰρηνεύῃ μὲ ὅλους· καὶ ὅταν κατηγορεῖται δικαίως ἢ ἀδίκως· νὰ μὴν ὀργίζεται· νὰ εἶναι ἀνεξίκακος καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ ἐκδικηθῇ, ἀλλὰ νὰ κάνῃ ὑπομονή, σκεπτόμενος ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς συκοφαντήθηκε καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ ψευδομάρτυρες καὶ ὅτι, ὅπως Ἐκεῖνος προσεύχονταν γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, ἔτσι καὶ ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ προσεύχεται καὶ νὰ εὐλογῇ τοὺς κατηγόρους – συκοφάντες, νὰ μὴν τοὺς καταρᾶται, γιατὶ ἔργο τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ εὐλογία καὶ ὄχι ἡ κατάρα καὶ ἡ ἐκδίκηση.

Τὸ χάρισμα τῆς ὑπομονῆς καὶ καρτερικότητος, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνῃ τοὺς ἱερεῖς, εἶναι ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ· «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται»[7]. Διότι οἱ θλίψεις καὶ οἱ στενοχώριες τῆς ζωῆς ὑπηρετοῦν τὰ σχέδια τῆς θείας Προνοίας. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι, ἕνας εἶναι ὁ σκοπός τῆς δοκιμασίας· ἡ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, διότι μέ τήν ὑπομονή ὠφελούμαστε. ῾Ο Χριστός μᾶς εἶπε πώς σὲ αὐ­τὸν τὸν κόσμο θὰ ἔχουμε πολλὲς στενοχώριες, θά περάσουμε πολλὲς θλίψεις καὶ δοκιμασίες, ἀλλὰ μᾶς λέει καὶ τό: «θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον»[8].

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀποδίδει ἰδιαίτερη σημασία στὸ ἱερατικὸ ἔργο καὶ μάλιστα στὸ ἁγιαστικὸ ἔργο τοῦ ἱερέως. Διότι, αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς πραγματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἠθικῆς τελειώσεως καὶ σωτηρίας τῶν πιστῶν. Βεβαίως, ὁ Ἱερὸς Πατήρ, δὲν ἐνδιαφέ­ρε­ται νὰ ὑποδείξῃ τρόπους διεξαγωγῆς τῆς λατρείας, ἀλλὰ ἐνδιαφέ­ρε­ται νὰ τονίσῃ τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου, ἀναφέροντας εἰδικότερα τὰ μυστήρια τοῦ Εὐχελαίου, τῆς Ἐξομολογήσεως, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Διότι: α) Μὲ τὸ Εὐχέλαιο, ἀποδίδεται ἡ σωματικὴ καὶ ἡ ψυχικὴ ὑγεία. β) Μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματα τῶν εἰλικρινῶς μετανο­ούν­των καὶ τὰ ἀποτελέσματά της ὁδηγοῦν στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ τὴν οὐράνιο βασιλεία. γ) Μὲ τὸ Βάπτισμα, ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀναγέννηση στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τέλος δ) Μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία, μεταδίδεται τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν τέλεσή της, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, κρατεῖ «τὸ πῦρ τῆς θυσίας», περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἔτσι ἡ ἐν­συν­εί­δητη συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Χριστό, δη­λα­δή μας “θεώνει”, γινόμαστε “σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ”, γινόμαστε “Χριστοφόροι”, γινόμαστε “Θεοφόροι”, ἀφοὺ ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Χριστό “μυστι­κά”. Κάνει τὴν ὕπαρξή μας ἀπὸ ζωώδη, θεϊκή. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Θεία Λειτουργία, φέρνει τὸν Παράδεισο στὴ ζωή μας.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν θέλει τοὺς πιστούς Της νὰ γνωρίζουν ἁπλῶς τὶς ἀλή­θειες τῆς πίστεως καὶ νὰ παρακολουθοῦν παθητικὰ τὴ λατρεία καὶ τὶς ἄλλες τελετές, ἀλλὰ θέλει τὰ μέλη της νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους τὶς θεῖες ἐντο­λές. Σὲ αὐτὸ βοηθὸς καὶ ἀρωγὸς ἔρχεται ὁ ἱερεὺς μὲ τὸ διδακτικὸ καὶ ἁγιαστι­κὸ ἔργο του γιὰ τὴ διόρθωση τῶν ψυχῶν καὶ ἐνσυνείδητη συμμετοχή τους στὰ τῆς λατρείας.

Τὸ ἔργο, ὅμως, τῆς διορθώσεως τῶν ψυχικῶν καταστάσεων τῶν πι­στῶν, εἶναι πολὺ λεπτό, ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη καὶ μεγάλη προσοχή, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ παρακολουθοῦνται οἱ κακὲς ἕξεις τῆς ψυχῆς.

Μάλιστα, ἡ δυσκολία αὐτὴ τοῦ ἱερέως γίνεται, κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου του, ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ ἕναν πρόσθετο λόγο, ἀπὸ τὶς ἀδυναμί­ες τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἀπὸ τὸ σκληρὸ καὶ συνεχῆ ἐσωτερικὸ πόλεμο, τὸν ὁποῖο, ἀδιακόπως, κάνει ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι γίνεται κατανοητὸ πόσο δυσκολότερο εἶναι νὰ ἀντεπεξέρχεται ὁ ἱερεὺς στὰ πολλαπλὰ καὶ δυσχερῆ καθήκοντά του, ὅταν δὲν εἶναι σὲ θέση οὔτε τὸν ἑαυτό του νὰ γνωρίζῃ καὶ νὰ ἐξουσιάζῃ.

Ὑπάρχει ὅμως ἐλπίδα νὰ φέρῃ σὲ πέρας μὲ ἐπιτυχία τὸ ἔργο του καὶ νὰ ἐπιτελέσῃ τὴν ὑψηλὴ καὶ δυσπρόσιτη ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, ὅταν ὁ ἱερεὺς κοσμεῖται ἀπὸ ἐξαιρετικὲς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀρχὲς καὶ ἀρετὲς σὰν αὐτὲς ποὺ μέχρι τώρα ἀνεφέρθηκαν προηγουμένως καὶ ἀποβλέ­πει σὲ ἕνα καὶ μόνο σκοπό, τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ποιμνίου, τὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκοδομή.

Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει μὲ τόσο κατηγορηματικὸ τρόπο, τὶς προϋποθέσεις τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὶς ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ διακρίνουν ἕναν ἄξιο ἱερέα, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς τόσες δυσκολίες καὶ νὰ ξεπερά­σῃ τὰ πάμπολλα ἐμπόδια κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου του, καὶ ποὺ μόλις τὸ κατορθώνει, τότε μπορεῖ εὔκολα νὰ καταλάβῃ κανείς, ποιά κατάσταση θὰ ἐπικρατήσῃ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ὅταν μερικοὶ θεω­ροῦν τὴν ἱερωσύνη ἀσήμαντη καὶ μάλιστα τὴ θεωροῦν, ὡς μία εὐκαιρία ἐπαγ­γελ­ματικῆς ἀποκαταστάσεως καὶ ὡς ἕνα “βόλεμα” στὴν ἐπικρατοῦσα ἀνεργία. Αὐτὸ εἶναι παραφροσύνη!

Συνέπεια τούτου εἶναι ἕνα ἄλλο, ὄχι ἀσυνήθιστο, φαινόμενο· ὁ ξηρὸς ἐπαγγελματισμὸς μερικῶν ἀδιαφόρων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄσχετοι πρὸς τὸ ἀγγελικὸ ὑπούργημα, τὴν Ἱερωσύνη, ποὺ τοὺς κάνει νὰ λειτουργοῦν ἐντε­λῶς τυπικὰ καὶ ψυχρὰ καὶ ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τότε νὰ βλέπῃ κανεὶς τοὺς ἐκκλησιαζομένους νὰ χασμουριοῦνται, ἂν δὲν κοιμοῦνται, ἢ νὰ συζητοῦν διά­φο­ρα πράγματα τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς, ὄχι ὅμως νὰ συμμετέχουν στὰ τῆς θείας λατρείας. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε καὶ ἄλλες περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς δὲν μένουν κἂν στὴν ἐνορία τους καὶ πηγαίνουν κτυποῦν τὴν καμπάνα, καὶ αὐτήν, πολλὲς φορές, διὰ τοῦ νεωκόρου καὶ μετὰ τὴ λειτουργία, ἂν τὴν κάνουν, φεύγουν ἀμέσως καὶ δὲν ἔχουν καμμία ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ ποίμνιό τους.

Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ Πατέρες,

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς ποιμένας ποιμένων, ἀγωνίστηκε νὰ ἀνυψώσῃ τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν κληρικῶν, ὥστε νὰ ὑπηρετοῦν ἀλη­θι­νὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ λογικὸ ποίμνιό του. Ποιμένας γιὰ τὶς ψυχές, ἀλλὰ καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες σὲ ὅλα ἀνεξάρτητα τὰ θέματα: φτώχεια, πείνα, χηρεία, ὀρφάνια, παρθενία, δικαιοσύνη.

Τοὺς ἕξι Λόγους Του Περὶ Ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ συγγραφικό Του ἔργο, πρέπει νὰ τοὺς ἀναγνώσῃ προσεκτικὰ ὁ κάθε κληρικός, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἕνας ποὺ ἡ ψυχή του ποθεῖ τὴν ἱερωσύνη. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, μελετώντας τους δὲν θὰ ἀποθαρρυνθῇ, ἀλλὰ θὰ ἀνάψῃ μέσα τους πιὸ πολὺ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν ἱερωσύνη καὶ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.

Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή Σας.

 

[1] PG 48, 623-692

[2] Γα. 4,4

[3] Ἰω. 21,15-17

[4] Ἰω. Χρυσόστομος, Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολήν, Τόμ. 60, ὑπόθεσις α΄

[5] Ἰω. Χρυσόστομος, PG. τόμ. 51,301-311, Ὑπόθεση: Πρὸς τοὺς οὐκ εἰς δέον χρωμένους τῷ ἀποστολικῷ ῥητῷ τῷ λέγοντι, «Εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ Χριστὸς καταγγέλλεται·» καὶ περὶ ταπεινοφροςύνης.

[6] Ἰω. Χρυσοστόμου, Τῇ δεσποίνῃ μου τῇ αἰδεσιμωτάτῃ καὶ θεοφιλεστάτῃ διακόνῳ Ὀλυμπιάδι, Ἰωάννης ἐπίσκοπος ἐν Κυρίῳ χαίρειν, SC 13, 9.4

[7] Μτθ. 24,13

[8] Ἰω. 16,33

Διαδώστε: