Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύμης κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε του Όρθρου και τέλεσε την Θεία Λειτουργία επί τη εορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου στον Ιερό Ενοριακό Ναό Αγίας Τριάδος Σύμης.
Συλλειτούργησαν ο Πανοσιολ. Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Πανορμίτη Αρχιμ. Αντώνιο Πατρό, ο π. Γεώργιος Χατζηχρυσάφης Εφημέριος της Ενορίας και ο Διάκονος π. Γεώργιος Κακακιός. Τα αναλόγια κόσμησαν οι Ιεροψάλτες κ. Πανορμίτης Κακακιός και κ. Μιχαήλ Κυπριώτης.
Ο Σεβασμιώτατος κόμισε και προσέφερε στην Ενορία της Αγίας Τριάδος τεμάχιο Ιερού Λειψάνου του Αγίου Αρτεμίου, ο οποίος ανέκαθεν τιμάται από τους ευλαβείς Ενορίτες, τοποθετημένο σε περίτεχνη αργυρή λειψανοθήκη, κατασκευασμένη ιδίοις αυτού εξόδοις, προκειμένου ως υψίστη ευλογία των κατοίκων, ο πνευματικός αυτός θησαυρός να παραμείνει εκεί εσαεί.
Επίσης ευλόγησε τους προσφερομένους Άρτους και κατά την διακονία του θείου λόγου, αναφέρθηκε στον Άγιο Αρτέμιο, ο οποίος ήταν Χριστιανός αριστοκρατικής καταγωγής και γεννήθηκε στην Αντιόχεια. Ο Αυτοκράτορας Άγιος Ισαπόστολος Μέγας Κωνσταντίνος, επιβραβεύοντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, τον τίμησε με το αξίωμα του Πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.
Το έτος 357 μ.Χ. κατ’ εντολή του Αυτοκράτορος Κωνσταντίου, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έφθασε στην Πάτρα, για να παραλάβει τα σεπτά λείψανα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου και να τα μεταφέρει στον νεόκτιστο τότε Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την διαμονή του στην Πάτρα και με τις δικές του ενέργειες κατασκευάστηκε υδραγωγείο, προς εξυπηρέτηση των κατοίκων της πόλεως.
Όταν, το έτος 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος άκουσε ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια, πήγε αμέσως εκεί και με παρρησία τον ήλεγξε ευθέως. Εκείνος, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε αλύπητα, δίδοντας εντολή να του σπάσουν τα οστά με πέτρες, και τελικά να τον αποκεφαλίσουν. Πριν την μαρτυρική του τελείωση, ο Άγιος ζήτησε να προσευχηθεί και παρακάλεσε τον Θεό να συντρίψει την ειδωλολατρική θρησκεία που υπεράσπιζε ο Ιουλιανός, ώστε στην γη να προσφέρεται ανεμπόδιστα η καθαρή και αμώμητη θυσία και να δοξάζεται το πανάγιο όνομα του Τριαδικού Θεού.
Εν συνεχεία έκλινε τα γόνατα και προσκύνησε προς ανατολάς, τον αληθινό Θεό. Τότε μία φωνή εξ ουρανού είπε στον Μεγαλομάρτυρα:
«Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου, Αρτέμιε, και σου χάρισε τη χάρη των ιαμάτων. Σπεύσε λοιπόν να τελειώσεις τον δρόμο σου και να απολαύσεις το βραβείο το ετοιμασμένο για τους αγίους και για όλους εκείνους που έχουν αγαπήσει τον ερχομό του Χριστού». Μόλις άκουσε τη φωνή αυτή ο μακάριος Αρτέμιος γεμάτος υπερκόσμια χαρά έκλινε τον αυχένα στο υψωμένο ξίφος του δημίου και δέχτηκε το χτύπημα την 20η του μηνός Οκτωβρίου. Με τον τρόπο αυτό ετελειώθη και ανήλθε στεφανηφόρος στους ουρανούς. Το σώμα του παρέμεινε στην γη, για να το έχουν οι Χριστιανοί, ίαμα ψυχής και σώματος, αλεξιτήριο σε κάθε επιβολή και βλάβη. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε τελικά κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο Ναό του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου.
Πέραν των άλλων, ο Άγιος Αρτέμιος είναι προστάτης της Ελληνικής Αστυνομίας και υπερβαλλόντως τιμάται από το Αστυνομικό Σώμα, που έχει καθιερώσει και εορτάζει την σημερινή ημέρα, ως την «Ημέρα της Ελληνικής Αστυνομίας».
Στο πλαίσιο του εορτασμού, τελέσθηκε προ της απολύσεως η καθιερωμένη πανηγυρική Δοξολογία, της οποίας προέστη ο Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος, με την συμμετοχή Αντιπροσωπείας του Αστυνομικού Τμήματος Σύμης και των λοιπών τοπικών Στρατιωτικών και Λιμενικών Αρχών, Συλλόγων και Φορέων. Εν συνεχεία έλαβε χώρα λιτανεία του Ιερού Λειψάνου και της Εικόνος του Αγίου πέριξ του επιβλητικού Ενοριακού Ναού, προς αγιασμό των Συμμετεχόντων πιστών, ως και των ευλαβών Ενοριτών της μεγάλης αυτής Ενορίας της Νήσου.
Τέλος, με την μέριμνα του δραστήριου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας και των κυριών αυτής προσφέρθηκαν στους πολυπληθείς εκκλησιαζομένους καφές και πλούσια πατροπαράδοτα κεράσματα στις αίθουσες και το προαύλιο του Ναού, προκειμένου το κλίμα της πνευματικής χαράς και ευφροσύνης, να επισφραγισθεί και με την ευλογημένη ευκαιρία της διαπροσωπικής επικοινωνίας και επαφής των ανθρώπων.