Την Τετάρτη 19 προς Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βεροίας τελέστηκε πανηγυρική αγρυπνία για την εορτή του Αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος.
Κατά την διάρκεια της Αγρυπνίας τέθηκε σε προσκύνηση η τιμία Κάρα του Αγίου που φυλάσσεται στην Ιερά Μητρόπολη μας.
Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου:
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δέν θεωροῦσε τό μαρτύριο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ ὡς μία προσφορά τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, ἀλλά ὡς ἀνταπόδοση τῆς ἀγάπης του πρός τόν κάθε ἄνθρωπο. Γιατί αὐτός πού θυσιάσθηκε πρῶτος δέν ἦταν ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Καί ὅπως ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ, ἔλαβε δούλου μορφή καί σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου προσωπικά, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος μέ τό μαρτύριο ἀνταποδίδει στόν Χριστό τήν ἀγάπη τήν ὁποία τοῦ προσέφερε ὁ Χριστός μέ τή θυσία του.
«Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς», γράφει ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Καί αὐτή τήν πίστη εἶχε καί ὁ τιμώμενος ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος.
Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό δέν ἦταν μία ἁπλῆ ἀγάπη, μία συμπάθεια, ἀλλά ἦταν κυριολεκτικά μία φωτιά πού ἔκαιε τήν ψυχή του, πού πυρπολοῦσε τήν ὕπαρξή του, πού τόν ἔκανε νά ποθεῖ τό μαρτύριο, γιατί αὐτό θά τόν ἕνωνε μέ τόν Χριστό. Τόν ἔκανε νά τό ποθεῖ στόν ἴδιο βαθμό μέ αὐτόν τόν ὁποῖο ἐξέφραζε καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔγραφε «ἐπιθυμῶ ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι», διότι αἰσθανόταν ὅτι ἀνήκει στόν Χριστό, ὅτι ζοῦσε μέσα του ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο ἐμπόδιζε νά ἀπολαύσει στήν πληρότητά του τό ἔνδυμα τῆς σαρκός.
Γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο δέν τόν φόβιζε τό φρικτό μαρτύριο πού τόν ἀνέμενε, ἀλλά ἀντίθετα τόν χαροποιοῦσε, γιατί θά τοῦ ἔδιδε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε, αὐτό πού ποθοῦσε ἡ ψυχή του, τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό.
Ἔτσι αἰσθανόταν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν τό παιδί ἐκεῖνο πού πῆρε ὁ Ἰησοῦς καί τό ἔδειξε στούς μαθητές του καί στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων καί εἶπε «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Καί ὡς ἐάν δέξηται ἕν παιδίον τοιοῦτο ἐπί τῷ ὀνόματί μου, ἐμέ δέχεται». Γι᾽αὐτό καί ὀνομάσθηκε θεοφόρος.
Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἐκτός ἀπό αὐτό τό περιστατικό, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὀνομάσθηκε θεοφόρος, γιατί, ἐφόσον εἶχε στήν ψυχή του τόση ἀγάπη γιά τόν Χριστό, εἶχε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀγάπη, καί «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ».
Αὐτή τήν ἀγάπη ἄς προσπαθήσουμε νά καλλιεργήσουμε καί ἐμεῖς στήν ψυχή μας, ὄχι γιά νά θυσιάσουμε τή ζωή μας γιά χάρη του, ὄχι γιά νά μαρτυρήσουμε γιά τήν πίστη μας, γιατί δέν ζητᾶ ὁ Χριστός αὐτό ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ πόθος καί ἡ ἐπιθυμία νά ἔχουμε τόν Χριστό στή ζωή μας, νά ἀκολουθοῦμε τά βήματά του, ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές του, εἶναι τό μόνο πού μπορεῖ νά γεμίσει τήν ψυχή μας.
Καί ἐάν ἡ ψυχή μας γεμίσει μέ τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, μία ἀγάπη ἔμπρακτη, πού, ὅπως εἶπα, θά γίνεται πράξη μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του καί μέσα ἀπό τήν προσευχή καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε δέν θά αἰσθανόμεθα ποτέ τήν ψυχή μας κενή, ἄδεια, τότε δέν θά αἰσθανόμεθα ποτέ οὔτε μόνοι, οὔτε ἐγκαταλελειμμένοι, οὔτε θλιμμένοι, γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας θά τή γεμίζει ἀπόλυτα, θά τή γεμίζει μέ τή χαρά καί τήν εἰρήνη του. Καί δέν θά αἰσθανθοῦμε οὔτε μόνοι, οὔτε ἐγκαταλελειμμένοι, γιατί ὁ Χριστός οὔτε ἐγκαταλείπει οὔτε ἀπογοητεύει ποτέ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί ὅσους ἔχουν τήν καρδιά τους γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη του, ὅσους ἔχουν τήν ψυχή τους διαθέσιμη γιά νά δεχθοῦν τή δική του ἀγάπη, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος.
Εὔχομαι, λοπόν, ἀδελφοί μου, πατρικά, διά πρεσβειῶν καί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, νά γεμίσουμε τήν ψυχή μας μέ αὐτή τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, γιά νά αἰσθανθόμαστε καί τή δική του ἀγάπη νά μᾶς πλημμυρίζει πάντοτε.