Στο πλαίσιο των ΚΣΤ´ Παυλείων, την Παρασκευή 19 Ιουνίου το πρωί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικοδήμου του Βεροιέως και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βεροίας, πραγματοποιήθηκε όπως κάθε χρόνο η ημερίδα Πνευματικών με θέμα: «Ευαγγελικόν Ήθος».
Στην αρχή χαιρετισμό απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος στο τέλος απένειμε και τα αναμνηστικά των ΚΣΤ΄ Παυλείων.
Στην ημερίδα ομίλησαν o oσιολογιώτατος Iερομόναχος π. Λουκάς Γρηγοριάτης και ο Αρχιερατικός Επίτροπος Αμυνταίου της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Σεβαστιανός Τοπάλης.
Την εκδήλωση παρουσίασε ο Αρχιερατικός Επίτροπος Βεργίνης και προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής.
Ο χαιρετισμός του Σεβασμιωτάτου:
Γιά μία χρονιά ἀκόμη εὑρισκόμεθα σήμερα ἐπί τό αὐτό στόν ἱερό ναό τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Βεροιέως πού φιλοξενεῖ καί φέτος, ὅπως καί τά προηγούμενα χρόνια, τήν Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Γιά μία ἀκόμη φορά εὐχαριστοῦμε καί δοξάζουμε τόν Θεό γιατί, παρά τίς δυσκολίες πού μᾶς δημιούργησε ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἔχουμε τή δυνατότητα νά πραγματοποιήσουμε τόσο τίς Ἡμερίδες ὅσο καί τό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας στό πλαίσιο τῶν ΚΣΤ´ Παυλείων, διοργανώσεις οἱ ὁποῖες εἶναι ὠφέλιμες γιά ὅλους μας, γιατί μᾶς ἐνισχύουν καί μᾶς στηρίζουν στό ἔργο μας, πού εἶναι ἀσφαλῶς ἡ διακονία τῶν πιστῶν γιά τή σωτηρία τους διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ βεβαίως ἐνεργεῖ δι᾽ ὅλων τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεργεῖ ὅμως ἰδιαιτέρως διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, στό ὁποῖο ὑπάρχει, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μεγαλύτερη προσωπική συμμετοχή τοῦ πιστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί μέσα στό ὁποῖο κάθε ψυχή ξεχωριστά καθοδηγεῖται ἀνάλογα μέ τίς πνευματικές της ἀνάγκες καί ἰδιαιτερότητες. Γι᾽ αὐτό καί τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως εἶναι πολύ σημαντικό καί γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀλλά καί γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πάντοτε ἔδιδε τήν πρέπουσα βαρύτητα καί προσοχή στό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ.
Οἱ λόγοι τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου πρός τούς πρεσβυτέρους στήν Ἔφεσο, μέ τούς ὁποίους τούς καλοῦσε νά θυμοῦνται πάντοτε τήν προσωπική καθοδήγησή τους ἀπό τόν ἴδιο, τή σπουδαιότητα τῆς ὁποίας ἐκφράζει λέγοντας ὅτι τούς συμβούλευε «μετά δακρύων». «Γρηγορεῖτε», τούς λέει, «μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον».
Καί δέν ὑποδηλώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μόνο τή σημασία καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσωπικῆς καθοδηγήσεως τοῦ κάθε πιστοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται κατ᾽ ἐξοχήν μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, μέσα στό περιβάλλον τῆς θείας χάριτος, ἀλλά καί ὑπογραμμίζει τή σημασία πού πρέπει νά δίδουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, στούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐμπιστεύθηκε τή διακονία αὐτή τοῦ πνευματικοῦ, γιά τό ἔργο αὐτό. Διότι στή διακονία αὐτή, ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, ἔχει σημασία καί ἡ ὅλη πνευματική ὑπόσταση τοῦ πνευματικοῦ.
Γι᾽ αὐτό καί, καθώς τό γενικό θέμα τῶν φετινῶν ΚΣΤ´ Παυλείων εἶναι «Εὐαγγέλιο καί ἦθος κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο», ἐπιλέξαμε ὡς θέμα τῆς σημερινῆς Ἡμερίδος τῶν πνευματικῶν τό «Εὐαγγελικό ἦθος».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν πολύ γνωστό λόγο του εἰς τήν εἰς πρεσβύτερο χειροτονία του λέγει: «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι· … ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι».
Κανείς βεβαίως δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι πληροῖ ὅλες αὐτές τίς προϋποθέσεις ἤ ὅτι ἔχει φθάσει σέ ὑψηλό βαθμό καθάρσεως, ἁγιασμοῦ καί προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερός πατήρ δέν ἐννοεῖ, ἄλλωστε, αὐτό. Ἐννοεῖ ὅμως αὐτό πού δηλώνει καί τό θέμα τῆς Ἡμερίδος μας. Ἐννοεῖ ὅτι ὁ πνευματικός, γιά νά ἔχει τό εὐαγγελικό ἦθος πού ἀπαιτεῖται καί εἶναι ἀναγκαῖο γιά τή διακονία του, θά πρέπει πρωτίστως νά ἀγωνίζεται γιά τήν προσωπική βίωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί ἄν αὐτή εἶναι οὕτως ἤ ἄλλως μία αὐτονόητη προϋπόθεση γιά τόν κάθε κληρικό, γιά τόν κάθε ἱερέα, διότι διαφορετικά ποιά εἶναι ἡ θέση του μέσα στήν Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη του ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό μέγα χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ἀκόμη πιό σημαντική προϋπόθεση γιά ἕναν πνευματικό.
Μπορεῖ, βεβαίως, ἐμεῖς νά μήν εἴμεθα σέ κατάσταση νά προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας ὡς πρότυπο πρός μίμηση, ὅπως κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μᾶς προτρέπει νά γίνουμε μιμητές του, ὅπως ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ λόγος μας, ἡ ἀναστροφή μας, ἡ ζωή μας δέν ἀποτελοῦν πρότυπο γιά τούς ἀνθρώπους γύρω μας καί πολύ περισσότερο γιά ὅσους μᾶς ἐμπιστεύονται τήν ψυχή τους.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ προσωπική βίωση τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀπαραίτητη καί χρήσιμη γιά πολλούς λόγους.
Στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ἐνεργεῖ ἀσφαλῶς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν τυχόν ἀναξιότητα τοῦ πνευματικοῦ. Ὅμως ὁ πνευματικός ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται γιά νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί νά ἁγιάζεται, αὐτός εἶναι περισσότερο δεκτικός τῆς χάριτος καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ καί μπορεῖ νά βοηθήσει οὐσιαστικότερα τόν ἐξομολογούμενο.
Ὁ προσωπικός πνευματικός ἀγώνας προσφέρει στόν πνευματικό καί πολλές ἐμπειρίες ἀπαραίτητες γιά τήν ἐξομολόγηση. Γιατί, ὅπως δέν μπορεῖς νά προπονεῖς ἕναν ἀθλητή, ἐάν δέν γνωρίζεις τό ἄθλημα, καί ὅπως δέν μπορεῖς νά δίνεις ὁδηγίες γιά μία διαδρομή πού δέν ἔχεις κάνει, ἔτσι δέν μπορεῖς νά βοηθήσεις τόν προσερχόμενο στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ἀναζητώντας στήριξη καί βοήθεια στόν πνευματικό του ἀγώνα, ἐάν δέν ἔχεις ἀνάλογη πείρα. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι πολλοί ἀπό τούς μεγάλους καί φημισμένους πνευματικούς καί Ἁγιορεῖτες Γέροντες χρησιμοποιοῦσαν παραδείγματα ἀπό τή δική τους ζωή καί ἀπό πειρασμούς πού ἀντιμετώπισαν γιά νά ἐνθαρρύνουν τούς ἀνθρώπους πού ἐξομολογοῦντο.
Τό παράδειγμα τοῦ πνευματικοῦ πού βιώνει τό Εὐαγγέλιο εἶναι, ὅπως εἴπαμε καί προηγουμένως, ἡ πιό εὔγλωττη καθοδήγηση γιά τά πνευματικά του παιδιά, ἐνῶ τό ἀντίθετο, ἡ ἔλλειψη δηλαδή προσωπικῆς βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου, ἀκυρώνει πολλές φορές καί τήν πιό ἐμπνευσμένη καθοδήγηση καί μάλιστα μέ τόν χειρότερο τρόπο.
Τό δεύτερο στοιχεῖο πού θά πρέπει νά χαρακτηρίζει τόν πνευματικό εἶναι ἡ μελέτη τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ γνώση σχετικά μέ τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι βέβαια δικαστήριο, ἀλλά ἡ ἐμπειρία καί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πατέρων ἔχει θεσπίσει κανόνες πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι συμβάλλουν στή θεραπεία τῶν τραυμάτων τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός ἑπομένως ἔχει χρέος νά τούς γνωρίζει καί νά τούς μελετᾶ καί νά τούς ἐφαρμόζει, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση καί τό πρόσωπο πού ἔχει ἐνώπιόν του. Δέν μπορεῖ οὔτε νά αὐτοσχεδιάζει οὔτε νά αὐθαιρετεῖ, διότι τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως δέν τό τελεῖ ἐν ὀνόματί του ἀλλά κατ᾽ ἀνάθεση τοῦ Ἐπισκόπου καί κατ᾽ ἐντολή τοῦ Κυρίου μας.
Ἄρα δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει μόνος του τί εἶναι ἁμαρτία καί πῶς θεραπεύεται, ὅπως κανένας ἰατρός δέν γνωματεύει ἐρήμην τῶν ἐγχειριδίων τῆς ἐπιστήμης του, οὔτε δίδει φαρμακευτική ἀγωγή διαφορετική ἀπό τή συνιστώμενη.
Ὁ πνευματικός ἀσφαλῶς διαθέτει καί κρίση καί γνωρίζει τήν ἰδιαιτερότητα κάθε ψυχῆς, ὥστε νά προσαρμόζει κατάλληλα κατά περίπτωση τήν πνευματική θεραπεία, ἀλλά θά πρέπει νά τό κάνει πάντοτε μέ γνώση καί μελέτη τῶν ἱερῶν κανόνων.
Τό τρίτο στοιχεῖο πού πρέπει νά χαρακτηρίζει τόν πνευματικό εἶναι ἡ μελέτη καί ἡ γνώση τῆς ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης ψυχολογίας. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδικός, εἶναι διαφορετικός ἀπό κάθε ἄλλον, καί ὁ πνευματικός, ἐάν θέλει νά τόν βοηθήσει οὐσιαστικά, θά πρέπει νά μπορεῖ νά τόν ψυχολογήσει, νά κατανοήσει τίς ἰδιαιτερότητές του, τίς ἀδυναμίες του, τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς του. Δέν μπορεῖ ὁ πνευματικός νά ἀντιμετωπίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τόν ἴδιο τρόπο. Τό «τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα» τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἰσχύει καί στήν περίπτωση τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ὁ πνευματικός ἔχει εὐθύνη γιά κάθε ψυχή πού προσέρχεται στό ἱερό μυστήριο, καί γι᾽ αὐτό θά πρέπει νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικός σέ ὅσα λέει, ὥστε νά μήν βλάψει ἀντί νά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο, νά μήν τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό ἀντί νά τόν βοηθήσει νά τόν προσεγγίσει.
Ἡ ἰδιαιτερότητα κάθε ψυχῆς πού μᾶς ἐμπιστεύεται καί ἀποκαλύπτεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως εἶναι κάτι μοναδικό, τό ὁποῖο καί θά πρέπει νά σεβόμεθα ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί πρακτικά. Ὁ σεβασμός στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἀναγκαῖος, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός. Δέν μποροῦμε οὔτε καί στό ἐλάχιστο νά δώσουμε στόν ἄνθρωπο τήν ἐντύπωση ὅτι δέν τόν ἀντιμετωπίζουμε μέ σεβασμό, δέν ἀκοῦμε ὅσα ἐξομολογοῦνται καί δέν δίδουμε τήν ἀπαραίτητη προσοχή. Δέν ἔχει σημασία πῶς μᾶς φαίνονται ἐμᾶς ὅσα λέγει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀλλά πῶς τά αἰσθάνεται ὁ ἴδιος. Μποροῦμε, βεβαίως, νά τοῦ ποῦμε στό τέλος τή γνώμη μας γιά ὅσα ἀκούσαμε, ἄν χρειάζεται, ἀλλά ἀφοῦ πρῶτα τά ἀκούσουμε προσεκτικά.
Γι᾽αὐτό εἶναι ἀνάγκη καί νά μελετοῦμε καί νά προσευχόμεθα ἐπικαλούμενοι τόν φωτισμό καί τήν ἐνίσχυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐπιτελέσουμε τό μυστήριο. Δέν μποροῦμε νά τό παίρνουμε ἐπιπόλαια οὔτε σάν μία ρουτίνα.
Θά πρέπει νά προετοιμαζόμεθα κατάλληλα γιά τό ὑψηλό αὐτό λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά καί νά συναισθανόμεθα τήν εὐθύνη πού ἔχουμε γιά κάθε ψυχή πού μᾶς πλησιάζει.
Θά πρέπει ἀκόμη νά μελετοῦμε γιά νά γνωρίζουμε πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά παιδιά, τούς νέους, τά ζευγάρια καί ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἀνθρώπων πού μπορεῖ νά συναντήσουμε, πού μπορεῖ νά προσέλθουν στό μυστήριο. Δέν εἶναι δυνατόν νά φερόμεθα σέ ὅλους μέ τόν ἴδιο τρόπο, γιατί ὁ καθένας ἔχει τίς δικές του ἀπαιτήσεις καί ἀνάγκες, καί ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά βοηθήσουμε ὅλες τίς ψυχές πού ἔρχονται στό μυστήριο. Χρειάζεται νά εἶναι ἐμφανής ἡ ἐπιείκεια καί ἡ ἀγάπη μας γιά τήν ψυχή, ὥστε νά κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὅσα λέγονται δέν τίποτε ἄλλο παρά ἡ προσπάθειά μας νά τόν βοηθήσουμε σέ αὐτό πού καί ὁ ἴδιος ἐπιζητᾶ προσερχόμενος στήν ἐξομολόγηση, τήν ἄφεση καί τή σωτηρία.
Καί γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐμπειρία ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦνται θαύματα μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, ἐπιτελοῦνται ἀναστάσεις νεκρῶν ψυχῶν. Καί αὐτές εἶναι τό πρῶτο καί μεγαλύτερο θαῦμα πού συμβαίνει. Αὐτό τό «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη» τοῦ Εὐαγγελίου, τό βλέπουμε νά ἐπαναλαμβάνεται μέσα στήν ἐξομολόγηση.
Αὐτό τό θαῦμα καλούμεθα ἀπό τόν Θεό νά διακονήσουμε καί ἐμεῖς ἤ μᾶλλον νά γίνουμε συνεργοί του. Καί γι᾽ αὐτό θά πρέπει νά τό προσεγγίζουμε καί νά τό διακονοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί μέ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά βοηθοῦνται καί νά καθοδηγοῦνται οἱ ψυχές στή σωτηρία. Γιατί κάθε ψυχή ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία καί γιά τήν κάθε μία θά δώσουμε λόγο στόν Θεό πού μᾶς τήν ἐμπιστεύθηκε.
Μέ αὐτές τίς ταπεινές σκέψεις θά ἤθελα νά σᾶς καλωσορίσω ὅλους καί νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τή διακονία αὐτή πού προσφέρετε στήν Ἐκκλησία, νά καλωσορίσω ὅμως καί νά εὐχαριστήσω ἀπό καρδίας τούς δύο ὁμιλητές μας, πού μέ πολλή καλωσύνη ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως καί, παρά τά προβλήματα τῆς περιόδου αὐτῆς, εἶναι σήμερα ἀνάμεσά μας.
Καλωσορίζω καί εὐχαριστῶ τόν ὁσιολογιώτατο ἱερομόναχο π. Λουκᾶ Γρηγοριάτη, πού ἔκανε τόν κόπο νά ἐξέλθει τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά νά ἔλθει σήμερα στή Βέροια, καί τόν πανοσιολογιώτατο ἀρχιμανδρίτη π. Σεβαστιανό Τοπάλη, ἀρχιερατικό ἐπίτροπο Ἀμυνταίου, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας, πού θά μᾶς μιλήσουν ἐπάνω στό θέμα τῆς Ἡμερίδος μας.
Τούς εὐχαριστῶ καί πάλι θερμά.