Tο διήμερο 20 και 21 Ιουνίου εορτάστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας η εορτή του Αγίου Πνεύματος.
Την Κυριακή της Πεντηκοστής 20 Ιουνίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πανοράματος Βεροίας.
Τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος 21 Ιουνίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στην αδελφότητα ΠΕΛΕΚΑΝ στο Κομνήνιο Βεροίας.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Ισαάκ Ιντζεβίδη, ο οποίος διακονεί στο αναλόγιο της αδελφότητος.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του κατά τον Πανηγυρικό Εσπερινό ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Νῦν εἰς σημεῖον τοῖς πᾶσιν, ἐμφανῶς αἱ γλῶσσαι γεγόνασιν· Ἰουδαῖοι γάρ, ἐξ ὧν κατά σάρκα Χριστός, ἀπιστίᾳ νοσήσαντες, θεϊκῆς ἐξέπεσον χάριτος».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑόρτασε σήμερα τή γενέθλιο ἡμέρα της. Ἑόρτασε τήν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἦσαν συνηγμένοι οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, περιμένοντας τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεώς του, τήν ἀποστολή δηλαδή τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Ποιός ὅμως ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατῆλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τή μορφή πυρίνων γλωσσῶν;
Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἕνα πρωτοφανές γεγονός. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν γνώριζαν τί ἀκριβῶς σήμαινε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ὅτι θά στείλει «ἄλλον Παράκλητον» οὔτε πῶς ἀκριβῶς θά πραγματοποιεῖτο. Γι᾽ αὐτό καί τό ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν», ὥστε νά γίνει ἐμφανές ποιοί τό λαμβάνουν, καί συνοδεύεται ἀπό ἦχο δυνατό «καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς», γιά νά κατανοήσουν καί ὅσοι βρισκόταν στήν Ἱερουσαλήμ ὅτι συμβαίνει κάτι μοναδικό καί συγκλονιστικό.
Ἐάν τό ἅγιο Πνεῦμα κατήρχετο χωρίς αὐτά τά ἐξωτερικά στοιχεῖα, ἀκόμη καί ἄν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ συνειδητοποιοῦσαν τήν ἐπιφοίτησή του ἀπό τήν ἀλλαγή πού θά συνέβαινε μέσα τους, ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν θά ἦταν σέ θέση νά καταλάβουν τήν παρουσία του καί τήν ἀλλοίωση πού θά ἐπέφερε στούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Γι᾽ αὐτό καί ἀπό συγκατάβαση πρός τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἐμφανίζεται τό Πανάγιο Πνεῦμα μέ ὑλική μορφή, μέ τή μορφή πυρίνων γλωσσῶν, ἡ ὁποία παραπέμπει καί στίς ἄκτιστες ἰδιότητες καί ἐνέργειές του, ὥστε νά γίνει αἰσθητή ἡ ὑπερφυσική παρουσία του.
Γι᾽ αὐτό ἀκόμη δίδει τό ἅγιο Πνεῦμα στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τή χάρη τῆς γλωσσολαλίας, τή χάρη νά μιλοῦν γλῶσσες πού μέχρι τότε δέν γνώριζαν καί νά κηρύττουν σέ αὐτές τό Εὐαγγέλιο, ὥστε νά γίνει ἐμφανής ἡ μεταβολή πού συντελέσθηκε μέσα τους.
Γι᾽ αὐτό καί, μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οἱ μαθητές δέν στρέφονται πρός τούς Ἰουδαίους, ἀλλά ἀπευθύνονται «εἰς πάντα τά ἔθνη», ἀπευθύνονται στούς ἀνθρώπους κάθε φυλῆς καί γένους καί τούς μιλοῦν στή γλώσσα πού καταλάβαινε ὁ καθένας ἀπό αὐτούς.
Τό κήρυγμα αὐτό τῶν ἀποστόλων, τό πρῶτο τους κήρυγμα, σηματοδοτεῖ τή νέα ἐποχή. Ὁ Χριστός ἀπευθύνθηκε πρός τούς Ἰουδαίους, κήρυξε στίς Συναγωγές τους καί προσπάθησε νά τούς πείσει ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Μεσσίας πού περίμεναν γιά νά τούς λυτρώσει. Ὅμως ἐκεῖνοι «ἀπιστίᾳ νοσήσαντες, θεϊκῆς ἐξέπεσον χάριτος», ὅπως ἀκούσαμε νά ψάλλει πρό ὀλίγου ὁ ἱερός ὑμνογράφος. Ἀρρώστησαν ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἀπιστίας, καί δέν θέλησαν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὁ Μεσσίας καί λυτρωτής τους. Ὁ Χριστός προειδοποίησε πολλές φορές καί μέ διαφόρους τρόπους τούς Ἰουδαίους ὅτι αὐτοί τούς ὁποίους ὑποτιμοῦσαν, οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἐθνικοί, οἱ Σαμαρεῖτες, θά βροῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐκεῖνοι, μέ τή βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, ἀδιαφόρησαν καί ἐξέπεσαν τῆς θείας χάριτος.
Αὐτό ὅμως πού ἔχασαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους, τό κέρδισαν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀκούοντας τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἔλαβαν τό θεῖο φῶς καί ἔγιναν μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τό ἴδιο φῶς ἔλαμψε καί φώτισε καί ἐμᾶς διά τοῦ κηρύγματος τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου, πού ἦρθε στήν πόλη μας καί κήρυξε στή γλώσσα μας τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πατέρες μας πίστευσαν καί ἀκολούθησαν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία ἁγίους καί μάρτυρες καί ἱεράρχες. Τί κάνουμε ὅμως ἐμεῖς; Μήπως ἐπαναπαυόμεθα σάν τούς Ἰουδαίους στή σκέψη ὅτι ἐμεῖς εἴμεθα τώρα ὁ εὐλογημένος, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ καί ἀδιαφοροῦμε γιά τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως ἀπορρίπτουμε τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία διαχέεται καί διαδίδεται στούς πιστούς διά τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας; Μήπως ἀμφιβάλλουμε καί ἀπιστοῦμε σέ ὅσα διδάσκει τό Εὐαγγέλιο ἤ ἀμφισβητοῦμε τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τά θαύματα τά ὁποῖα αὐτή ἐνεργεῖ στόν κόσμο, κάνοντας στήν πραγματικότητα αὐτό πού ἔκαναν καί οἱ Ἰουδαῖοι;
Ἄς ἐξετάσουμε τούς ἑαυτούς μας καί ἄς προσέξουμε τή συμπεριφορά μας καί τή στάση μας γιά νά μήν διακινδυνεύσουμε νά ἐκπέσουμε καί ἐμεῖς τῆς θείας χάριτος, τήν ὁποία δίδει τό Πανάγιο Πνεῦμα μέ τήν παρουσία του στήν ψυχή μας καί στή ζωή μας. Καί ἄς φροντίσουμε νά ἀκοῦμε μέ ταπείνωση καί νά πιστεύουμε στόν λόγο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι θεόπνευστος καί σωτήριος, γιά νά ἀξιωθοῦμε τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού θά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία.
Αὐτό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μετέφερε καί σέ μᾶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος, δέν ἦταν βέβαια στήν Πεντηκοστή, ἀλλά ἐδέχθη ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος γιά νά διδάσκει. Ἔτσι οἱ προπάτορές μας εἶχαν τήν εὐλογία νά δεχθοῦν τό πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο. Καλούμεθα καί ἐμεῖς νά ζητοῦμε αὐτό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, ἀλλά καί νά τιμοῦμε τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος εἶναι, θά ἔλεγα, ὁ πνευματικός μας πατέρας. Γι᾽ αὐτό καί σᾶς καλῶ, στίς 29 τοῦ μηνός, πού εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν ἀποστόλων Παύλου καί Πέτρου, στό Βῆμα τοῦ ἀποστόλου, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ κολυμβήθρα, ὅπου δεχθήκαμε τό Πνεῦμα τό ἅγιο, νά συνεορτάσουμε κατά τόν Μεγάλο Πανηγυρικό Ἑσπερινό τόν ἱδρυτή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του κατά την Θεία Λειτουργία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Τό Πνεῦμα σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ».
Μία παράκληση τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ ἐπανέλαβαν πρό ὀλίγου οἱ ἱεροψάλτες ψάλλοντας τό Κοινωνικό. Μία παράκληση πρός τόν Θεό προκειμένου τό Πνεῦμα του τό ἀγαθόν, τό Πανάγιο Πνεῦμα, νά μᾶς ὁδηγήσει «ἐν γῇ εὐθείᾳ».
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ γῆ αὐτή στήν ὁποία ἐπιθυμεῖ νά φθάσει ὁ ψαλμωδός, ἀλλά καί ἐμεῖς, καθώς ἐπαναλάβαμε τό αἴτημά του; Ἀλλά καί γιά ποιόν λόγο ἔχουμε ἀνάγκη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ;
Ἡ εὐθεῖα γῆ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὅπου δέν συναντᾶ κανείς «ἀκάνθας καί τριβόλους», ἐκεῖ ὅπου κατά τόν προφήτη «πᾶν ὄρος καί βουνός ταπεινωθήσεται, καί ἔσται τά σκολιά εἰς εὐθείαν καί αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδούς λείας», ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει, κατά τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο, «ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ».
Γιατί ὅμως χρειαζόμεθα ὁδηγό γιά νά φθάσουμε καί μάλιστα τό Πνεῦμα τό ἅγιο τοῦ Θεοῦ;
Χρειαζόμεθα ὁδηγό, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά φθάσει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ὄχι μόνο γιατί εἶναι πολύ εὔκολο νά πλανηθεῖ, νά παραπλανηθεῖ καί νά χάσει τόν δρόμο, ἀλλά καί γιατί ἡ εἴσοδος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τό ἐπιτύχει μόνος του, μέ τίς δικές του δυνάμεις καί τά δικά του μέσα. Κανένας ἄνθρωπος δέν εἰσέρχεται στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ χάρη στά καλά του ἔργα ἤ χάρη στίς ἀρετές του. Τό ἔλεος καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή πού μᾶς τήν χαρίζει. Καί μᾶς χαρίζει τή βασιλεία του μέ δύο τρόπους.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι μᾶς βοηθᾶ νά ἀκοῦμε, νά μελετοῦμε καί νά κατανοοῦμε τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί νά τόν ἐφαρμόζουμε στή ζωή μας. Καί ὅπως χωρίς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου δέν θά μποροῦσαν νά κατανοήσουν καί νά συλλάβουν ὅλα ὅσα τούς δίδαξε ὁ Χριστός, ἔτσι καί ἐμεῖς χωρίς τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὅσα μᾶς διδάσκει ὁ Θεός διά τῆς μελέτης τοῦ λόγου του καί ὅσα ἀκοῦμε διά τοῦ θείου κηρύγματος στήν Ἐκκλησία.
Ἀλλά δέν ἀρκεῖ νά ἀκοῦμε μόνο, χρειάζεται νά ἔχουμε τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά νά κάνουμε ὅσα λέγει τό Εὐαγγέλιο καί ὅσα ἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία πράξη στή ζωή μας, διότι διαφορετικά δέν ἔχει νόημα νά τά ἀκοῦμε.
Χρειάζεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία λαμβάνουμε διά τῆς συμμετοχῆς μας στά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, γι᾽ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά ζήσει τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί νά φθάσει στήν ἁγιότητα ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Χρειάζεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας καί τίς πτώσεις μας, καί μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκαταθιστοῦμε τή σχέση μας μέ τόν Θεό, ὥστε νά μποροῦμε νά συνεχίσουμε τόν ἀγώνα μας.
Ἀλλά ἀκόμη καί ἐάν ζήσουμε τηρώντας μέ συνέπεια καί ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἄν κάνουμε καλά ἔργα καί ἀποκτήσουμε ἀρετές, πάλι ἔχουμε ἀνάγκη τό Πανάγιο Πνεῦμα προκειμένου νά μᾶς ὁδηγήσει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι, κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ. Κανείς δέν μπορεῖ νά λάβει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀντάλλαγμα τῆς ἀρετῆς του καί τῶν πράξεών του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή πού μᾶς τήν χαρίζει, ὅταν ὁ Θεός βλέπει τήν προσπάθειά μας καί τόν ἀγώνα μας, ὅταν βλέπει τήν ταπείνωσή μας καί τή διάθεσή μας νά εἴμεθα κοντά του.
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι «ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», καί μόνο δι᾽ αὐτῆς μπορεῖ τελικά νά ἀξιωθεῖ ὁ χοϊκός ἄνθρωπος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι᾽ αὐτό, ἑορτάζοντας σήμερα τό Πανάγιο Πνεῦμα, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, τό ὁποῖο ἐπιφοίτησε ἐπί τούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους καί τούς δίδαξε «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ἄς τό παρακαλέσουμε καί ἐμεῖς, ἰδιαιτέρως σήμερα, ἀλλά ἄς τό παρακαλοῦμε καί καθημερινά, σέ ὅλη μας τή ζωή, νά μᾶς ὁδηγεῖ καί νά μᾶς κατευθύνει μέσα ἀπό τίς δυσκολίες, μέσα ἀπό τούς πειρασμούς, μέσα ἀπό τούς ἰούς, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν θάνατο καί ψυχικό καί σωματικό, μέσα ἀπό τά ἐμπόδια τῆς παρούσης ζωῆς, μέσα ἀπό τίς παγίδες, στίς ὁποῖες πολλές φορές πέφτουμε, μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες πού συχνά μᾶς ταλαιπωροῦν καί μᾶς κάνουν νά ὑποφέρουμε, στήν εὐθεῖα γῆ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ἀπολαύσουμε τό πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐφροσύνη τῆς θέας τοῦ προσώπου του ἀλλά καί τό ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, γιά νά τήν τιμοῦμε στούς αἰῶνες.