Την Τετάρτη 19 Ιουνίου, το εσπέρας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, κ. Παντελεήμων, χοροστάτησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρικό εσπερινό για την εορτή του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα στο ομώνυμο χωριό Ημαθίας.
Ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου, ο Σεβασμιώτατος λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο.
Η Ομιλία του Σεβασμιωτάτου στον Εσπερινό:
«Τῆς θύραθεν σοφίας κάτοχος γενόμενος, τῆς ἄνωθεν γνώσεως θησαυρός ἐδείχθης».
Τρεῖς μόλις ἡμέρες ἀπό τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἰδιαιτέρως ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας καί ἡ ἐνορία σας τιμᾶ καί πανηγυρίζει τή μνήμη ἑνός μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑνός μεγάλου μυστικοῦ Θεολόγου, ἑνός ἁγίου, πού, ὅπως ἀκούσαμε νά ψάλλει καί ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ὑπῆρξε κάτοχος καί τῆς κοσμικῆς σοφίας ἀλλά συγχρόνως ἀνεδείχθη καί θησαυρός τῆς οὐρανίου γνώσεως, ἀνεδείχθη θησαυροφυλάκιο τῆς θείας σοφίας.
Ὁ Θεός ἔπλασε τή φύση τοῦ ἀνθρώπου μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε νά ἀναζητᾶ καί νά ἐπιδιώκει τή γνώση, νά ἐπιζητᾶ καί νά κοπιάζει γιά νά ἀποκτήσει τήν ἀνθρώπινη σοφία, γιά νά κατακτήσει τήν ἐπιστήμη καί νά ἐξελίξει τήν τεχνολογία. Καί αὐτή τήν ἔφεση εἶχε ἀπό μικρός καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε μέσα σέ μία οἰκογένεια ὄχι μόνο ἀρχοντική, ἀλλά σέ μία οἰκογένεια λογίων τῆς Θεσσαλονίκης, στήν ὁποία ἄκμαζαν τήν ἐποχή ἐκείνη τά γράμματα. Καί αὐτή τήν ἔφεσή του γιά τή μόρφωση τήν καλλιέργησε σπουδάζοντας κοντά σέ σοφούς δασκάλους τόσο στή γενέτειρά του, ὅσο καί στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διδάχθηκε ὅλους τούς κλάδους τῆς κοσμικῆς σοφίας καί τῶν ἐπιστημῶν καί διέπρεψε, ὥστε νά θαυμάζεται ἀπό τούς συγχρόνους του.
Δέν περιορίσθηκε ὅμως στήν κοσμική σοφία, γιατί γνώριζε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί ἐπιστήμη εἶναι πεπερασμένη, εἶναι ἀτελής καί ἀκόμη ὅτι δέν ἀρκεῖ γιά νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Εἶναι αὐτός, τόν ὁποῖο περιγράφει τόσο παραστατικά ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Καί ἔτσι ὁ ἅγιος Νικόλαος προσπάθησε παράλληλα μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία νά ἀποκτήσει καί τή θεία σοφία. Γι᾽ αὐτό καί δέν περιορίσθηκε μόνο στή μελέτη καί τή σπουδή τῶν σοφῶν καί τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλά ἐνετρύφησε καί στήν ἁγία Γραφή, στά συγγράμματα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μεγάλων θεολόγων, ἀλλά ἐνετρύφησε καί στίς ἐμπειρίες τῶν ἁγίων μελετώντας τή ζωή τους καί προσπαθώντας νά τή μιμηθεῖ στή δική του ζωή.
Δέν περιορίσθηκε ὅμως στή θεωρητική μελέτη, ἀλλά τήν ἔκανε καί πράξη στή ζωή του ἀσκούμενος στίς δύο μεγάλες ἀρετές, στήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Ἄν καί διέθετε ὅλα τά προσόντα γιά νά ἀναλάβει μία σπουδαία καί ὑψηλή θέση, στήν ὁποία θά ἀπολάμβανε τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνος δέν τήν ἐπεδίωξε ποτέ, οὔτε ἀκόμη καί ἄν προτάθηκε νά γίνει πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, παρότι ἦταν λαϊκός. Ἀπέφευγε τίς τιμές καί τή δόξα τοῦ κόσμου, ἀποφεύγοντας ἔτσι καί τούς θορύβους καί τούς περισπασμούς πού αὐτές προκαλοῦν, καί προτίμησε, παρότι ζοῦσε μέσα στόν κόσμο, νά ἀπολαμβάνει τήν ἡσυχία τοῦ Θεοῦ.
Καί δέν ἀσκήθηκε μόνο τήν ταπείνωση, ἀσκήθηκε συγχρόνως καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη στόν Θεό εἶναι αὐτή πού διαπερνᾶ ὅλο τό ἔργο του, εἶναι αὐτή πού τόν ἔκανε νά ἑρμηνεύει μέ μοναδικό τρόπο τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τρόπο πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὄχι μόνο γνώριζε καί εἶχε μελετήσει τά κείμενά τους, ἀλλά καί εἶχε τά ἴδια πνευματικά βιώματα καί τίς ἴδιες πνευματικές ἐμπειρίες μέ τούς πατέρες στά ἔργα τῶν ὁποίων ἀναφερόταν στά συγγράμματά του. Καί τά ἔργα του αὐτά ἦταν καί παραμένουν ἀκόμη καί σήμερα μία ἀπόδειξη καί τῆς ἀγάπης του γιά τούς ἀνθρώπους, καθώς μέ αὐτά θέλει νά βοηθήσει καί νά καθοδηγήσει καί ἐμᾶς στήν ἐν Χριστῷ ζωή, τήν ὁποία ἐκεῖνος ἔζησε.
Καί ἀκόμη τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους τήν ἔδειξε καί μέ τούς λόγους καί τίς πραγματεῖες του, μέ τίς ὁποῖες ὑποστήριζε τούς ἀδύναμους καί πτωχούς ἀνθρώπους, πού γίνονται ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως τῶν πλουσίων καί ἰσχυρῶν.
Αὐτή ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη τόν ἔκαναν δεκτικό τῆς θείας σοφίας, γιατί ὁ Θεός ἐπιβλέπει ἐπί τούς ταπεινούς καί δίδει τή χάρη του σέ ὅσους τόν ἀγαποῦν. Καί μέ αὐτές τίς ἀρετές του δείχνει καί σέ μᾶς τόν δρόμο γιά νά ἀποκτήσουμε τή θεία σοφία, εἴτε διαθέτουμε εἴτε δέν διαθέτουμε τήν κοσμική γνώση. Μᾶς δείχνει τόν δρόμο γιά νά γίνουμε καί ἐμεῖς κάτοχοι τῆς ἄνωθεν σοφίας, ἡ ὁποία θά μᾶς καθοδηγεῖ στή ζωή μας μέχρι νά ἐπιτύχουμε τόν στόχο μας, μέχρι νά φθάσουμε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς ἀκολουθήσουμε, λοιπόν, τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα μιμούμενοι τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη του στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ὥστε καί νά τόν τιμοῦμε ἐπαξίως καί νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του στή ζωή μας καί στόν πνευματικό μας ἀγώνα, πού ὅλοι λίγο ὥς πολύ προσπαθοῦμε νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά ὁμοιάσουμε τούς ἁγίους πού θέλουμε νά τιμοῦμε. Ἀλλά ἄν πραγματικά θέλουμε νά τούς τιμοῦμε, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἡ μίμηση τῶν ἁγίων εἶναι ἡ τιμή τῶν ἁγίων, νά μιμηθοῦμε δηλαδή τή ζωή τους. Μπορεῖ νά μήν φθάσουμε στά μέτρα πού ἔφθασαν αὐτοί, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων θά πλησιάσουμε καί ἐμεῖς στόν χῶρο αὐτό τῆς χάριτος πού ἔζησαν οἱ ἅγιοί μας καί ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἀμήν.
Η Ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θ. Λειτουργία:
«Τοῦ κόσμου ὑπέρτερος, καίτοι ἐν κόσμῳ τελῶν, ἐδείχθης, Νικόλαε».
Τιμοῦμε καί πανηγυρίζουμε σήμερα, ἰδιαιτέρως ἐδῶ στήν ἐνορία σας, τόν ἑορταζόμενο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα. Τιμοῦμε καί πανηγυρίζουμε τή μνήμη ἑνός ἁγίου, ὁ ὁποῖος δέν ἄφησε τόν ἑαυτό του νά παρασυρθεῖ ἀπό τίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του, δέν ἄφησε τά «τερπνά καί ἡδέα» τοῦ κόσμου νά ἀποσπάσουν τήν προσοχή του καί τό ἐνδιαφέρον του ἀπό τήν ἀφοσίωσή του στόν Χριστό καί στήν ἐν Χριστῷ ζωή, γιά τήν ὁποία ἀγωνιζόταν καί τήν ὁποία ἐπεδίωκε νά ζήσει. Καί ὄντως στήν πορεία πού εἶχε χαράξει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας πρός τήν «ἐν Χριστῷ ζωή» καί ἀκολουθοῦσε μέ συνέπεια στή ζωή του, τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά τόν παρασύρει. Ἔζησε μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ὄχι σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τοῦ κόσμου. Ἔζησε μέσα στόν κόσμο, ἀλλά κατόρθωσε νά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό τά δεσμά καί τίς συμβάσεις τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό καί δικαιολογημένα ψάλλει πρός τιμήν του ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Τοῦ κόσμου ὑπέρτερος, καίτοι ἐν κόσμῳ τελῶν, ἐδείχθης, Νικόλαε».
Ἐπέτυχε, δηλαδή, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας τήν ἁγιότητα ζῶντας μέσα στίς ἴδιες συνθῆκες πού ζοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, δίνοντας ἔτσι μέ τή ζωή του ἀπάντηση στήν ἀμφιβολία καί στήν καχυποψία ὁρισμένων πού διατείνονται ὅτι ἡ βίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητος δέν εἶναι πράγματα συμβατά μέ τή ζωή στόν κόσμο· εἶναι πράγματα ἐφικτά μόνο γιά ἐκείνους πού ἐγκαταλείπουν τόν κόσμο καί ζοῦν «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς».
Ἄν ἴσχυε αὐτό, τότε τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου δέν θά ἀπευθυνόταν σέ ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά σέ κάποιους μόνο ἀνθρώπους. Τότε ἡ σωτηρία δέν θά ἀφοροῦσε τούς πάντες, ἀλλά μόνο μερικούς. Τότε ὁ Θεός δέν θά ἦταν δίκαιος, ἐφόσον θά ἀπέκλειε στήν πραγματικότητα τούς περισσότερους ἀνθρώπους ἀπό τή σωτηρία.
Ἀσφαλῶς, βέβαια, ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, οὔτε ὁ λόγος του ἀπευθύνεται ἐπιλεκτικά σέ κάποιους ἀνθρώπους. Τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἐπιβεβαιώνει μέ τήν ἀρχιερατική του προσευχή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέγοντας πρός τόν Θεό γιά τούς μαθητές σου: «οὐκ ἐρωτῶ σε ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἀπό τοῦ κόσμου ἀλλ᾽ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου».
Τό ζητούμενο, λοιπόν, εἶναι νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τόν λόγο καί τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου μέσα στόν κόσμο. Εἶναι νά κατορθώσει νά νικήσει τόν κόσμο πού φέρει μέσα του καί νά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό τή μικρότητα καί τήν ἁμαρτία του.
Πῶς ὅμως ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς Κολοσσαεῖς. «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς».
Ἐάν, λοιπόν, γράφει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος, ἔχετε ἀναστηθεῖ μαζί μέ τόν Χριστό, νά ζητᾶτε τά ἄνω, δηλαδή τά οὐράνια· νά σκέφτεσθε καί νά πιστεύετε στά οὐράνια καί ὄχι στά ἐπίγεια.
Ἡ προτροπή αὐτή δέν ἀφορᾶ μερικούς μόνο, ἀλλά ὅλους μας, γιατί ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζί μέ τόν Χριστό. Καί ὅλοι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἔχουμε τή σκέψη μας στραμμένη στόν οὐρανό, γιά νά εἶναι καί ἡ ζωή μας οὐράνια, καθώς «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Καθώς, δηλαδή, ἡ πραγματική καί αἰώνια ζωή μας βρίσκεται στόν οὐρανό, θά πρέπει μέ τήν προοπτική αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς νά ρυθμίζουμε καί τή ζωή μας στή γῆ.
Ἄν πιστεύσουμε σέ αὐτή τήν ἀλήθεια· ἄν πιστεύσουμε πώς αὐτό πού ἔχει ἀξία δέν εἶναι τά χρόνια πού θά ζήσουμε στή γῆ, ἀλλά αὐτά πού θά ζήσουμε στή συνέχεια αἰώνια· ἄν πιστεύσουμε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία ὅσα ἐπιτυγχάνουμε καί κερδίζουμε στή γῆ σέ σχέση μέ τά οὐράνια ἀγαθά, τότε δέν θά μᾶς εἶναι δύσκολο νά ἀδιαφοροῦμε γιά τίς μικρότητες καί τίς ἀντιζηλίες τοῦ κόσμου, δέν θά μᾶς ἐνδιαφέρουν σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά ἀπορροφοῦν τήν ψυχή μας καί τή σκέψη μας, οὔτε τά πλούτη, οὔτε ἡ δόξα, οὔτε ἡ φήμη τοῦ κόσμου, καί θά μποροῦμε νά τά ξεπερνοῦμε, θά μποροῦμε νά ἀποδεσμευόμαστε ἀπό αὐτά πού μᾶς δυσκολεύουν νά φθάσουμε στόν στόχο μας, πού εἶναι ἡ ἁγιότητα, πού εἶναι ὁ Θεός.
Καί τότε θά ἰσχύει καί γιά μᾶς αὐτό πού ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνογράφος γιά τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα: «Τοῦ κόσμου ὑπέρτερος καίτοι ἐν κόσμῳ τελῶν ἐδείχθης, Νικόλαε». Θά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά ζοῦμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαμβάνουμε τή χαρά τῆς παρουσίας του στή ζωή μας καί στήν ψυχή μας, μέχρι νά ἀξιωθοῦμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα νά ἀπολαύσουμε στήν πληρότητά της τή χαρά τῆς αἰωνίου ζωῆς στόν οὐρανό.