Στο πλαίσιο των ΚΕ΄ Παυλείων το Σάββατο 22 Ιουνίου το πρωί στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως στη Βέροια πραγματοποιήθηκε η Ημερίδα Kατηχητών, Kυκλαρχών και Ιεροπαίδων με τίτλο: «Λειτουργική ζωή και Κατήχηση».
Πρώτος ομιλητής της ημερίδας ήταν ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Κουκόπουλος, Προϊστάμενος του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος μίλησε για την Λειτουργική ζωή.
Δεύτερος ομιλητής της ημερίδας ήταν ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Γιάγκου, ο οποίος μίλησε για την Κατήχηση.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων απηύθυνε χαιρετισμό και απένειμε τα αναμνηστικά των ΚΕ΄ Παυλείων, τονίζοντας ότι: “ἡ συμμετοχή στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας μία ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ἡ ἐμπειρία εἶναι μία μέθοδος μαθήσεως πιό ἀποτελεσματική ἀπό τή μελέτη ἤ τήν ἀκοή, διότι ἡ ἐμπειρία εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ ὅλες μας τίς αἰσθήσεις, ὅλη μας τήν ὕπαρξη ἡ ὁποία μετέχει σέ αὐτή”.
Την εκδήλωση παρουσίασε ο Αρχιμ. Παύλος Σταματάς.
Μετά το πέρας της ημερίδας πραγματοποιήθηκε προσκύνημα στο Βήμα του Αποστόλου Παύλου.
Ο χαιρετισμός του Σεβασμιωτάτου:
Τά φετινά ΚΕ´ Παύλεια μέ γενικό θέμα «Ἡ διακονία τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι συγχρόνως καί ἀφιερωμένα στούς συνεργάτες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς συνεργάτες τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Kαί σέ σᾶς, τούς κατηχητές καί τίς κατηχήτριες, τούς κυκλάρχες καί τίς κυκλάρχισσες, ἀλλά καί τούς ἀναγνῶστες, πού εἶστε ἀπό τούς πιό στενούς συνεργάτες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Ἡμερίδα, τήν ὁποία, ὅπως κάθε χρόνο, ὀργανώνει ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας στό πλαίσιο τῶν Παυλείων.
Τό θέμα τῆς Ἡμερίδος εἶναι, ὅπως ἤδη γνωρίζετε καί ἔχει ἀνακοινωθεῖ, «Λειτουργική ζωή καί κατήχηση».
Ἴσως μέ μία πρώτη ματιά δέν καταλαβαίνει κανείς τή σχέση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μέ τήν κατήχηση, ὅμως εἶναι δύο ἔννοιες, δύο πραγματικότητες, δύο διακονίες ἀλληλένδετες μεταξύ τους, γιατί δέν νοεῖται κατήχηση χωρίς λειτουργική ζωή καί λειτουργική ζωή χωρίς κατήχηση.
Ὅλοι ὅσοι πιστεύουμε στόν Χριστό ἀποτελοῦμε τό μυστικό σῶμα του, ἀποτελοῦμε τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κάθε πιστός ὅμως συνδέεται μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί μέ τούς ἄλλους πιστούς μέ τούς ὁποίους συναπαρτίζει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τήν κοινή πίστη, τήν ὁποία διδαχθήκαμε ἤ καί διδάσκουμε μέ τήν κατήχηση, ἀλλά καί μέ τή μετοχή μας στή λειτουργική καί μυστηριακή ζωή.
Γιά τήν Ἐκκλησία μας, ἄλλωστε, ἡ πίστη καί ἡ κατήχηση δέν περιοριζόταν ποτέ μόνο στή θεωρία. Δέν ἦταν ποτέ ἕνα σκέτο κήρυγμα, στό ὁποῖο ἀναπτυσσόταν οἱ βασικές ἀρχές τῆς πίστεως καί τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τά ἀποστολικά χρόνια, πού δέν ἦταν ἀκόμη τόσο ὀργανωμένη, θά ἔλεγα, ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων συνδεόταν πάντοτε μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Καί δέν εἶναι τυχαῖο. Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του πρίν ἀπό τήν ἀνάληψή του ἦταν «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Συγχρόνως ὅμως κατά τή παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός εἶχε πεῖ στούς μαθητές του «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Ἡ ἀνάμνηση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς σωτηριώδους παρουσίας του στή γῆ ἔχει μία φυσική καί αὐτονόητη σχέση μέ τή διδασκαλία του καί τήν πρακτική ἐφαρμογή της στή ζωή του πιστοῦ.
Ὁ πιστός ἑπομένως μέσω τῆς διδασκαλίας, μέσω τῆς κατηχήσεως, μαθαίνει τί θέλει ὁ Χριστός ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί ἀναμιμνησκόμενος τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῆς θείας λατρείας, ἔχει ἐνώπιον του τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά τήν ἀκολουθήσει καί ἐκεῖνος στή δική του ζωή.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ, ἔζησε καί συνανεστράφη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί δέν ἔδωσε ἁπλῶς μέ κάποιον ἄλλο τρόπο τό εὐαγγέλιο καί τίς ἐντολές του, ὅπως εἶχε συμβεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τόν Μωσαϊκό νόμο. Ἦλθε στή γῆ, διότι ἤθελε νά μᾶς δείξει μέ τή δική του ζωή πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ δική μας, ἤ ὅπως λέγει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ἦλθε ὁ Χριστός καί ἔζησε στή γῆ «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ».
Μέσα, λοιπόν, ἀπό τή θεία λειτουργία, πού ἀποτελεῖ μία ἀναπαράσταση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ διδασκόμεθα μέ πιό παραστατικό, θά ἔλεγα, τρόπο αὐτό πού διδασκόμεθα ἤ διδάσκουμε μέ λόγια στό κατηχητικό ἤ στόν κύκλο μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού κάνουμε.
Ἔτσι ἡ συμμετοχή στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας μία ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ἡ ἐμπειρία εἶναι μία μέθοδος μαθήσεως πιό ἀποτελεσματική ἀπό τή μελέτη ἤ τήν ἀκοή, διότι ἡ ἐμπειρία εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ ὅλες μας τίς αἰσθήσεις, ὅλη μας τήν ὕπαρξη ἡ ὁποία μετέχει σέ αὐτή.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ἀποδίδει τόσο μεγάλη σημασία στήν ἐμπειρία, ὄχι μόνο τοῦ κάθε πιστοῦ ἀλλά κυρίως στήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων της, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς παραδόσεώς της.
Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων ἐκφράζεται ἐπιπλέον καί μέσα ἀπό τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθώς αὐτές οἱ προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν ἁγίων Πατέρων ἀποτυπώνονται στούς ὕμνους καί τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀκούοντας ὅλα αὐτά μετέχουμε καί ἐμεῖς στήν ἐμπειρία τους καί μᾶς βοηθοῦν γιά νά ἀποκτήσουμε τή δική μας ἐμπειρία, γιά νά αἰσθανθοῦμε βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα τό μυστήριο τῆς πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ἡ μετοχή ὅμως στή θεία λατρεία καί στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὅμως καί μία ἄλλη σημασία σέ σχέση μέ τήν κατήχηση. Μέ τή συμμετοχή στή θεία λατρεία καί τή λειτουργική ζωή γινόμασθε καί μέτοχοι τῆς θείας χάριτος πού διανέμεται διά τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἱερῶν της μυστηρίων στούς πιστούς. Καί ἡ θεία χάρη, τήν ὁποία λαμβάνουμε, ἐνεργεῖ μέσα μας καί μᾶς βοηθᾶ μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε ἤ νά περιγράψουμε, ὥστε νά κατανοοῦμε ὅσα ἀκούσαμε στό κατηχητικό ἤ στόν κύκλο.
Ἐνεργεῖ ἡ θεία χάρη καί κάνει καί σέ μᾶς πραγματικότητα αὐτό πού ζητοῦσαν οἱ μαθητές ἀπό τόν Χριστό, τό «πρόσθες ἡμῖν πίστιν». Αὐτή τήν πίστη πού μᾶς λείπει, ὁ Χριστός τήν ἀναπληρώνει μέ τή χάρη του σέ ὅσους συμμετέχουν στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Kαί ἔτσι μποροῦν νά αἰσθανθοῦν περισσότερο στήν ψυχή τους τό θέλημά του καί νά ἀγωνισθοῦν μέ μεγαλύτερο ζῆλο γιά τήν ἐφαρμογή του.
Εἶναι, βέβαια, ἀλήθεια ὅτι στίς ἡμέρες μας οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, τά παιδιά καί οἱ νέοι τῶν κατηχητικῶν ἤ τά μέλη τῶν κύκλων μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δέν ἔχουν τή σχέση μέ τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας πού θά ἔπρεπε νά ἔχουν. Οἱ καθημερινές ὑποχρεώσεις κρατοῦν τούς περισσότερους μακριά ἀπό τή λειτουργική ζωή, μακριά ἀπό τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μέ μοναδική ἐξαίρεση τή θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Ὅμως καί σέ αὐτή ἡ συμμετοχή συχνά δέν εἶναι οὐσιαστική. Πολλοί εἶναι αὐτοί πού πηγαίνουν στή μέση τῆς θείας Λειτουργίας, συζητοῦν κατά τή διάρκειά της, δέν κατανοοῦν τί γίνεται καί τί συμβολίζουν αὐτά πού γίνονται, ἔτσι ὥστε μᾶλλον παρευρίσκονται χωρίς νά μετέχουν, χωρίς νά αἰσθάνονται κάτι στήν ψυχή τους καί φεύγουν ἀπό αὐτή, ὅπως ἦλθαν, χωρίς νά ἔχουν ὠφεληθεῖ.
Μερικοί πάλι ἀντιμετωπίζουν τόν ἐκκλησιασμό τῆς Κυριακῆς ἤ τή συμμετοχή στήν πανήγυρη τῆς ἐνορίας σάν μία συνήθεια ἤ μία κοινωνική ὑποχρέωση. Ὅμως ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. Πηγαίνουμε ὄχι γιατί ἔτσι συνηθίσαμε ἤ γιατί εἶναι μία εὐκαιρία νά συναντήσουμε τούς γνωστούς, νά δοῦμε τόν ἱερέα ἤ γιατί εἶναι μέσα στό πρόγραμμα τῆς Κυριακῆς μας. Στήν ἐκκλησία πηγαίνουμε γιά νά ζήσουμε τή λειτουργική ζωή, γιά νά αἰσθανθοῦμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, γιά νά δεχθοῦμε τή θεία χάρη.
Πηγαίνουμε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, γιατί ἐπιθυμοῦμε νά τόν συναντήσουμε, ὅπως ἐπιθυμοῦμε νά συναντήσουμε τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα. Καί ὅπως, ὅταν θέλουμε νά τά συναντήσουμε, δέν πηγαίνουμε στό σπίτι τους λίγο πρίν νά φύγουν, λίγο πρίν νά τελειώσει ἡ συνάντηση, ἀλλά ὅσο τό δυνατόν νωρίτερα, γιατί διακατεχόμαστε ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς συναντήσεως καί τῆς συνευρέσεως μαζί τους, τό ἴδιο θά πρέπει νά αἰσθανόμασθε καί γιά τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί ἐάν πηγαίνουμε τακτικά καί ἄν συμμετέχουμε συνειδητά στή λειτουργική ζωή καί ἄν προσευχόμαστε, τότε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά κατανοοῦμε ὅλο καί περισσότερο ὅσα λέγονται καί ὅσα γίνονται μέσα στή θεία Λατρεία, ὅπως βλέπουμε ὅτι τά κατανοοῦν κάποιοι ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν ἀγάπη στήν ψυχή τους γιά τόν Χριστό, ἔστω καί ἄν γνωρίζουν λίγα μόνο γράμματα, ἤ ὅπως συνέβαινε καί συμβαίνει μέ ἁπλούς καί ταπεινούς μοναχούς, πού ζοῦν τή λειτουργική ζωή χωρίς νά μποροῦν μερικές φορές ἀκόμη καί νά διαβάσουν καλά-καλά.
Αὐτό, βέβαια, δέν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό καθῆκον νά διαβάζουμε γιά τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά μαθαίνουμε γι᾽ αὐτήν. Στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν πολλά βιβλία πού τήν ἑρμηνεύουν καί ἐξηγοῦν τούς συμβολισμούς της, ὥστε μποροῦμε νά τά χρησιμοποιοῦμε γιά νά μαθαίνουμε καί ἐμεῖς, ἀλλά καί γιά νά τά ἐξηγοῦμε στά παιδιά καί τούς νέους τῶν κατηχητικῶν μας ἀλλά καί σέ ὅσους συμμετέχουν στούς κύκλους τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅ,τι χρειάζεται γιά νά εἶναι πιό κατανοητή ἡ θεία λατρεία.
Τό ἴδιο ἐννοεῖται ὅτι θά πρέπει νά κάνουν καί οἱ ἱερεῖς μέ τούς ἱερόπαιδες καί τούς ἀναγνῶστες, ὥστε νά κατανοοῦν αὐτά πού τελοῦνται μέσα στό ἱερό Βῆμα ὅπου διακονοῦν ἀλλά καί νά κατανοοῦν τόν ἀπόστολο πού διαβάζουν. Ἡ λειτουργική ζωή δέν εἶναι οὔτε ἕνας τύπος οὔτε πολύ περισσότερο μία παράσταση, στήν ὁποία ὁ καθένας ἔχει ἕνα ρόλο. Ναί, ὁ καθένας ἔχει ἕνα ρόλο, ἀλλά πρέπει νά κατανοεῖ καί νά ζεῖ αὐτό τόν ρόλο συνειδητά, μέ διάθεση προσοχῆς καί προσευχῆς, ὥστε καί νά συμμετέχει ἤ νά διακονεῖ, ὅπως πρέπει, καί νά ὠφελεῖται πνευματικά.
Αὐτό εἶναι κάτι τό ὁποῖο θά πρέπει νά μεταδώσουμε στούς ἀνθρώπους μας καί τό ὁποῖο θά πρέπει νά προσέξουν ἰδιαιτέρως καί οἱ ἱερόπαιδες πού ἔχουν τή μεγάλη τιμή καί εὐλογία νά διακονοῦν τούς ἱερεῖς μας στή θεία λατρεία. Εἶναι μία μοναδική ἐμπειρία καί μία μοναδική τιμή νά ζοῦν ἀπό τόσο κοντά, μέσα στό ἱερό Βῆμα, τή θεία λατρεία, τήν ὁποία δέν θά πρέπει νά χάνετε ἀπό ἀπροσεξία, ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἀπό ἔλλειψη συναισθήσεως γιά τό ποῦ παρίστασθε καί τί κάνετε.
Θά πρέπει, λοιπόν, ὅλοι μας νά συνειδητοποιήσουμε τή σημασία καί τήν ἀξία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί γιά τήν κατήχηση καί τήν πίστη μας, ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί ἀπό τήν προσωπική μας ἐμπειρία. Διότι ἐάν ζοῦμε ἐμεῖς τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας τότε θά μποροῦμε μέ τό παράδειγμά μας νά παρακινοῦμε καί τούς ἀδελφούς μας σέ αὐτήν.
Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὄχι μόνο ἐμεῖς θά ὠφελούμεθα πνευματικά ἀπό αὐτήν ἀλλά καί ἡ διακονία τήν ἐπιτελοῦμε στό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θά ἔχει μεγάλη ὠφέλεια, διότι εἶναι πολύ σημαντικό, πολύ πιό σημαντικό ἀπό ὅσα διδάσκουμε ἐμεῖς εἴτε στά κατηχητικά εἴτε στούς κύκλους ἡ ἐμπειρία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, στήν ὁποία, ὅταν συμμετέχει κάποιος ἐνσυνείδητα, μέ πίστη καί μέ ἀγάπη, τότε τόν συνδέει ἐκείνη καί τόν ἑνώνει μέ τόν Χριστό, πράγμα πού εἶναι καί ὁ ἀπώτερος σκοπός τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου.
Μέ αὐτές τίς ταπεινές καί εἰσαγωγικές σκέψεις σᾶς καλωσορίζω ὅλους καί ὅλες στή σημερινή Ἡμερίδα τῶν κατηχητῶν καί κυκλαρχῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως μέ θέμα «Λειτουργική ζωή καί κατήχηση», πού πραγματοποιεῖται στό πλαίσιο τῶν ΚΕ´ Παυλείων καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή σᾶς ἐκφράζω καί τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν προσφορά σας στό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Ἰδιαιτέρως ὅμως καλωσορίζω καί εὐχαριστῶ τούς δύο εἰσηγητές τῆς Ἡμερίδος μας, τόν πανοσιολογιώτατο ἀρχιμανδρίτη π. Βαρνάβα Γιάγκου, καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, καί τόν αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Κωνσταντίνο Κουκόπουλο, προϊστάμενο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Θεσσαλονίκης, δύο κληρικούς μέ μακρά ἐμπειρία τόσο στό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί στή λειτουργική της ζωή, καί τούς ἐκφράζω τίς θερμότατες εὐχαριστίες μου γιά τήν ἀποδοχή της προσκλήσεώς μας, γιά τήν παρουσία τους σήμερα ἐδῶ στήν Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας καί τό Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο καί ὅσα θά μᾶς ποῦν.