Την Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019 το πρωί στο πλαίσιο των ΚΕ΄ Παυλείων ξεκίνησαν οι εργασίες του 25ου Τριημέρου Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου που φέτος θα εξετάσει το θέμα «Η Διακονία της Εκκλησίας κατά τον Απόστολο Παύλο».
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση της Ιεράς Μητροπόλεως:
Στην αρχή εψάλησαν βυζαντινοί ύμνοι από χορό ιεροψαλτών υπό τη διεύθυνση του κ. Σωτηρίου Ζερδαλή και στη συνέχεια ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Αρχιμ. Δημήτριος Μπακλαγής μετά από μία σύντομη εισαγωγή κάλεσε τον εκπρόσωπο της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαοδικείας κ. Θεοδώρητο να διαβάσει το μήνυμα του Πατριάρχου και να χαιρετίσει το Συνέδριο.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας κ. Κωνσταντίνος Καλαϊτζίδης, ο Δήμαρχος Βεροίας κ. Κωνσταντίνος Βοργιαζίδης, ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Θεόδωρος Γιάγκου, ο πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας κ. Συμεών Πασχαλίδης, ενώ εκ μέρους του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και της επιστημονικής επιτροπής των «Παυλείων» μίλησε ο αν. Καθηγητής κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης.
Τέλος στο βήμα ανήλθε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολιτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων ο οποίος κήρυξε την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου.
Κατά την πρώτη συνεδρία προήδρευσε ο κ. Θεόδωρος Γιάγκου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, ενώ την εναρκτήρια εισήγηση έκανε ο Αρχιμ. Ελισσαίος Σιμωνοπετρίτης, Καθηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ο μοναχισμός στη διακονία της Εκκλησίας».
Δεύτερος εισηγητής ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Καθηγητής – Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ο επίσκοπος προεστώς της Ευχαριστίας και διάκονος του ποιμνίου «ἐν τῷ κόσμῳ». Για μια εκκλησιολογία της διακονίας».
Το 25ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο θα ολοκληρώσει τις εργασίες του την Παρασκευή 28 Ιουνίου και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οι Λατρευτικές Εκδηλώσεις προς τιμήν του ιδρυτού της Εκκλησίας των Βεροιέων Αποστόλου των Εθνών Παύλου.
Η κήρυξη έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου από τον Σεβασμιώτατο:
«Καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4.12).
Ἡ ἔννοια τῆς διακονίας καί τοῦ διακόνου ἀποτελοῦν δύο ἐξαιρετικά οἰκεῖες ἔννοιες γιά τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, δύο ἔννοιες ἀπολύτως συνυφασμένες μέ τόν ρόλο καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τοῦ ἴδιου καί τῶν συνεργατῶν του.
Καί δέν θά μποροῦσε νά εἶναι καί διαφορετικά, ἐφόσον ὁ Χριστός περιγράφει τό ἔργο του ὡς διακονία τῶν ἀνθρώπων, λέγοντας ὅτι «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι ἀλλά διακονῆσαι» (Ματθ. 20.28). Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ ἀρχηγοῦ της στόν κόσμο ἀσκεῖ ἔργο διακονίας, τό ὁποῖο ὑπηρετεῖται ἀπό τούς διακόνους τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ, ὅπως γράφει πρός τόν μαθητή του, ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο, μεγίστη τιμή ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ἐμπιστεύθηκε, ἄν καί ἦταν ἀρχικά διώκτης του, τή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. «Χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ … ὅτι πιστόν με ἡγήσατο θέμενον εἰς διακονίαν, τόν πρότερον ὄντα βλάσφημον καί διώκτην καί ὑβριστήν» (1 Τιμ. 1.12-13), καί διεκδικεῖ τόν τίτλο τοῦ διακόνου ὡς τίτλο τιμῆς, ὅταν κάποιοι τόν ἀμφισβητοῦν, καί προβάλλει ὡς ἀποδεικτικά γνησιότητος τούς πόνους, τίς ταλαιπωρίες καί τούς διωγμούς, τά ὁποῖα ὑπέμεινε χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου του. «Διάκονοι Χριστοῦ εἰσιν; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπέρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν φυλακαῖς περισσότέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν θανάτοις πολλάκις» ( 2 Κορ. 11.23).
Ἡ τιμή τήν ὁποία αἰσθάνεται φέροντας τήν ἰδιότητα τοῦ διακόνου τοῦ Χριστοῦ ἀσφαλῶς δέν τοῦ ἐπιτρέπει τόν ἐφησυχασμό. Ἔχει ἔντονη τή συναίσθηση ὅτι ὁ τρόπος τῆς διακονίας καί ἡ ἀναστροφή του ὡς διακόνου πρέπει νά μήν ἔρχεται ἐπ᾽ οὐδενί σέ ἀντίθεση ἤ ἀσυμφωνία μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί νά μήν προκαλέσει προβλήματα στή διακονία. Γι᾽ αὐτό καί δέν παραλείπει νά τονίσει στήν ἐπιστολή του πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι ὁ διάκονος ὀφείλει «μηδεμίαν ἐν μηδενί διδόναι προσκοπήν, ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία» (2 Κορ. 6.3), ἀλλά καί τό χρέος τῶν διακόνων νά συστήνονται «ἐν παντί … ὡς Θεοῦ διάκονοι» (2 Κορ. 6.4), ὄχι μόνο μέ τά λόγια ἀλλά μέ τίς ἀρετές οἱ ὁποῖες θά τούς χαρακτηρίζουν. Καί γίνεται πιό συγκεκριμένος περιγράφοντας τά στοιχεῖα πού πρέπει νά κάνουν τόν διάκονο νά διακρίνεται, γράφοντας καί πάλι πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο (1 Τιμ. 3.8-11).
Ὁ οὐρανοβάμων ὅμως ἀπόστολος Παῦλος δέν κρατᾶ τόν τίτλο τοῦ διακόνου ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό του. Στό ἔργο τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρκεῖ ἕνας μόνος διάκονος. Ἄλλωστε κάθε πιστός εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ «κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς». Τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέροντας μέ στοργή καί εὐγνωμοσύνη τά ὀνόματα πολλῶν συνεργατῶν του, οἱ ὁποῖοι συμπαρίστανται στό ἀποστολικό του ἔργο. Ἄνδρες καί γυναῖκες πού εἴτε γνώρισαν καί πίστευσαν στόν Χριστό ἀπό τό κήρυγμά του εἴτε ἦταν ἤδη χριστιανοί, τόν ἀκολουθοῦν στά ἀποστολικές του περιοδεῖες, τόν στηρίζουν στό ἔργο, καλύπτουν τίς ἀνάγκες του, κακοπαθοῦν καί φυλακίζονται μαζί του «χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου» του.
Στή χορεία τῶν συνεργατῶν καί συνεκδήμων του ἀνήκουν πολλοί. Οἱ ἀπόστολοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καί Ἀνδρόνικος, ὁ Βεροιεύς Σωσίπατρος καί ὁ Κάρπος, πρῶτος ἐπίσκοπος Βεροίας, πού ἀνήκουν στήν ἱερά χορεία τῶν ἁγίων ἑβδομήκοντα ἀποστόλων, τόν συνοδεύουν καί μοιράζονται τό βάρος τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Μαζί του καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ἰατρός, ἀλλά καί οἱ μαθητές του ἀπόστολοι Τιμόθεος καί Τίτος, στούς ὁποίους θά ἐμπιστευθεῖ τή συνέχιση τοῦ ἔργου του στήν Ἔφεσο καί στήν Κρήτη, χειροτονῶντας τους ἐκεῖ ἐπισκόπους.
Ἀπό τούς πιό στενούς καί ἀγαπητούς συνεργάτες τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου τό ζεῦγος Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα, σκηνοποιοί καί αὐτοί στό ἐπάγγελμα, ὅπως καί ὁ ἴδιος, τούς ὁποίους συνάντησε κατά τήν ἐπίσκεψή του στήν Κόρινθο. Οἱ ἀναφορές σέ αὐτούς πολλές ἀποδεικνύουν τήν ἀμοιβαία ἀγάπη μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτοί, ἄλλωστε, «ὑπέρ τῆς ψυχῆς» του «τῶν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν» καί γι᾽ αὐτό δέν τούς εὐχαριστεῖ μόνο ὁ ἴδιος «ἀλλά καί πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν» (1 Κορ. 16.4).
Καί ἀκόμη ἡ οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ, ὁ Φορτουνάτος καί ὁ Ἀχαϊκός οἱ ὁποῖοι «ἀνεπλήρωσαν» τό ὑστέρημά του καί «ἀνέπαυσαν» τό πνεῦμα του (1 Κορ. 16.17-18), ἀλλά καί πολλές γυναῖκες, ὅπως ἡ διακόνισσα Φοίβη, ἡ Τρύφαινα καί ἡ Τρυφῶσα, τίς ὁποῖες εὐχαριστεῖ γιά τούς πολλούς κόπους τους.
Πολλά τά ὀνόματα σέ κάθε σχεδόν ἐπιστολή, δείχνουν ὅτι ὁ μέγας ἀπόστολος, παρά τίς μέριμνες τῶν Ἐκκλησιῶν μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἐπιφορτισμένος, δέν λησμονεῖ τούς συνεργούς του, ἀλλά τούς θυμᾶται μέ στοργή καί ἔχει κάτι νά πεῖ στόν καθένα. Ἡ ἀναφορά τους δέν ἀποτελεῖ μόνο ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πρός τούς ἴδιους, ἀλλά καί ἔμμεση προτροπή πρός τούς χριστιανούς τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά ἀκολουθήσουν τό παράδειγμά τους. Διότι ἡ διακονία τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται διά τῶν μελῶν της, καί ὅλοι ἔχουμε χρέος νά στηρίξουμε τή διακονία της προκειμένου αὐτή νά ἀνταποκρίνεται στίς ἀνάγκες ὅλων τῶν ἀδελφῶν μας. Σέ αὐτό ἀποβλέπει, ἄλλωστε, ἡ διανομή τῶν χαρισμάτων ἀπό τόν Θεό, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος στήν ἐπιστολή του πρός τούς Ἐφεσίους, ἔτσι ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα καί τέλεια τή διακονία της στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Ἔκφραση τῆς διακονίας τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν καί οἱ ἐκδηλώσεις τῶν «Παυλείων», τῶν ἑορταστικῶν, πολιτιστικῶν, καλλιτεχνικῶν καί λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων πρός τιμήν τοῦ οὐρανοβάμονος ἀποστόλου Παύλου καί ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Βεροιέων, τά ὁποῖα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καθιερώσαμε πρίν ἀπό 25 ἔτη.
Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἀργυροῦ αὐτοῦ Ἰωβηλαίου τῶν Παυλείων, τό ὁποῖο ἑορτάζει κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ τρέχοντος ἔτους ἡ Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας ἐπιλέξαμε τή διακονία τῆς Ἐκκλησίας ὡς γενικό θέμα τῶν ΚΕ´ Παυλείων καί ὡς θέμα τοῦ ΚΕ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἡ διακονία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο», θέλοντας νά ἀναδείξουμε μαζί μέ τόν πολλά κοπιάσαντα ἀπόστολο Παῦλο καί τούς συνεργούς του στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Καί εὐελπιστοῦμε ὅτι μέσα ἀπό τίς εἰσηγήσεις τῶν διακεκριμένων ὁμιλητῶν τοῦ Συνεδρίου μας θά φωτισθοῦν τόσο ἡ σημασία τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο ὅσο καί ἡ προσφορά τῶν συνεργατῶν του, καί συγχρόνως ποικίλες πλευρές τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν δισχιλιετῆ ἱστορία της ἀλλά καί στήν ἐποχή μας.
Πρίν νά παραχωρήσω τό βῆμα αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσω τή βαθύτατη εὐγνωμοσύνη μου καί τίς ὁλοκάρδιες εὐχαριστίες μου πρός τήν Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα, τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος ἀπό τῆς καθιερώσεως τῶν Παυλείων καί τῶν Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων πρός τιμήν τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, οὐρανοβάμονος ἀποστόλου Παύλου στήν Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας δέν ἔπαυσε ποτέ νά παρακολουθεῖ μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τίς ἐκδηλώσεις μας καί νά ἐπιδαψιλεύει τήν Πατριαρχική του εὐχή καί εὐλογία τόσο διά τῶν Πατριαρχικῶν ἐκπροσώπων καί τῶν ἐμπνευσμένων μηνυμάτων του, ὅσο καί διά τῆς ὑψηλῆς παρουσίας καί συμμετοχῆς του στά Ε´ καί στά ΚΒ´ Παύλεια.
Ἰδιαιτέρως ὅμως τόν εὐχαριστῶ γιά τήν ἀποστολή ἐκπροσώπου του, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαοδικείας κυρίου Θεοδωρήτου, καί στό ΚΕ´ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο, τό ὁποῖο ἀρχίζει σήμερα μέ θέμα «Ἡ διακονία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο» καί ἐντάσσεται στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τοῦ ἀργυροῦ Ἰωβηλαίου τῶν Παυλείων.
Eὐχαριστῶ ἀπό καρδίας καί τούς Μακαριωτάτους Πατριάρχες τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τούς Ἀρχιεπισκόπους τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, καί καλωσορίζω μέ σεβασμό καί τιμή τούς ἐκπροσωποῦντες αὐτούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀρχιερεῖς στήν πόλη μας καί στό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Εὐχαριστίες ἐκφράζω καί πρός τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀρχές τῆς πόλεως τῆς Βεροίας καί τῆς περιφερείας μας γιά τήν παρουσία τους στήν ἐναρκτήρια ἐκδήλωση τοῦ ΚΕ´ Συνεδρίου, μέ τήν ὁποία τιμοῦν τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐτίμησε μέ τήν ἔλευσή του στή Βέροια καί τό κήρυγμά του στό Βῆμα τήν πόλη μας καί τούς εὐγενεῖς κατοίκους της.
Εὐχαριστῶ καί ὅλο τόν εὐαγῆ κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Βεροίας, πού ἐκφράζουν μέ τήν παρουσία τους σήμερα τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν διδάσκαλο τῶν Βεροιέων, τόν οὐρανοβάμονα ἀπόστολο Παῦλο.
Θερμότατες εὐχαριστίες ὀφείλονται στούς συντελεστές τοῦ Συνεδρίου, τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς καί Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, τούς διακεκριμένους ὁμιλητές καί ὅλους τούς συνεργάτες μου, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν στήν ἄρτια ὀργάνωση καί πραγματοποίηση τοῦ Συνεδρίου μας πρός τιμήν τοῦ μεγίστου ἐν ἀποστόλοις ἀποστόλου, τοῦ πρωτοκορυφαίου Παύλου.
Σέ αὐτόν, τόν μέγα διδάσκαλο τῆς ἀληθείας, τόν κηρύξαντα στή Βέροια τόν Χριστό, καί ἀρδεύοντα μέχρι καί σήμερα τό γεώργιο τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας διά τῶν λόγων του, διά τῶν πρεσβειῶν του, ἀλλά καί διά τῶν εἰκοσιπέντε Συνεδρίων, τά ὁποῖα μᾶς ἀξίωσε νά διοργανώσουμε πρός τιμήν του, ἀνήκει ἡ ὁλοκάρδια εὐχαριστία μας, ἡ εὐγνωμοσύνη μας, ὁ σεβασμός καί ἡ τιμή μας, «τῷ δέ Θεῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας».