Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων την Κυριακή της Τυρινής 10 Μαρτίου χοροστάτησε και κήρυξε το θείο λόγο διαδοχικά στον Εσπερινό της Συγχωρήσεως στον Iερό Μητροπολιτικό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναούσης και στον Ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου Πολιούχου Βεροίας.
Στο τέλος των ιερών ακολουθιών ανέγνωσε τη συγχωρητική ευχή με την ευκαιρία της ενάρξεως της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και αφού ζήτησε πρώτα ο ίδιος τη συγχώρηση από το εκκλησίασμα έδωσε στη συνέχεια την πατρική του ευχή και συγχώρηση σε όλους.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ
«Τόν τῆς Νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα … τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος».
Τήν πρόσκληση αὐτή μᾶς ἀπευθύνει ἀπόψε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διά τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου της, καλώντας μας νά ξεκινήσουμε τήν περίοδο τῆς Νηστείας καί τοῦ ἐντατικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τήν εἴσοδό μας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέ χαρά.
Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι, ἀδελφοί μου, πού πιστεύουν ὅτι ἡ περίοδος αὐτή εἶναι περίοδος πένθους, κατηφείας, δυσθυμίας καί στερήσεως, γι᾽ αὐτό καί τήν ἀποφεύγουν καί τή συκοφαντοῦν καί μένουν μακριά της. Ὁ ἱερός ὅμως ὑμνογράφος, ἀκολουθώντας καί τήν προτροπή τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς συστήνει νά μήν γινόμεθα σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, γιά νά φανοῦμε στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουμε, μᾶς καλεῖ νά ἀρχίσουμε τή Νηστεία «φαιδρῶς», νά ξεκινήσουμε δηλαδή μέ χαρά, καί νά ἀπολαύσουμε τίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος.
Καί εἶναι ὄντως χαρά καί ἀπόλαυση ἡ νηστεία καί ἡ περίοδος αὐτή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καί μέ τόν τρόπο αὐτό θά πρέπει νά τήν ἀντιμετωπίζουμε καί ὅλοι ἐμεῖς, τά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πού θέλουμε νά ζήσουμε συνειδητά αὐτήν τήν πνευματική περίοδο.
Ὁ Θεός δέν ἐπιθυμεῖ νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές του ἀναγκαστικά, δέν ἐπιθυμεῖ νά τίς αἰσθανόμαστε ὡς καταπίεση τῆς προσωπικότητός μας καί τῆς ζωῆς μας. Μᾶς τίς ἔδωσε, θέλοντας νά μᾶς βοηθήσει νά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, νά τόν συναντήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του καί ἐδῶ στή γῆ ἀλλά καί αἰώνια στόν οὐρανό. Γι᾽ αὐτό καί ὅ,τι μᾶς ζητᾶ νά κάνουμε εἴτε εἶναι νηστεία, εἴτε εἶναι ἄσκηση πνευματική, δέν θά πρέπει νά τό αἰσθανόμαστε ὡς βάρος ἤ ὡς ἀγγαρεία, ἀλλά θά πρέπει νά τό κάνουμε μέ χαρά, μεγαλύτερη ἀπό αὐτή πού ἔχουμε, ὅταν κάνουμε κάτι τό ὁποῖο μᾶς ζητᾶ ἕνα προσφιλές καί σεβαστό μας πρόσωπο, γιατί στήν περίπτωσή μας αὐτό πού κάνουμε δέν χαροποιεῖ μόνο τόν Θεό ἀλλά εἶναι καί γιά τή δική μας ὠφέλεια καί σωτηρία.
Ἄλλωστε ὁ Θεός θέλει αὐτό πού τοῦ προσφέρουμε, αὐτή τήν πνευματική προσπάθεια πού κάνουμε ἀκολουθώντας τήν ἐντολή του, νά τήν κάνουμε μέ χαρά, γι᾽ αὐτό καί λέγει ἡ ἁγία Γραφή «ἱλαρόν δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός».
Ἡ χαρά ὅμως μέ τήν ὁποία θά πρέπει νά ἀρχίσουμε τό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐκπηγάζει καί ἀπό τόν σκοπό αὐτῆς τῆς περιόδου. Ποιός εἶναι ὁ σκοπός; Εἶναι νά προετοιμασθοῦμε γιά νά ἑορτάσουμε τό Πάσχα «ψυχαῖς καθαραῖς», μέ ψυχές ἀπαλλαγμένες κατά τό δυνατόν ἀπό τούς ρύπους καί τίς κηλίδες τῆς ἁμαρτίες, ἐλεύθερες ἀπό τίς ἀδυναμίες καί τά ἐλαττώματά μας. Καί ἡ προσπάθεια αὐτή νά ἀποσυνδεθοῦμε ἀπό τό κακό, ἀπό τούς λογισμούς καί τίς μέριμνες τοῦ κόσμου, ἀπό ὅλα ὅσα δεσμεύουν τήν ψυχή μας καί δέν τήν ἀφήνουν νά στραφεῖ πρός τόν Θεό, εἶναι αὐτή πού μᾶς δίδει χαρά, γιατί μᾶς ἐλευθερώνει, γιατί μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό βάρος πού δημιουργεῖ ἡ ἐνοχή, γιατί ἀπομακρύνει ἀπό τόν νοῦ μας σκέψεις καί λογισμούς πονηρούς καί ἐφάμαρτους πού δέν μᾶς ἀφήνουν νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί νά ἀναπαυθοῦμε στήν ἀγάπη του, γιατί ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας πού κάνουμε φέρνει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή μας.
Μᾶς δίδει ὅμως ἡ περίοδος αὐτή χαρά καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο. Καί ὁ λόγος αὐτός εἶναι ἡ «τρυφή τῶν ἀρετῶν». Μᾶς δίδει, δηλαδή, τήν εὐκαιρία νά ἀπολαύσουμε ὄχι ὅ,τι ἀπολαμβάνουμε ὅλο τόν χρόνο, ἀπολαύσεις καί χαρές ἀνθρώπινες καί κοσμικές, ἀλλά νά ἀπολαύσουμε τή χαρά νά ἐργαζόμαστε καί νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές.
Μπορεῖ αὐτή ἡ πνευματική ἐργασία καί ἄσκηση νά μήν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, μπορεῖ νά χρειάζεται νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλά ἡ χαρά πού μᾶς προσφέρει εἶναι πνευματική, εἶναι ἀληθινή, εἶναι μεγαλύτερη καί διαρκέστερη ἀπό αὐτήν πού ἀπολαμβάνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται στούς ἀθλητικούς στίβους. Γιατί ἡ πνευματική χαρά, τήν ὁποία προσφέρει ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀρετή καί ἡ ἀπόκτησή της, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό ἐξωτερικές καταστάσεις, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο τό ἔναυσμα καί τήν κινητήριο δύναμη νά συνεχίσει νά ἀγωνίζεται, νά συνεχίσει νά προσπαθεῖ γιά νά ἐντρυφᾶ ὁλοένα καί περισσότερη στήν πνευματική αὐτή ἀπόλαυση.
Ἔχοντας, λοιπόν, αὐτά κατά νοῦν, ἀδελφοί μου, ἄς μήν εἰσέλθουμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή κατηφεῖς καί δύσθυμοι, ἀλλά μέ χαρά, γιατί ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά ζήσουμε καί αὐτή τήν πνευματική εὐκαιρία. Καί ἄν ξεκινήσουμε μέ αὐτή τή διάθεση, τότε καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας μας δέν θά μᾶς προκαλοῦν θλίψη ἀλλά θά μετατρέπονται σέ χαρά πού θά γεμίζει τήν ψυχή μας καί θά μᾶς ἐνισχύει γιά νά συνεχίζουμε μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί περισσότερο πόθο τόν ἀγώνα μας, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό μας καί νά συναναστηθοῦμε καί ἐμεῖς μέ τόν Χριστό κατά τήν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεώς του.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ
«Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου, Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Σέ πανηγυρικό τόνο ἔψαλε πρό ὀλίγου ὁ χορός τῶν ἱεροψαλτῶν τούς στίχους τοῦ ἰδιομέλου τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς συγχωρήσεως, ὅπως συνηθίζουμε νά ὀνομάζουμε τόν ἀποψινό Ἑσπερινό.
Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται ὁ πανηγυρικός τόνος στήν ἀρχή μιᾶς πένθιμης περιόδου, ὅπως εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Καί γιά ποιόν λόγο ὁ ἱερός ὑμνογράφος διακηρύσσει περιχαρής ὅτι «ἔλαμψε ἡ χάρις» τοῦ Κυρίου, «ἔλαμψε ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν» μας;
Ὁ πανηγυρικός τόνος, ἀδελφοί μου, ὀφείλεται στή διαπίστωση τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου καί πηγάζει ἀπό τή βεβαιότητα ὅτι ὄντως ἔλαμψε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει τίς ψυχές μας. Ἀπό ποῦ ὅμως πηγάζει αὐτή ἡ βεβαιότητα καί γιατί αὐτή εἰδικά τή στιγμή αἰσθανόμαστε τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά φωτίζει τίς ψυχές μας;
Τήν ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά μᾶς τή δίδει ἡ περίοδος στήν ὁποία εἰσερχόμεθα ἀπό σήμερα καί ἡ ὁποία, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι μία περίοδος μετανοίας καί κατανύξεως, μία περίοδος ἡ ὁποία μᾶς προετοιμάζει γιά νά βιώσουμε πνευματικά τή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.
Προϋπόθεση ὅμως τῆς μετανοίας καί τῆς κατανύξεως, προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε αὐτή τήν περίοδο καί νά μήν τήν ἀφήσουμε ἁπλῶς νά περάσει, εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία, μικρότερη ἤ μεγαλύτερη, συσκοτίζει τήν ψυχή μας καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά τήν διακρίνουμε. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά μετανοήσουμε καί νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, μέ τήν ὁποία μᾶς κρατᾶ δεσμίους του. Ἔτσι δέν μᾶς ἀφήνει νά διακρίνουμε στήν ψυχή μας καί στή ζωή μας τά λάθη, τίς ἀδυναμίες καί τά ἐλαττώματά μας. Μᾶς τυφλώνει μέ τόν ἐγωισμό καί μᾶς ὑποβάλλει τόν λογισμό, ὅπως τό ἔκανε καί στούς πρωτοπλάστους, ὅτι δῆθεν δέν ἔχουμε κάνει τίποτε γιά τό ὁποῖο χρειάζεται νά μετανοήσουμε, δέν ἔχουμε κάνει τίποτε γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό ἀλλά καί ἀπό τούς ἀδελφούς μας. Ὅλοι ὅμως ἐμεῖς πού βρισκόμασθε ἀπόψε ἐδῶ, στόν ναό τοῦ Θεοῦ, δείχνοντας μέ τήν παρουσία μας τή διάθεσή μας νά ἀποδυθοῦμε στόν ἀγώνα τῆς μετανοίας, στόν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Θεός, δέν ἤρθαμε τυχαῖα.
Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μᾶς συνήγαγε. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φώτισε τίς ψυχές μας γιά νά κατανοήσουμε τήν πνευματική εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει ἡ ἀγάπη του διά τῆς Ἐκκλησίας καί νά θελήσουμε νά ἀγωνισθοῦμε καί ἐμεῖς τόν καλόν ἀγώνα τῆς νηστείας, τῆς ἐγκρατείας, τῆς μετανοίας, τόν ἀγώνα κατά τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας, τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ ὁποία μᾶς ἔκανε νά αἰσθανθοῦμε ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη τῆς περισυλλογῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας, γιά νά διακρίνουμε μέσα στήν ψυχή μας μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ τά σφάλματά μας, ὅλες ἐκεῖνες τίς πράξεις μας καί τίς ἐπιλογές μας πού προσέκρουσαν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ἀγάπη του, καί νά μετανοήσουμε γι᾽ αὐτές.
Καί νά μετανοήσουμε σημαίνει ὄχι ἁπλῶς νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό ἤ ἔστω νά ἐξομολογηθοῦμε τυπικά, ἀλλά νά ἀποφασίσουμε νά ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νά μήν τό ἐπαναλάβουμε, νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά ἐναρμονίσουμε τή ζωή μας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό κοντά του καί νά μήν τόν παραπικραίνουμε μέ τίς παρακοές μας.
Σέ αὐτόν τόν πνευματικό ἀγώνα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔχουμε ὅμως διαρκῆ ἀνάγκη τῆς χάριτος καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἐνισχύει μέ τή χάρη του καί νά μᾶς φωτίζει γιά νά μήν πέφτουμε στίς παγίδες τοῦ πονηροῦ καί γιά νά βλέπουμε «πῶς ἀκριβῶς περιπατοῦμε», ὅπως ἔκανε καί ὁ μέγας ἅγιος καί θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀδιακόπως καί μετά δακρύων ἱκέτευε τόν Θεό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐπαναλαμβάνοντας τήν εὐχή «φώτισόν μου τό σκότος, φώτισον μου τό σκότος».
Ἄς παρακαλοῦμε καί ἐμεῖς τόν Θεό νά μᾶς ἐνισχύει μέ τή χάρη του καί τόν φωτισμό του στόν πνευματικό μας ἀγώνα, γιά νά μπορέσουμε μέ τή δική του βοήθεια καί ἀξιοποιώντας ὅλες τίς εὐκαιρίες πού θά θέσει στή διάθεσή μας καί αὐτή τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας, νά διαπλεύσουμε τό μέγα πέλαγος τῆς νηστείας καί νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε προετοιμασμένοι κατάλληλα τά Πάθη καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.