Την τελευταία Προηγιασμένη Λειτουργία στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων Βεργίνης τέλεσε το πρωί της Μεγάλης Τετάρτης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων. Στο τέλος της Λειτουργίας τέλεσε το Ιερό Ευχέλαιο.
Κατά την ομιλία του ο Σεβασμιώτατος τόνισε:
«Προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλην αυτού».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χριστός προβάλει ένα, κατά τη γνώμη των ανθρώπων, αρνητικό παράδειγμα για να μας διδάξει αυτό που θέλει. Έτσι σήμερα προβάλλει τη μορφή μιας γυναίκας αμαρτωλης, η οποία από ευγνωμοσύνη προς τον Χριστό που συγχώρησε τις αμαρτίες της σπεύδει να την εκφράσει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σπεύδει να την εκφράσει πλένοντας τα πόδια του με μύρο και σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της.
Είναι η «βεβυθισμένη τη αμαρτία», την οποία περιγράφουν τόσο γλαφυρά οι ιεροί υμνογράφοι, η συμπεριφορά της οποίας, αν και προκαλεί την αντίδραση των μαθητων του Χριστού, δεν διαταράσσει καθόλου την ιερότητα της μορφής του Κυρίου και της στιγμής που περιγράφεται.
Γιατί η αμαρτωλή γυναίκα που προβάλλει σήμερα η Εκκλησία μας και που παρουσιάζουν τόσο ζωντανά οι ύμνοι που ψάλαμε, δεν είναι μία αμαρτωλή που παραμένει στην αμαρτία. Δεν είναι μία αμαρτωλή που συντρίβεται από το βάρος των αμαρτιών της και παραμένει δέσμια των παθών της. Είναι μία γυναίκα που παρότι αμάρτησε πολύ, συνειδητοποίησε την κατάστασή της, κατάλαβε τι την χωρίζει από την αγιότητα και την καθαρότητα του Ιησού και γι᾽ αυτό καταφεύγει σ᾽ αυτόν και ζητά το έλεός του.
Προσέρχεται «δυσώδης και βεβορβορωμένη» στον Χριστό, και μαζί με το μύρο χύνει άφθονα τα δάκρυα της μετανοίας και της συντριβής της. Πλύνει τα πόδια του Ιησού και ταυτόχρονα καθαρίζει και την ψυχή της από την αμαρτία. Και η κάθαρση αυτή είναι ολοκληρωτική, είναι απόλυτη, είναι τέλεια. Γιατί μόνο τα δάκρυα της μετανοίας μπορούν να καθαρίσουν την ψυχή από τους ρύπους και τον βόρβορο που έχει δημιουργήσει η αμαρτία. Γιατί μόνο τα δάκρυα της κατανύξεως και της συντριβής μπορούν να επαναφέρουν στην ψυχή την καθαρότητα που έχασε με την αμαρτία. Γιατί μόνο τα δάκρυα ξεκλειδώνουν τον θησαυρό του ελέους του Θεού, που παρέχει την άφεση, που παρέχει τη συγχώρηση και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην προτέρα κατάσταση, καθιστώντας τον και πάλι τέκνο του ηγαπημένο.
Να, γιατί η εικόνα της σημερινής γυναίκας, της αμαρτωλής γυναίκας του ευαγγελίου και των ύμνων, δεν αποτελεί παραφωνία σε συγκριση με την καθαρότητα των ιερών προσώπων, που κυριαρχούν ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, με την καθαρότητα την οποία ζητά ο Θεός και η Εκκλησία από μας, προκειμένου να τιμήσουμε και να εορτάσουμε τα μεγάλα γεγονότα του Πάθους και της Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Η αμαρτωλή γυναίκα, η «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα», δεν είναι κατακριτέα για την αμαρτία της, αλλά επαινετέα για τη μετάνοιά της. Και προβαλλεται από την Εκκλησία μας σήμερα για να μας παρακινήσει, έστω και αυτήν την ώρα, να βαδίσουμε και εμείς τον δρόμο της μετανοίας και της εξομολογήσεως των αμαρτιών μας.
Κι αν χθες, στο πρόσωπο του δούλου που κατακράτησε το τάλαντο και δεν το αξιοποίησε, κατακρίθηκε η ραθυμία, η οποία είναι η αιτία πολλών πτώσεων και πολλών αμαρτιών, διότι αποτελεί το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο ευδοκιμούν οι πειρασμοί του αντιδίκου της ψυχής μας, σήμερα μας προτείνεται το αντίδοτο της ραθυμίας. «Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια», έψαλε ο ιερός υμνογράφος.
Και πράγματι δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο και τίποτε αγιώτερο από τη μετάνοια, διότι αυτή μεταποιεί τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς στους μεγαλύτερους αγίους και τους καθιστά οικήτορες του παραδείσου και εκλεκτούς του Θεού. Αρκεί να είναι πραγματική και ειλικρινής μετάνοια, να μην είναι μετάνοια στα λόγια αλλά στα έργα.
Αυτήν την μετάνοια ας οικειοποιηθούμε και εμείς, ζητώντας από τον Χριστό που σε λίγες ημέρες θα τον δούμε να σταυρώνεται για χάρη μας, να δεχθεί τα δάκρυά μας, δάκρυα κατανύξεως και συντριβής για τις όποιες αμαρτίες μας, για τις όποιες εκούσιες ή ακούσιες πτώσεις μας, σαν το μύρο το εύοσμο, με το οποίο έπλυνε η αμαρτωλή γυναίκα τα πανάχραντα πόδια του και να χαρίσει και σε μας την άφεση των αμαρτιών και την ψυχική καθαρότητα, έτσι ώστε «ψυχαίς καθαραίς και αρρυπώτοις χείλεσι» να τον υμνούμε και να τον μεγαλύνουμε διά παντός.