Την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου το απόγευμα στο καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά Βεροίας, πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη σύναξη ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας. Στην αρχή ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Αθηναγόρας Μπίρδας καλωσόρισε τους Μοναχούς και τις Μοναχές και κάλεσε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονα, να απευθύνει πατρικούς λόγους και ευχές.
Στην συνέχεια ο κεντρικός ομιλητής της Συνάξεως, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμος, ομίλησε για την διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου.
Επίκαιρους ύμνους έψαλλαν οι αδελφότητες της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας, Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Βεργίνης και Ιεράς Μονής Αγίας Κυριακής Λουτρού.
Μετά το πέρας των ομιλιών ακολούθησε στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής η κοπή της Βασιλόπιτας.
Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος:
Στήν ἀρχή τοῦ νέου χρόνου, στόν ὁποῖο μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός νά εἰσέλθουμε παρατείνοντας τό ἔλεός του καί δίδοντας μας ἔτσι νέες εὐκαιρίες μετανοίας καί ἑνώσεώς μας μαζί του, συγκεντρωθήκαμε καί πάλι ἐπί τό αὐτό, οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, ὑπό τή στοργική σκέπη τῆς ἐφόρου τῆς μονῆς μας καί ὅλων τῶν μοναζόντων, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γιά νά ἀνταλλάξουμε εὐχές γιά τόν νέο χρόνο ὡς μέλη τῆς ἴδιας πνευματικῆς οἰκογενείας, ἀλλά καί γιά νά ἐνισχυθοῦμε στή συνέχιση τοῦ ἀγῶνος μας τή νέα χρονιά μέ ὅσα θά ἀκούσουμε, ὥστε νά ἀξιοποιήσουμε τήν παράταση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας, τήν ὁποία μᾶς προσφέρει ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Στή σημερινή μας ἑόρτιο σύναξη ἔχουμε τή χαρά νά ἔχουμε ὡς ὁμιλητή τόν νέο Μητροπολίτη Λαρίσης καί Τυρνάβου, τόν Σεβασμιώτατο κύριο Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος ἐπισκέπτεται γιά πρώτη φορά τήν Ἱερά Μητρόπολή μας ὡς ἐπίσκοπος, καί ὁ ὁποῖος, παρά τίς πολλές ὑποχρεώσεις τῶν ἡμερῶν πού ἔχει καί ἐκεῖνος στήν Ἱερά Μητρόπολή του, ἰδιαιτέρως μάλιστα καθώς εἶναι νέος ποιμενάρχης, ἀνταποκρίθηκε μέ πολλή προθυμία καί ἀγάπη στήν πρόσκλησή μου νά ἔρθει σήμερα καί νά μᾶς ὁμιλήσει κατάλληλα.
Γι᾽ αὐτό καί θέλω ἰδιαιτέρως νά τόν εὐχαριστήσω ἀλλά καί νά τοῦ εὐχηθῶ ἀδελφικά καί ἀπό καρδίας ὁ Θεός νά τοῦ χαρίζει ἔτη πολλά καλλικάρπου καί πολυκάρπου ποιμαντορίας, πρός συνέχιση τοῦ ἔργου τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου του ἀλλά καί πρός δόξα καί ἔπαινο τοῦ Θεοῦ καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἄν ἡ φετινή σύναξή μας εἶχε πραγματοποιηθεῖ, ὅπως εἴχαμε ἀρχικά προγραμματίσει, θά εἴχαμε τήν εὐλογία νά εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας τό σεπτό καί ἱερό λείψανο, ἡ χαριτόβρυτη δεξιά, τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τοῦ οὐρανοφάντορος τοῦ Μεγάλου, ἡ ὁποία εἶχε ἔρθει ἐκεῖνες τίς ἡμέρες στήν Ἱερά Μητρόπολή μας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυρίου Ἱερωνύμου καί τήν ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπό τό Κειμηλιαρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Καί θά ἦταν ἰδιαίτερη εὐλογία γιά αὐτή τή σύναξη τῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, λόγω τῆς ξεχωριστῆς σχέσεως πού ἔχει ὁ μέγας αὐτός πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τόν μοναχισμό καί τά ὅσα ὀφείλει ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός στά ἔργα καί τά συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τά ὁποῖα ἀπό τήν ἐποχή του μέχρι σήμερα ἀποτελοῦν διαρκές ἀνάγνωσμα, πηγή ἐμπνεύσεως καί γνώμονα ἀκριβοῦς πορείας τοῦ κάθε μοναχοῦ.
Καί αὐτό συμβαίνει, ἐπειδή ὁ ἱερός πατήρ δέν ἔγραψε ἁπλῶς γιά τόν μοναχισμό καί τούς μοναχούς, ἀλλά βίωσε ὁ ἴδιος τή μοναχική ζωή κοντά στούς μεγάλους ἀσκητές τῆς πατρίδος του, τῆς Καππαδοκίας, καί ἡ ψυχή του ἦταν πλημμυρισμένη ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα καί τόν ἔνθεο ζῆλο τῆς κατά Θεόν πολιτείας.
Μέ τήν εὐκαιρία, λοιπόν, τῆς παρουσίας τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου ἀλλά καί τῆς προχθεσινῆς ἑορτῆς τῆς μνήμης του θέλησα νά σᾶς μεταφέρω κάποιες ἀπό τίς σκέψεις πού ἐκεῖνος διατυπώνει σχετικά μέ τή μοναχική ζωή ὄχι στά μεγάλα συγγράμματά του γιά τόν μοναχισμό, ἀλλά σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἄλλο μεγάλο ἱεράρχη καί πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τί λέει, λοιπόν, ὁ μέγας αὐτός πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας καί καθηγητής τῶν μοναζόντων, ὁ Μέγας Βασίλειος γιά τήν μοναχική ζωή, γράφοντας στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τί συμβουλεύει μέσα ἀπό αὐτήν καί μέσα ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία τούς μοναχούς;
Ἀπό τά ἀσκητήρια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου βρίσκεται, ἀπαντᾶ στήν ἐπιστολή τοῦ φίλου του, τονίζοντας μέ ἕνα μοναδικό τρόπο τό ἀληθινό καί πραγματικό νόημα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. «Κατέλιπον μέν γάρ τάς ἐν ἄστει διατριβάς ὡς μυρίων κακῶν ἀφορμάς, ἐμαυτόν δέ οὔπω ἀπολιπεῖν ἠδυνήθην». Ἄφησα, λέει, πίσω μου τή ζωή τῆς πόλεως, γιατί τάχα προσφέρει χιλιάδες ἀφορμές ἁμαρτίας, ἀλλά δέν μπόρεσα ἀκόμη νά ἀφήσω πίσω μου τόν ἑαυτό μου. Καί ὁμοιάζω ἔτσι μέ ἐκείνους πού κλυδωνίζονται ἄδικα ἐξαιτίας τῆς ἀπειρίας τους στή θάλασσα καί κινδυνεύουν νά πνιγοῦν, ὁμοιάζω μέ ἐκείνους πού δυσανασχετοῦν, ὅταν τό πλοῖο εἶναι μεγάλο, γιατί δῆθεν τούς δημιουργεῖ μεγάλη ἀναστάτωση, καί ἔτσι πηγαίνουν ἀπό αὐτό σέ μία μικρή βαρκούλα ἀλλά αἰσθάνονται παντοῦ δυσφορία ἀπό τήν ταραχή καί κινδυνεύουν νά χαθοῦν.
Αὐτό συμβαίνει καί μέ μένα, ἐξομολογεῖται ὁ Μέγας Βασίλειος. Φέροντας μαζί μου τά πάθη πού ἔχω μέσα μου ὅπου καί ἄν πάω, αἰσθάνομαι καί ἐδῶ στήν ἔρημο τήν ἴδια ταραχή πού αἰσθανόμουν στόν κόσμο, καί ἔτσι δέν ὠφελήθηκα καί πολύ ἀπό τόν τόπο στόν ὁποῖο ζῶ.
Μέ αὐτά τά λόγια μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἱερός πατήρ τό ἀληθινό νόημα τῆς ἀποταγῆς καί τῆς ξενιτείας. Μᾶς λέει, δηλαδή, ὅτι δέν ἀρκεῖ νά ἐγκαταλείψουμε τόν κόσμο γιά νά βαδίσουμε μέ συνέπεια τή μοναχική ζωή, ἀλλά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἐγκαταλείψουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς καί δέν πιστεύει κανείς, οὔτε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι μπορεῖ ὁ μοναχός νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη του καί ἀπό τόν ἑαυτό του σέ μία ἡμέρα. Αὐτός εἶναι ἕνας διά βίου ἀγώνας μέχρι τήν τελευταία ἀναπνοή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ σκοπός ὅμως εἶναι νά κάνει ὁ μοναχός αὐτόν τόν ἀγώνα. Νά θέλει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς συνήθειες, ἀπό τίς ἀδυναμίες πού εἶχε στόν κόσμο καί νά προσπαθεῖ γι᾽ αὐτό, καί ὄχι νά τίς συνεχίζει καί νά τίς ἐπιδιώκει καί νά τίς καλλιεργεῖ.
Διότι, ἐάν νομίζουμε ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν κόσμο καί αὐτόματα ἀπαλλαχθήκαμε ἀπό αὐτόν, κάνουμε λάθος. Γιατί ὁ κόσμος καί οἱ ἐπιθυμίες του ἐπιδιώκουν νά μᾶς συνοδεύσουν, ἐπιδιώκουν νά ἔρθουν μαζί μας, νά μποῦν στό κελί μας. Καί εἶναι φορές πού βοηθοῦμε καί ἐμεῖς σέ αὐτό εἰσάγοντας τόν κόσμο μέ διάφορους τρόπους καί μέσα, πού στίς ἡμέρες μας ἔχουν δυστυχῶς πληθυνθεῖ, στό μοναστήρι μας, στή μοναχική μας ζωή.
Ὅμως, ἄν τό κάνουμε αὐτό, τότε δέν ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, γιατί ὁ Χριστός εἶπε «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ἑπομένως, ὅποιος δέν ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, αὐτός νομίζει μόνο ὅτι ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν τό κάνει.
Καί δέν εἶναι μόνο τά πάθη καί οἱ συνήθειες πού ἐμποδίζουν τόν μοναχό νά ζήσει τή μοναχική πολιτεία, συνεχίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀλλά εἶναι καί οἱ λογισμοί καί οἱ μέριμνες καί οἱ φροντίδες. Ὁ νοῦς πρέπει νά ἔχει ἡσυχία. Διότι, ὅπως τά μάτια πού γυρνοῦν καί βλέπουν παντοῦ, μία ἐπάνω, μία κάτω, μία δεξιά, μία ἀριστερά, δέν ἐπιτρέπουν νά ἑστιάσει κανείς σέ αὐτό πού θέλει νά δεῖ, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού περιπλανᾶται στίς μέριμνες τοῦ κόσμου καί στίς καθημερινές ἀνάγκες δέν ἀφήνει τόν μοναχό νά προσηλωθεῖ σέ αὐτόν πού εἶναι ὁ σκοπός καί τό κέντρο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δηλαδή στόν Θεό, καί ἔτσι ἡ κάθε ἡμέρα καί ἡ κάθε νύκτα φέρνουν μαζί τους νέες μέριμνες καί συσκοτίζουν ὅλο καί περισσότερο τήν ψυχή του. «Τούτων δέ φυγή μία, ὁ χωρισμός ἀπό τοῦ κόσμου παντός».
Μία διέξοδος ὑπάρχει μόνο ἀπό ὅλα αὐτά, συμβουλεύει ὁ ἱερός πατήρ: ὁ ὁριστικός χωρισμός μας ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό κάθε τι κοσμικό. Διότι ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο δέν εἶναι νά φύγει κανείς μόνο μέ τό σῶμα του ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά ἀποσυνδέσει τήν ψυχή του ἀπό τή συμπάθεια πρός τό σῶμα καί «γενέσθαι ἄπολιν, ἄοικον, ἀνίδιον, ἀφιλέταιρον, ἀκτήμονα, ἄβιον, ἀπράγματον, ἀσυνάλλακτον, ἀμαθῆ τῶν ἀνθρωπίνων διδαγμάτων».
Αὐτά εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ μοναχοῦ. Εἶναι ἡ ἄρνηση τῶν πάντων, ἡ διάζευξη ἀπό κάθε τι πού μπορεῖ νά τοῦ δημιουργήσει ἐγκόσμιες μέριμνες καί φροντίδες, ἡ διάζευξη ἀπό κάθε τι πού δέν τόν ἀφήνει νά προσκολληθεῖ στόν Θεό, γιά χάρη τοῦ ὁποίου ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, ἡ διάζευξη ἀπό κάθε τι τό ὁποῖο τοῦ δημιουργεῖ μέριμνες καί φροντίδες οἱ ὁποῖες τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς γενικῆς ἀρνήσεως τῶν κοσμικῶν καί ἀνθρωπίνων πραγμάτων; Καί γιατί ἕνας ἄνθρωπος ἐπιστήμων καί μορφωμένος, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀναφέρει μεταξύ τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ μοναχοῦ ὅτι πρέπει νά εἶναι «ἀμαθής τῶν ἀνθρωπίνων διδαγμάτων»;
Δέν ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ ἱερός πατήρ τή μόρφωση καί τή γνώση αὐτή καθεαυτή οὔτε φυσικά τήν καταδικάζει, ἀλλά ἐννοεῖ ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά ξεχάσει, πρέπει νά ξεμάθει ὅλα τά διδάγματα πού προέρχονται ἀπό τήν πονηρή συνήθεια τῶν ἀνθρώπων καί τά ὁποῖα ἀποκόμισε στήν προηγούμενη ζωή του καί τά συσσώρευσε στήν ψυχή του. Καί εἶναι ἀναγκαῖο αὐτό, γιατί μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ ἡ ψυχή νά δεχθεῖ τά θεῖα διδάγματα. Ὅπως, λοιπόν, δέν εἶναι δυνατόν νά γράψει ὁ ἄνθρωπος πάνω σέ μία πλάκα κερί κάτι, ἐάν δέν ἐξαλείψει καί δέν λειάνει τούς προηγούμενους χαρακτῆρες, ἔτσι δέν μπορεῖ νά γράψει καί στήν ψυχή του τά θεῖα δόγματα, ἐάν δέν σβύσει καί δέν λειάνει ὅτι ἡ προηγούμενη ζωή του, οἱ προλήψεις καί οἱ συνήθειες, εἶχαν χαράξει.
Καί στό σημεῖο αὐτό ἔγκειται ἡ συμβολή τῆς ἐρημίας καί αὐτή εἶναι ἡ ὠφέλεια πού προκύπτει ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐρημία, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, κατευνάζει τά πάθη καί δίδει τόν χρόνο στόν νοῦ καί τή λογική νά τά ξερριζώσει ἐντελῶς ἀπό τήν ψυχή. Συμβαίνει, δηλαδή, αὐτό πού γίνεται καί μέ τά ἄγρια θηρία, ὅταν εἶναι ἤρεμα, μπορεῖ κανείς νά τά διαχειρισθεῖ εὐκολώτερα. Ἔτσι καί τά ἄγρια πάθη τῆς ψυχῆς μας, ὅταν δέν ἐρεθίζονται ἀπό τίς συνεχεῖς ἀφορμές καί προκλήσεις τοῦ κόσμου, τότε μπορεῖ νά τά πολεμήσει καί νά τά νικήσει ὁ μοναχός εὐκολώτερα. Καί ἡ ἐκκοπή τῶν παθῶν εἶναι εὐκολώτερη, γιατί ὁ ἀγώνας εἶναι συνεχής καί δέν διακόπτεται ἀπό ἐξωτερικές ἐνοχλήσεις καί διασπάσεις.
Βοήθεια στόν ἀγώνα αὐτό τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή, πού ἀρχίζει ἀπό τό πρωί καί συνεχίζεται ὁλόκληρη τήν ἡμέρα καί κατά τή διάρκεια τῶν διακονημάτων καί ὅλων τῶν ἄλλων ἐργασιῶν, γράφει ὁ ἅγιος Βασίλειος, καί λειτουργεῖ σάν τό ἁλάτι πού νοστιμίζει τό φαγητό, γιατί παρηγορεῖ τήν ψυχή καί τήν κάνει χαρούμενη.
Ἡ ἡσυχία εἶναι, λοιπόν, ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως, καθώς ἀπαλλάσσει τόν μοναχό ἀπό τά ἐρεθίσματα τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα ἀποσυντονίζουν τήν ψυχή. Χρειάζεται ὅμως καί ὁ μοναχός, ὅπως εἶπε καί προηγουμένως ὁ Μέγας Βασίλειος, νά προσπαθεῖ νά συγκεντρώνει τόν νοῦ του, ὥστε νά μήν διασπᾶται, ἀλλά νά ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό του καί νά ἀνέρχεται μέσω αὐτοῦ στόν Θεό. Ὅποιος τό ἐπιτύχει αὐτό, συνεχίζει ὁ ἅγιος, αὐτός φωτίζεται καί περιλάμπεται ἀπό τό κάλλος τοῦ Θεοῦ, καί τότε ξεχνᾶ καί τήν ἴδια του τή φύση, καί δέν τόν ἐνδιαφέρει οὔτε τί θά φάει, οὔτε τί θά φορέσει, ἀλλά ἀδιαφορώντας γιά ὅλα τά γήινα πράγματα, ἐπικεντρώνει τό ἐνδιαφέρον καί τή μέριμνά του στήν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ μοναχός νά ἀσκηθεῖ στήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν; Τό κυριότερο μέσο, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἡ μεγίστη ὁδός πρός τήν τοῦ καθήκοντος εὕρεσιν» εἶναι «ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν». Ἐκεῖ θά βρεῖ ὀ καθένας τούς βίους τῶν μακαρίων ἀνδρῶν, πού ἀποτελοῦν ζωντανές εἰκόνες τῆς κατά Θεόν πολιτείας, καί βρίσκονται ἐκεῖ, ὥστε ὁ κάθε ἕνας νά ἔχει τή δυνατότητα νά τίς βρεῖ καί νά μιμηθεῖ τά καλά ἔργα. Καί ἀκόμη ὅποιος αἰσθάνεται ἀσθενής καί ἀδύναμος στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, μπορεῖ νά καταφύγει στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά βρεῖ ἐκεῖ τό κατάλληλο φάρμακο πού θά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά του. Αὐτός πού θέλει νά διδαχθεῖ τή σωφροσύνη, ἄς μελετήσει τήν ἱστορία τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ, καί αὐτός πού θέλει νά μάθει τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, ἄς διαβάσει τήν ἱστορία τοῦ Ἰώβ. Καί ἀκόμη αὐτός πού θέλει νά μάθει πῶς κατακτᾶται ἡ πραότητα ἄς μελετήσει τά ἔργα τοῦ Δαβίδ καί ἄς διαβάσει τήν ἱστορία τοῦ προφήτου Μωυσέως.
Τό δεύτερο βοήθημα σέ αὐτή τήν προσπάθεια εἶναι ἡ προσευχή πού διαδέχεται τήν ἀνάγνωση καί ζωντανεύει τήν ψυχή καί κάνει πιό ζωηρή τήν ἐπιθυμία της γιά τόν Θεό. Ἡ καλή προσευχή εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ στήν ψυχή τή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ, καί τόν καθιστᾶ, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ναό Θεοῦ».
Στήν κατάσταση αὐτή ὁ μοναχός ἔχει τόν Θεό ἐγκατεστημένο στήν ὕπαρξή του διά τῆς συνεχοῦς μνήμης του, ἡ ὁποία δέν διακόπτεται ἀπό τίς γήινες φροντίδες καί μέριμνες, ἀλλά εἶναι συνεχής καί ἀδιάλειπτη, καθώς ὁ νοῦς δέν ταράσσεται ἀπό τά πάθη.
Ὁ μοναχός ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νά φθάσει σέ αὐτή τήν κατάσταση προσέχει πῶς χρησιμοποιεῖ τόν λόγο. Ἐρωτᾶ χωρίς νά εἶναι ἐριστικός, ἀπαντᾶ χωρίς νά θέλει νά ἀποκομίσει τιμή, δέν διακόπτει αὐτόν πού ὁμιλεῖ, ὅταν λέγει κάτι χρήσιμο, οὔτε θέλει νά κάνει ἐπίδειξη μέ ὅσα θά πεῖ ὁ ἴδιος. Μαθαίνει, χωρίς νά ντρέπεται, ὅ,τι δέν γνωρίζει καί διδάσκει χωρίς νά ὑπερηφανεύεται. Ἡ ἔνταση τῆς φωνῆς του εἶναι μέτρια, ἔτσι ὥστε νά ἀκούεται ἀλλά καί νά μή γίνεται κουραστικός ἐξαιτίας τοῦ ὑψηλοῦ της τόνου. Ἐξετάζει μέσα του αὐτό πού πρόκειται νά πεῖ, καί στή συνέχεια τό λέει. Εἶναι εὐχάριστος στή συναναστροφή μέ τούς ἄλλους καί γλυκύς στή συνομιλία μαζί τους.
Ἔτσι περιγράφει τόν μοναχό ὁ ἱερός πατήρ καί συνεχίζει περιγράφοντας πῶς θά πρέπει νά εἶναι τά ἐνδύματά του καί ἡ τροφή του, ὥστε νά καλύπτονται οἱ ἀνάγκες του ἀλλά νά μήν ὑπάρχει ὑπερβολή καί νά μήν γίνονται τά ὑλικά πράγματα ἀφορμή ὑπερηφανείας ἤ κοσμικῶν μεριμνῶν. Καί ὅλα αὐτά πρέπει νά συνοδεύονται μέ προσευχή καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό πού χαρίζει ὅσα ὑποσχέθηκε, συστήνει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἰδιαίτερη σημασία δίδει ἀκόμη ὁ Μέγας Βασίλειος καί στό καθημερινό πρόγραμμα τῶν μοναχῶν καί στή σταθερή τήρησή του, ἀλλά καί στό πλεονέκτημα πού προσφέρει ἡ νυκτερινή ἡσυχία γιά τήν προσευχή, καθώς δέν ὑπάρχουν οὔτε ἦχοι οὔτε θεάματα πού παρεμβάλλονται καί ἀποσποῦν τόν νοῦ, ὥστε νά μπορεῖ ἀπερίσπαστος νά συναντᾶ τόν Θεό, νά σκέφτεται τίς ἁμαρτίες καί τά λάθη του καί ἔτσι νά μετανοεῖ καί νά διορθώνεται, θέτοντας στόν ἑαυτό του ὅρους, προκειμένου νά ἀποφεύγει τό κακό, καί ζητώντας τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του.
Ἔτσι ὁλοκληρώνει ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἐπιστολή του πρός τόν φίλο του, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, συνοψίζοντας σέ μία ἐπιστολή ὅλο τό νόημα καί τόν τρόπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί προσφέροντάς μας ἕναν ὁδηγό, ἕνα ἐγχειρίδιο, τό ὁποῖο μποροῦμε καί πρέπει νά ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς. Γιατί ὅσα γράφει ὁ μέγας ἱεράρχης, δέν εἶναι θεωρία, εἶναι συμπεπυκνωμένη ἡ ἐμπειρία τῶν πατέρων καί τό προσωπικό του βίωμα, καί γι᾽ αὐτό ἀποτελοῦν ἀπλανῆ ὁδηγό τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Καί εἶναι εὐκαιρία καθώς εὑρισκόμεθα στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους νά ἀναθεωρήσουμε καί ἐμεῖς τήν ἔκβασιν τῆς μοναχικῆς μας ἀναστροφῆς, καί νά συγκρίνουμε μέ εἰλικρίνεια τή ζωή μας μέ ὅσα περιγράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, καί κυρίως νά προσπαθήσουμε νά ἀκολουθήσουμε ὅσα μᾶς διδάσκει, ἔτσι ὥστε νά μήν βρεθοῦμε «ναυτιῶντες καί ἀποροῦντες» στό πέλαγος, ἀλλά νά μᾶς ἀξιωθοῦμε διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νά φθάσουμε καί ἐμεῖς στό λιμάνι τῆς οὐρανίου βασιλείας του.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί εὐχαριστώντας καί πάλι πρωτίστως τόν Σεβασμιώτατο Ἅγιο Λαρίσης καί Τυρνάβου, πού τιμᾶ μέ τήν παρουσία του τή Σύναξή μας καί θά τόν ἀκούσουμε στή συνέχεια, ἀλλά καί ὅλους ἐσᾶς πού ἤρθατε ἀνταποκρινόμενοι στήν πρόσκληση τοῦ Ἐπισκόπου σας, νά εὐχηθῶ ἡ νέα χρονιά νά εἶναι εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό γιά ὅλους σας, γιά τήν Ἐκκλησία μας, γιά τήν πατρίδα μας καί τή Μακεδονία μας, καί νά εἶναι καρποφόρα πνευματικά γιά ὅλους σας.