Χθες το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε και κήρυξε τον θείο λόγο, όπως κάθε Τρίτη απόγευμα, στον Εσπερινό και στην Παράκληση του Αγίου Λουκά του Ιατρού στον Ιερό Ναό του στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας.
Η Ιερά Ακολουθία μεταδόθηκε απευθείας στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος 90,2 FM».
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:
Τήν περασμένη Κυριακή ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἰσήγαγε μέ τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, στό Τριώδιο, τήν περίοδο δηλαδή τῆς προετοιμασίας γιά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί γιά τό στάδιο τῶν ἀρετῶν πού ἐκείνη ἀνοίγει γιά ὅλους μας.
Βασική προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας, στήν ὁποία θά μᾶς καλέσει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ἡ μετάνοια, καί προϋπόθεση τῆς μετανοίας εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός πολύ συχνά προβάλλει πρότυπα μετανοίας, προβάλλει ἀνθρώπους πού ἦταν ὄντως ἁμαρτωλοί, καί ὅμως συνειδητοποίησαν τήν ἁμαρτωλότητά τους, μετανόησαν καί σώθηκαν.
Γιά τόν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο καί ὁ ἅγιός μας, ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ὁ ἰατρός καί θαυματουργός, ἀρχίζει τόν λόγο του γιά τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου μέ τήν ὑπενθύμιση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου: «Νά θυμᾶστε, σᾶς παρακαλῶ, πάντοτε», λέγει ὁ ἅγιος, «τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: οἱ τελῶναι καί αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριός μας», συνεχίζει, «ἦταν καλεσμένος στό σπίτι ἑνός Φαρισαίου, τοῦ Σίμωνα, σέ γεῦμα. Τό ἔμαθε μία πόρνη καί ἀφοῦ ἀγόρασε πολύτιμο μύρο πῆγε στό σπίτι τοῦ Σίμωνα. Γονάτισε κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τά ἔβρεχε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της καί τά ἄλειφε μέ μύρο. Ὁ Φαρισαῖος Σίμων τό ἔβλεπε καί μέσα του κατηγοροῦσε τόν Ἰησοῦ ἀγανακτώντας γιατί ὁ Κύριος δέν ἀπομάκρυνε αὐτήν τήν ἀκάθαρτη καί ἁμαρτωλή γυναίκα. Ὁ Χριστός ὅμως κοίταξε μέ εὐσπλαγχνία τή γυναίκα αὐτή καί τῆς συγχώρησε τίς πολλές της ἁμαρτίες, διότι μετανόησε εἰλικρινά καί τόν ἀγάπησε μέ ὅλη της τήν ψυχή».
Κάτι ἀνάλογο περιγράφει καί ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου. «Στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων», λέγει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, «τήν ὥρα πού προσφέρονταν θυσίες βρίσκονταν μεταξύ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἕνας Φαρισαῖος, ὑπερήφανος γιά τήν εὐσέβειά του, καί ἕνας ἁμαρτωλός τελώνης περιφρονημένος ἀπό ὅλους. Αὐτός δέν τολμοῦσε νά σηκώσει τά μάτια του καί ἐπαναλάμβανε μόνο τή σύντομη εὐχή: ὁ Θεός ἱλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ἀντίθετα, «ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος εὐχαριστοῦσε τόν Θεό ὅτι δέν εἶναι ὅπως τό πλῆθος τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ἤ ὅπως ὁ τελώνης. Ὅμως», συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, «αὐτόν τόν ταπεινό τελώνη ἔβλεπε ἀπό τά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ὁ Θεός, αὐτός πού μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα εἶπε: ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾽ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου.
Ἡ παραβολή αὐτή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄξια μεγάλης προσοχῆς, διότι σέ αὐτήν ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε πόση σημασία ἔχει ἡ πνευματική φτώχεια, δηλαδή ἡ ταπείνωση, γιά τήν προσευχή καί γιά τά καλά ἔργα. Δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα», τονίζει ὁ ἅγιος, «νά ὑπερηφανευόμαστε γιά τά καλά καί εὐάρεστα στόν Θεό ἔργα μας καί γιά τήν εὐλάβειά μας. Ὅλα αὐτά πρέπει νά τά θεωροῦμε φυσικά καί ἀναγκαῖα. Οὔτε πρέπει νά δίνουμε προσοχή σέ αὐτά καί νά τά θυμόμαστε. Τό ἀριστερό μας χέρι νά μήν γνωρίζει τί κάνει τό δεξιό.
Δέν πρέπει νά ξέρουμε τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί τί εἶναι ὁ αὐτοέπαινος, ὅπως δέν τό ξέρουν τά μικρά παιδιά γιά τά ὁποῖα ὁ Κύριός μας εἶπε: ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Ἡ ταπείνωσή μας μέρα μέ τή μέρα θά μεγαλώνει, ἄν ὡς κανόνα τῆς ζωῆς μας θά πάρουμε καί ἕναν ἄλλο λόγο τοῦ Κυρίου: ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν.
Νά ὁ ὁδηγός τῆς ζωῆς μας», καταλήγει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, «ἡ πρώτη καί ἡ σπουδαιότερη στούς μακαρισμούς ἐντολή: μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Διότι, ὅπως λέγει καί πάλι ὁ Χριστός, τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλόν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νά θυμοῦνται αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τήν εὔνοια τῶν προϊσταμένων τους καί γενικά αὐτῶν πού ἔχουν τίς ὑψηλές θέσεις καί ἔχουν τήν ἐξουσία στά χέρια τους, τούς ζηλεύουν, τούς κολακεύουν καί δέν τολμοῦν νά τούς ἐλέγξουν γιά τίς ἄδικες πράξεις τους.
Ὁ δίκαιος Θεός βλέπει αὐτούς πού βάζουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅλους, τούς ἐλέγχει καί τούς κρίνει μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: καί πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων καί ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Νά θυμόμαστε τόν φοβερό αὐτό λόγο τοῦ Κυρίου καί νά ἐπαινοῦμε μόνο αὐτούς», λέγει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, πού σάν τόν τελώνη ἀγάπησαν τήν ταπείνωση καί νά ἀκολουθοῦμε καί ἐμεῖς τό παράδειγμά του.
Ἡ ταπείνωση ἦταν ἄλλωστε μία ἀπό τίς ἀρετές, ἡ ὁποία ὕψωσε καί τόν ἅγιο Λουκᾶ, καί τοῦ ἔδωσε πλούσια τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἄν καί ἦταν διάσημος καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς, αὐτός χαιρόταν νά θεραπεύει δωρεάν τούς φτωχούς καί ταπεινούς χωρικούς στίς ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες τῆς Ρωσίας καί τῆς Σιβηρίας. Καί μέ αὐτή τή χάρη θεραπεύει καί ἐμᾶς μέχρι σήμερα, ὅταν ζητοῦμε τή βοήθειά του, καί μάλιστα πολλές φορές ἄμεσα, ὅπως στό θαῦμα τό ὁποῖο διηγεῖται μία κυρία ἀπό τό Μεσολόγγι.
«Ὁ ἄνδρας μου», γράφει, «ἐδῶ καί δύο χρόνια περίπου παρουσίασε λέμφωμα στό στομάχι. Παράλληλα μέ τούς γιατρούς πού τόν εἶχαν ἀναλάβει, σπεύσαμε νά ζητήσουμε καί τή βοήθεια τῶν οὐρανίων ἰατρῶν, τῶν θαυματουργῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τούς παρακαλούσαμε ὅλους καθημερινά καί μέ δάκρυα στά μάτια νά ἐπέμβουν καί νά τόν θεραπεύσουν, ἰδιαιτέρως ὅμως προσευχόμασταν στόν ἅγιο Παρθένιο, ἐπίσκοπο Λαμψάκου, πού εἶναι προστάτης τῶν καρκινοπαθῶν, καί στόν ἅγιο Λουκᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως, τόν ἰατρό.
Μέ τή βοήθειά τους ὁ σύζυγός μου, παρά τίς δυσμενεῖς προβλέψεις τῶν ἰατρῶν, εἶδε κάποια βελτίωση στήν ὑγεία του, συνέχιζε ὅμως νά νοσηλεύεται.
Ἕνα πρωινό, καθώς προσευχόμουν καί πάλι στόν ἅγιο Λουκᾶ, ἔκλεισα τά μάτια μου καί εἶδα στήν πόρτα τοῦ δωματίου ἕνα γέροντα μέ ἄσπρα γένια καί μέ ἄσπρη στολή ἀπό τή μέση καί ἐπάνω. Ζαλισμένη ὅπως ἤμουν, δέν κατάλαβα τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Ἐκεῖνος προχώρησε πρός τό κρεβάτι τοῦ συζύγου μου, τόν σταύρωσε καί ἐξαφανίσθηκε.
Σέ λίγες ἡμέρες ὁ σύζυγός μου ἔκανε τίς προγραμματισμένες ἐξετάσεις καί, ὤ τοῦ θαύματος, ἦταν ἀπολύτως καθαρές. Τό λέμφωμα εἶχε ἐξαφανισθεῖ, κάτι πού, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσαν οἱ θεράποντες γιατροί, δέν συμβαίνει ποτέ.
Τότε ἔφερα στόν νοῦ μου τήν ἐπίσκεψη ἐκείνου τοῦ γέροντα μέ τήν ἄσπρη ποδιά στό δωμάτιο τοῦ συζύγου μου τήν ὥρα πού προσευχόμουν καί κατάλαβα ποιός ἦταν. Ἦταν ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ἰατρός, τοῦ ὁποίου τή βοήθεια ζητοῦσα καί ὁ ὁποῖος ἦρθε καί θεράπευσε ὁλοκληρωτικά τόν σύζυγό μου.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἔπαυσα ποτέ νά εὐχαριστῶ τόν ἅγιο Λουκᾶ πού ἔσωσε τόν σύζυγό μου καί νά δοξάζω τόν Θεό γιά τή μεγάλη του δωρεά».
Οἱ ἅγιοι σπεύδουν προκειμένου νά μᾶς θεραπεύσουν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἕνα πράγμα πρέπει νά ξέρουμε, ὅτι πάλι θά πεθάνουμε. Θά πεθάνουμε, ὅταν θά ἔρθει ἡ ὥρα. Τό θέμα εἶναι ὅμως νά μήν πεθάνουμε καί νά μήν νεκρωθοῦμε γιά πάντα, ἀλλά νά προσπαθοῦμε νά ζοῦμε ἐν Χριστῷ, οὕτως ὥστε καί ὅταν πεθάνουμε, νά ζήσουμε μέ τόν Χριστό αἰώνια. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ προσευχή μας. Ἐκεῖνο πού θά πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι νά μήν νεκρώσουμε τήν ψυχή μας, τό σῶμα μας κάποια στιγμή θά νεκρωθεῖ. Ἄς ζητοῦμε, λοιπόν τή χάρη τῶν ἁγίων μας καί γιά τό σῶμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.