Έχει απομείνει παροιμιώδης ένας διάλογος μεταξύ δύο ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών:
“Πηγαίνεις στο σπίτι; Τι θα κάνετε;”.
“Ε, θα πάω σπίτι, θα πλύνουμε τα παιδιά με τη γυναίκα μου, θα τα κοιμίσουμε, θα διαβάσουμε το Απόδειπνο και μετά… θα δούμε για 17η φορά ΤΟ ΝΗΣΙ!”. Και, στην πραγματικότητα, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δει αυτήν την ταινία για παραπάνω από είκοσι φορές…
Ας δούμε, όμως, τι έγραφε ο μακαριστός Μοναχός Μωυσῆς ο Ἁγιορείτης για αυτήν την περίφημη ταινία:
Ἔχω 35 χρόνια νὰ πάω στὸν κινηματογράφο. Νέος πήγαινα συχνά· περισσότερο στὸ θέατρο. Μία ἡμέρα ἐπισκέφθηκα ἕναν φίλο ἁγιογράφο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μοῦ πρότεινε νὰ μοῦ δείξει μία ταινία στὸν ὑπολογιστή του. Προσποιήθηκα ὅτι βιάζομαι, γιὰ ν᾿ ἀποφύγω. Στὴν ἐπιμονή του ὑπέκυψα καὶ δὲν μετάνιωσα.
Ἦταν μία ταινία τοῦ ρώσου σκηνοθέτη P. Loungine, ποὺ δὲν τὸν γνώριζα καθόλου, ποὺ μὲ καθήλωσε στὸ ἄβολο κάθισμά μου κοντὰ στὸ δίωρο. Δὲν εἶμαι τεχνοκριτικός. Θὰ καταθέσω ταπεινὰ τὴν εὐχάριστη ἔκπληξη τῆς ὡραίας ἐντυπώσεώς μου. Σ᾿ ἕνα μικρὸ νησὶ τοῦ παγωμένου βορρᾶ τῆς Ρωσίας εἶναι ἕνα ὀρθόδοξο μοναστήρι μὲ καμιὰ εἰκοσαριὰ μοναχοὺς καὶ τὴν τυπικὴ καθημερινὴ ζωή του. Ξεχωρίζει ἡ μορφὴ τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου. Ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, σὲ μία καρβουναποθήκη, κάπως ἰδιόρρυθμα. Οἱ συμμοναστές του δὲν φαίνεται νὰ τὸν συμπαθοῦν ἰδιαίτερα, παρότι ἐργάζεται κοπιαστικὰ καὶ τοὺς θερμαίνει μὲ τὸ κάρβουνο. Κάποιοι ἐπισκέπτες ὅμως τὸν συμπαθοῦν καὶ θεωρῶ ὅτι βοηθοῦνται ἀπὸ τὴν προσευχή του. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ξενίζει τοὺς ἄλλους μοναχούς, ποὺ θέλουν νὰ πιστεύουν πὼς μόνο αὐτοὶ γνωρίζουν νὰ ἑρμηνεύουν τὸν τρόπο ποὺ ἐπιχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι τραγικὸ νὰ ὑπηρετεῖς ἰσόβια τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶς ἀληθινά.
Νομίζω πὼς ὁ σκηνοθέτης ἔχει συλλάβει καλὰ τὸ βαθὺ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας, κάτι ποὺ σπάνια συναντᾶται, ἂν καὶ εἶμαι ἀνενημέρωτος. Ἡ αὐτοδικαιωτικὴ ἠθικὴ ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ποὺ εἶναι πάντα ταπεινὴ καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη. Οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηριοῦ ἔχουν πολλὲς γνώσεις, πολλὰ πράγματα καὶ ὁ κόσμος τοὺς τρέφει μεγάλη ἐκτίμηση, ὅμως τοὺς λείπει ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ὁ Ἀνατόλιος πλησιάζει τὸν Θεὸ γυμνός, δίχως προφυλάξεις, ἐπιφυλάξεις, ὅρους καὶ δοσοληψίες. Παρουσιάζεται ἀτόφιος, αὐτὸς ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα. Δίχως μάσκες, ψευτοευγένειες καὶ χαζοκαλοσύνες. Ἀνυπόκριτα γνήσιος, ἀληθινός, μετανοημένος, μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ὁ Ἀνατόλιος εἶναι ἀκτήμων, ἐλεύθερος, ἐνάρετος. Κρύβει ὅμως τὴν ἀρετή του μὲ τὴ διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων, νοιάζεται πολὺ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ βοηθᾶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ πραγματικὴ ἀγάπη, δίχως νὰ προσδοκᾶ ἔπαινο, κέρδος, τιμή. Δὲν γίνεται ὅμως μίζερος, παραπονιάρης καὶ κακομοίρης. Δὲν προκαλεῖ τὸν οἶκτο. Ἡ στάση του ἔχει μία ὑπέροχη σεμνότητα καὶ γενναιότητα.
Μέσα στὴν ἀπέραντη μοναξιά του ὁ Ἀνατόλιος αἰσθάνεται ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ἐλπίζει ἀκράδαντα στὴ συγχώρεσή του γιὰ τὰ μεγάλα του ἀνομήματα. Βαδίζει κουρασμένος καὶ ταλαιπωρημένος δίχως τὰ δεκανίκια τῆς ὑποστήριξης καὶ τῆς ψευτοπαρηγοριᾶς. Ἔχει μία ἀρχοντιὰ ἡ ταπείνωσή του κι ἕνα ἡρωισμὸ ἡ ἄσκησή του. Δὲν ξεγελᾶ κανένα καὶ δὲν ξεγελιέται. Ξέρει ποιὸς εἶναι, τί κάνει καὶ γιατί τὸ κάνει. Τὸν φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται ἄφοβος κι ἐλπιδοφόρος.
Θὰ μποροῦσε ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐμπνεύσει τὴν τέχνη. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Ὑπάρχει μία δυσπιστία κι ἐπιφύλαξη τῶν καλλιτεχνῶν, τῶν λογοτεχνῶν καὶ τῶν διανοούμενων στὶς πηγὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ καταπληκτικὸς Ντοστογιέφσκι τῶν «ἀδελφῶν Καραμαζώφ», ὁ ὑπέροχος Παπαδιαμάντης τῶν ὡραιότατων διηγημάτων, ὁ Ταρκόφσκι τῶν ταινιῶν μὲ νόημα καὶ οὐσία, ὁ Σολωμὸς τῶν κατανυκτικῶν στίχων ἔχουν ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες λησμονηθεῖ. Ὁ ρῶσος σκηνοθέτης P. Lungin διάβασε Γεροντικὰ καὶ Συναξάρια καὶ κατάλαβε καλὰ τί σημαίνει ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἔτσι τὸ «Νησί» του μᾶς διδάσκει ὅτι ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ὅποιος τρώει καὶ κοιμᾶται, κερδίζει καὶ ἐξουσιάζει. Ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅποιος γνωρίζει νὰ ὑπομένει, ν᾿ ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει. Ὁ Ἀνατόλιος εἶναι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος.
Ἡ μεγάλη, ἢ ἡ μικρὴ ὀθόνη μᾶς παρουσιάζουν συνεχῶς τὸν ἀγχωμένο ὑπεράνθρωπο, τὸν ἐξουσιαστή, τὸν ἐξυπνάκια, τὸν ὑποκριτή, τὸν ἀνερχόμενο πατώντας ἐπὶ πτωμάτων ἢ τὸν παλιάνθρωπο ποὺ αἰσχρολογεῖ, ἀσχημονεῖ, ὑβρίζει, ψεύδεται, ἀπατᾶ καὶ κολακεύει. Σπάνια ἡ ἁγιότητα στὸν κόσμο καὶ δὲν παρουσιάζεται πιά.
Ὁ Ἀνατόλιος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ εἶναι ἥρωας καμιᾶς ἑλληνικῆς ταινίας.
Δὲν εἶναι ἕνας διὰ Χριστὸν σαλὸς τῆς ἀρχαίας ἁγιοτρόφου ὀρθόδοξης παράδοσης, ἀλλὰ ἕνας ἐνοχλητικός, ἄξεστος, βαρύς, θεοπάλαβος καλόγερος. Κι ὅμως ἡ παράδοση κρυμμένη ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ.
Εὐχαρίστησα τὸν καλὸ φίλο γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ ἔδωσε νὰ δῶ ἔστω κι ἔτσι τὴν ὡραία αὐτὴ ταινία, ποὺ μὲ γέμισε σκέψεις καὶ μερικὲς θέλησα νὰ μεταφέρω ἐδῶ. Δὲν ξέρω τί κατάφερα, πάντως ἂν σᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία δεῖτε τὴν ταινία αὐτὴ καὶ νομίζω δὲν θὰ μετανιώσετε. Ἔχει κάτι νὰ πεῖ. Μὴ μείνουμε σὲ αὐτὲς ποὺ δὲν λένε τίποτε, μὰ τίποτε…”