Ζώντας ένα προσωπικό δράμα μοναξιάς και ψυχικής αιχμαλωσίας μαθαίνοντας το μαρτύριο του Ευγένιου Ροντιόνωφ άρχισα να τον επικαλούμαι συνεχώς πρωί βράδυ να με βοηθήσει να σηκώσω τον σταυρό μου.
Ήμουν στο μοναστήρι της Παναγίας Δαμάστας έξω από την πόλη της Λαμίας και έκλαιγα με πόνο στην εικόνα της Παναγίας. Φεύγοντας παρατήρησα κάποιο νέο παιδί να κάθεται στην καρέκλα και να με κοιτάει.
Σκέφτηκα δεν με αφήνει ήσυχη στον πόνο μου κι αυτός. Πήγα και κάθησα στο πεζούλι στην είσοδο της μονής. Βλέπω το νέο να με προσπερνά και ένιωσα αγαλλίαση ηρεμία προστασία σιγουριά.
Φορούσε ένα ριγέ μπλουζάκι κοντομάνικο, ήταν σοβαρός.
(επισήμανση «αμφ.»: Πρόσεξε το ριγέ μπλουζάκι στις εικόνες του Αγίου…)
Προσπαθούσα να θυμηθώ που τον έχω ξαναδεί. Μου ήταν τόσο οικείο το πρόσωπό του.
Τότε θυμήθηκα την εικόνα του Ευγένιου Ροντιόνωφ που είχα αγοράσει πριν μέρες.
Ήταν αυτός…
Φεύγοντας από την μονή μας ακολούθησε ένα κόκκινο αμάξι, μας προσπέρασε και κοντοστάθηκε στην στροφή περιμένοντας να φύγουμε.
Σε όλη την διαδρομή αισθάνθηκα σαν να έχω φύλακα άγγελο.
Ρώτησα τον πνευματικό μου και άλλους δυο ιερείς και μου είπαν ότι όντως ήταν ο άγιος Ευγένιος Ροντιόνωφ.
Δόξα τω Θεώ!»
* Ο ένας ιερέας ήταν ο π. Παναγιώτης Τσιώλης στα Άγραφα
Ε.Α. (Λαμία)