Ὁ Γέροντας παρακολουθεῖ τὸ λογισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του:
– Ἔλα ῾δῶ, παιδί μου.
– Ναί, εὐλόγησον.
– Πῶς μὲ βλέπεις;
– Γέροντα, ἄγγελο σὲ βλέπω.
-Καλά. Θὰ ῾ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ μὲ δεῖς ἄνθρωπο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό:
– Πῶς μὲ βλέπεις, παιδί μου;
– Ἄνθρωπο.
– Αὔριο θὰ μὲ δεῖς ὡς διάβολο.
Ἔ, αὔριο:
– Πῶς μὲ βλέπεις;
– Διάβολο.
Ἔτσι εἶναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ὁ διάβολος -τό ῾χω πάθει, πατέρες, ἀπὸ πείρα τὸ λέω- ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸν Γέροντα, νὰ σὲ ξεκολλήσει!
ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ