Σ᾿ ἕνα μοναστήρι, δὲν θέλω νὰ τὸ ὀνομάσω, ὁ παπὰς θυμίαζε. Κι ὅταν ἔφτασε σ᾿ ἕναν προϊσταμένο, δὲν τὸν ἐθυμίασε. Ὁ προϊστάμενος, ὅταν προχώρησε παραπέρα:
– Παπά, γιατί δὲν μὲ θυμιάζεις;
– Γέροντα, εὐλόγησον, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
– Στὸ στασίδι ἤμουνα, πάτερ, λέει.
– Ὄχι, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
Οἱ ἄλλοι ποὺ ἄκουσαν αὐτὴ τὴ φιλονικία τοῦ προϊσταμένου καὶ τοῦ ἱερέως, λένε:
– Γέροντα, ὁ παπὰς εἶναι διορατικός, ξέρει τί σοῦ λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε… – Ἔχει δίκιο ὁ παπάς, λέει, διότι δὲν ἤμουνα ἐδῶ, ἤμουνα σ᾿ ἕνα μετόχι. Ὁ λογισμός του. Βλέπετε;
*
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα, ὅταν πῆγε μία νὰ γίνει καλόγρια, νὰ ποῦμε, ἦταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, νὰ βοσκήσεις, ἔχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, νὰ τὰ βοσκήσεις».
– Ἔ, νά ῾ναι εὐλογημένο.
Μία μέρα, δύο, «Γέροντα», λέει, «μὲ πιάνουν καὶ μένα οἱ λογισμοί, ἐγὼ ἦρθα νὰ γίνω καλόγρια, δὲν ἦρθα νὰ γίνω τσοπάνης».
– Παιδάκι μου, λέει, ὅταν θυμιάζω σὲ βλέπω στὸ στασίδι.
Ἡ καλόγρια, καίτοι ἦταν τσοπάνης, ἀλλὰ ὁ λογισμός της ἤτανε στὴν εὐχούλα, μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν ὁ λογισμός της, ὁπότε καὶ ὁ ὁ ἅγιος τὴν ἔβλεπε μέσα.
Ὁ λογισμὸς κρίνεται. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ἀχρειούμεθα καὶ ἀπὸ τὸ λογισμὸ βελτιούμεθα.Ὁ καλόγηρος δὲν ἔχει πράξη, ἔχει λογισμό. Ὁ λογισμός σου πῆγε στὸ ὄχι καλό; Εἶσαι ὑπεύθυνος, εἶσαι ὑπεύθυνος. Θὰ πεῖς: Μὰ καὶ ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μαζεύεται. Καλά, ἀλλὰ ὅταν φεύγει, μάζεψε τὸν πάλι, μάζεψε τὸν πάλι.
Εἶχα θανὴ -νομίζω, δὲν θυμᾶμαι- τὸν Γέροντά μου. Καὶ ἦρθε ἕνας καλόγερος ἀπὸ πάνω ἀπ᾿ τὴν Κερασιά, καὶ λέει: Ὅσο νά ῾ρθω ἐδῶ, τρεῖς φορὲς εἶπα τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας».
Βλέπετε πῶς ἀγωνίζονται οἱ πατέρες! Πῶς ἀγωνίζονται!
ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ