Όταν ήταν ηγουμένη, η Γερόντισσα Θεοφανώ Βιδάλη (1872-1959), ανέβηκε στο μοναστήρι, στην Ιερά Μονή Κεχροβουνίου Τήνου, για να προσκυνήσει μία κυρία, η οποία ήθελε να δώσει χρήματα για την ενίσχυση των αδελφών.
Την ώρα που έφτασε στο μοναστήρι, συνέπεσε να έχει έλθει ένας ψαράς από την χώρα, ο οποίος άπλωσε την πραμάτεια του στο πλατύσκαλο κάτω από το ηγουμενείο. Το κρύο ήταν πολύ, ο αέρας φυσούσε μανιασμένος.
Οι μοναχές είχαν πέσει πάνω από τα καλάθια, ποια θα πρωτοπάρει. Η εικόνα αυτή επηρέασε την καλή της θέληση και μονολόγησε:
– Σ’ αυτές τις φαγάνες να δώσω τα χρήματά μου; Μη γένοιτο.
Έτσι προσκύνησε και έφυγε.
Το βράδυ, αφού έπεσε να κοιμηθεί, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα του ξενοδοχείου και άνοιξε. Μπροστά της είδε μια ωραιότατη κυρία, η οποία επιβλητικά και αυστηρά της είπε:
– Αυτό που ήθελες να κάνεις το πρωί, να το πραγματοποιήσεις, γιατί σε περιμένει μεγάλη τιμωρία.
– Και ποια είσαι εσύ κυρία μου, της απαντά, και πώς ξέρεις τι σκέπτομαι εγώ;
– Είμαι η Μάνα των φαγάνων, της αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, ανέβηκε στο μοναστήρι και αφού διηγήθηκε με δέος το περιστατικό, έδωσε διπλά χρήματα από όσα είχε πρόθεση να δώσει αρχικά. Πάντοτε, όταν διηγόταν το γεγονός αυτό, η Γερόντισσα Θεοφανώ έκλαιγε…
ΠΗΓΗ: pemptousia.gr
Από το βιβλίου του Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία, “Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός”, έκδοση της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.