Οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν τις χαρισματικές συνάξεις ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος που συνεκλήθησαν κατά καιρούς, προκειμένου να δηλωθεί η ενότητά του στην παραδεδομένη πίστη της Εκκλησίας. Λειτουργούν ως μηχανισμός εξισορρόπησης των διαφορών των τοπικών εκκλησιών σε θέματα κοινωνίας και πίστης αλλά και ως μηχανισμός διακήρυξης της ενότητας και πίστης ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος και ανάδειξής του σε Καθολική Εκκλησία.
Του Γεώργιου Μανώλη/ Αρχισυντάκτη Ενότητας Ορθοδοξία – Πεμπτουσία
Η συνοδική συνείδηση υπήρξε μια μόνιμη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, κορυφαία έκφραση της ήταν η ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου για την αποκατάσταση της αλήθειας και της ορθής πίστης στην Εκκλησία. Η σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων υπήρξε έκτακτο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας και συνδέθηκε με την έγερση κάποιου σοβαρού ζητήματος, που απειλούσε την αυθεντικότητα της Παράδοσης ή την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας.
Ο θεσμός της Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε για την Εκκλησία το ανώτατο διδακτικό, νομοθετικό, διοικητικό και δικαστικό όργανο της. Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί μόνιμο θεσμό της Εκκλησίας, όπως είναι οι Τοπικές Σύνοδοι, αλλά περιστασιακό, και συγκαλείται όπως αναφέραμε όταν παρίσταται ανάγκη και δυνατότητα. Γενικά, ο συνοδικός θεσμός συνέβαλε στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της διοικητικής και κανονικής δομής της Εκκλησίας.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ο αυθεντικός ερμηνευτής της Αποστολικής Παράδοσης, αλλά και το μέσο διευθέτησης θεμάτων κανονικού δικαίου και εκκλησιαστικής ευταξίας. Από εκκλησιολογικής απόψεως οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν ύψιστο γεγονός κοινωνίας και ενότητας των τοπικών εκκλησιών σε ολόκληρη την Οικουμένη. Ασφαλώς κάθε Σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, σημαίνει την παρουσία όλου του πληρώματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις μιας τοπικής Συνόδου αυτονόητα μπορεί να έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται κι από άλλες τοπικές Εκκλησίες και ότι μπορούν να αναγνωριστούν επίσημα από μια Οικουμενική Σύνοδο.
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο το 431 από τον Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων.
Καταδίκασε τις διδαχές του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό.
Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».