Είπε ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών:
«Καθὼς ἔρχονται οἱ ἀδελφοί, πρέπει νὰ ὑποκλινόμαστε μὲ σεβασμό, τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν Θεὸ ὑποκλινόμαστε καὶ ὄχι σ᾿ αὐτούς. Γιατὶ λέει «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεό σου». Καὶ αὐτό, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς, τὸ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ἀκόμη ὅταν τοὺς ὑποδέχεστε, νὰ σπεύδετε μ᾿ ὅλη σας τὴν καλὴ διάθεση νὰ τοὺς ἀναπαύσετε. Καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Λὼτ ποὺ μὲ τὴν ἐπιμονή του φιλοξένησε τοὺς ἀγγέλους».
Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Ἐπιφάνιος ὅτι μὲ πάρα πολὺ μικρὸ ἀντάλλαγμα πουλάει ὁ Θεὸς τὰ ἀγαθά του σ᾿ ἐκείνους ποὺ σπεύδουν νὰ τὰ ἀγοράσουν, γιὰ ἕνα κομματάκι ψωμί, ἕνα τιποτένιο ροῦχο, ἕνα ποτῆρι κρύο νερό, ἕναν ὀβολό.
Πρόσθετε καὶ τοῦτο: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δανείζεται ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπο, εἴτε γιατὶ εἶναι πολὺ φτωχὸς εἴτε γιὰ νὰ βελτιώσει κάπως τὴ ζωή του, τὴν ὥρα ποὺ ἐπιστρέφει τὸ δάνειο ἐκφράζει βέβαια τὴν μεγάλη του εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ τὸ ἐξοφλεῖ κρυφά, ἐπειδὴ ντρέπεται. Ἐνῷ ὁ δεσπότης Θεὸς ἐνεργεῖ ἀντίστροφα. Δανείζεται κρυφὰ ἀλλὰ τὰ ἐπιστρέφει ἐνώπιον ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων καὶ δικαίων ψυχῶν.
Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν δώσω στὸν ἀδελφό μου λίγο ψωμὶ ἢ κάτι ἄλλο, οἱ δαίμονες μολύνουν τὴν πράξη αὐτὴ σὰν νὰ γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια».
Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Κι ἂν ἀκόμη γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐμεῖς θὰ δώσουμε στὸν ἀδελφὸ ὅ,τι χρειάζεται».
Καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολή:
«Δυὸ ἄνθρωποι ἦσαν γεωργοὶ καὶ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια πόλη. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔσπειρε καὶ εἶχε λίγη σοδειὰ καὶ ἀκάθαρτη. Ὁ ἄλλος ἀμέλησε καὶ δὲν ἔσπειρε, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶχε καθόλου σοδειά. Ἂν ἔπεφτε πεῖνα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ εἶχε νὰ ζήσει;»
«Αὐτὸς ποὺ ἔβγαλε τὴ λίγη καὶ ἀκάθαρτη σοδειὰ» ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός.
«Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς -λέει ὁ Γέροντας- ἂς σπέρνουμε λίγα, ἔστω καὶ ἀκάθαρτα, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ