Βλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ, τώρα τὸ καλοκαίρι, νὰ ξεμακρύνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς πολιτείας.
Ἂν τοῦ ἀρέσει ἡ θάλασσα, ἂς πάει σὲ κανένα νησί, ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμα χαλασμένοι οἱ νησιῶτες, ἢ σὲ κανένα ψαραδοχώρι. Νὰ μὴν κουβαλήσει ὅμως μαζί του τὴν πολιτεία, ὅπως κάνουνε πολλοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ θέλουνε νὰ ἀφήσουνε τὴν ταραχὴ πίσω τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κουβαλᾶνε μαζί τους ὅλα τὰ περίπλοκα καὶ κουραστικὰ καθέκαστα τῆς πολιτείας.
Πάρε μαζί σου ὅσο λιγώτερα πράγματα μπορεῖς. Γιατί, τὸ πιὸ μεγάλο κέρδος ποὺ θά ῾χεις πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα τέτοιο μέρος, θά ῾ναι ἡ φχαρίστηση ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος σὰν τοῦ λείψουνε πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ ἔχει στὴν πολιτεία τόσο εὔκολα, καὶ ποὺ ἐκεῖ πέρα θὰ τοῦ φαίνεται σὰν κάποια μεγάλη ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τὸ πιὸ παραμικρὸ πρᾶγμα.
Δυστυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς λείπει τίποτα, καὶ δὲν ἔχουνε τὴν ἐλπίδα νὰ λαχταρήσουνε κάποιο πρᾶγμα, εἴτε φαγητὸ εἶναι, εἴτε ξεκούρασμα, εἴτε ὁμιλία, εἴτε ζεστασιά, εἴτε δροσιά.
Καὶ καλότυχοι ἀληθινὰ ὅσοι δὲν τὰ ἔχουνε ὅλα εὔκολα, καὶ γιὰ τοῦτο γίνουνται γιὰ δαύτους ὁλοένα νέα καὶ δροσερὰ ὅλα τὰ πράγματα.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Εὐλογημένο Καταφύγιο» (ἔκδ. Ἀκρίτας σ. 11)