Ξέρω καλά, τι είναι η ζωή που ζούνε οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι.
Οι άνθρωποι, δηλαδή, που διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με τις διάφορες ματαιότητες.
Όλα αυτά, από μακριά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό!
Από κοντά, όμως, απορείς για την φτώχεια που έχουνε, και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ξεγελιούνται με αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνουνε τον ευτυχισμένο! Κατάδικους, που κάνουνε τον ελεύθερο! Άδειοι από κάθε ουσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη η ψυχή τους! Και γι’ αυτό ανύπαρκτη και η «ευτυχία» τους! Τελείως αποξενωμένοι από την Βασιλεία του Θεού!
Αλλά πως να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Και πως να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει αλάτι;
Μη φοβάσαι, αδελφέ μου, να μείνεις μοναχός με τον εαυτό σου!
Μη καταγίνεσαι ολοένα με χίλια πράγματα, για να τον ξεχάσεις!
Γιατί όποιος έχασε τον εαυτό του, κάθεται με ίσκιους και με φαντάσματα μέσα στην έρημό του θανάτου.
Αγάπησε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, περισσότερο από τις πεθαμένες σοφίες των ανθρώπων.
Περισσότερο από κάθε τιμή και δόξα ετούτου του κόσμου.
Και μοναχά τότε, θα χαίρεσαι σε κάθε ώρα της ζωής σου.
Κανένας δρόμος δεν βγάζει στην ειρήνη της καρδιάς, παρά μόνο ο Χριστός, που σε καλεί πονετικά και που σου λέγει: «Εγώ ειμί η οδός».
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ἀπὸ τὴν Συλλογή: Μυστικὰ ἄνθη