Το 1961 ο ηγούμενος Νικόδημος και ο ιερομόναχος Ιάκωβος [ο όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)] αποφασίσανε να χτίσουν εκκλησάκι προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ηγούμενος επέλεξε τον τόπο κι έβαλε πασσαλάκια για όρια. Έφυγε ο ηγούμενος για τη Λίμνη και τη νύχτα εμφανίστηκε στον π. Ιάκωβο ένας ψηλός, ξανθός και ωραίος αξιωματικός με χρυσό σπαθί, που του είπε:
– Πάτερ μου, είμαι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Δεν επιθυμώ ο ναός μου να χτιστεί σ’ αυτό το χώρο, που τοποθετήθηκαν τα πασσαλάκια, αλλά εδώ που θα σου υποδείξω.
Έσκυψε και μετέφερε πιο πέρα τα πασσαλάκια. Το πρωί ο π. Ιάκωβος πήγε και βρήκε μεταφερμένα τα πασσαλάκια. Το παρεκκλήσι επρόκειτο να χτιστεί με πρόχειρο, με λάσπη και άχυρα, διότι δεν υπήρχαν τα μέσα. Την επόμενη νύχτα εμφανίστηκαν στον π. Ιάκωβο δύο αξιωματικοί με χρυσά σπαθιά και του είπαν:
– Είμαστε οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Να πεις στον Γέροντά σου ότι εμείς δεν επιθυμούμε το σπίτι μας να χτιστεί με λάσπη και άχυρο, αλλά με άμμο, ασβέστη και ξύλα. Και στη σκεπή κεραμίδια.
Τα υλικά όμως αυτά δεν υπήρχαν ψηλά στο βουνό. Η φτώχεια μεγάλη και δρόμος καλός να μεταφερθούν δεν υπήρχε. Γι’ αυτό τους ρώτησε ο π. Ιάκωβος και του απάντησαν:
– Μη στενοχωριέσαι, πάτερ, και θα τα φροντίσουμε εμείς. Θα βρέξει τη νύχτα και το ρέμα θα φέρει πολλή άμμο. Τα οικοδομικά υλικά θα τα δωρίσουν ευσεβείς χριστιανοί.
Κι έγιναν όλα όπως προαναγγέλθηκαν και με θαυμαστή επικουρία.
Από το βιβλίο του Στυλιανού Παπαδόπουλου, ο «Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» των εκδόσεων Ακρίτας.