Ξέρετε τί θὰ πεῖ Γέροντας; Μόνο ὁ διάβολος ξέρει τί θὰ πεῖ Γέροντας.
Ὁ κατὰ σάρκα ἀδερφὸς ἀλλὰ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, ὁ πάτερ Ἀθανάσιος, εἶχε τὴν Κοίμηση στὴ Νέα Σκήτη. Ἐκεῖ τὸ Γεροντάκι ποὺ ζοῦσε πρίν, ἐγὼ τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα δὲν τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ τὸ ἄκουσα· τὸ Γεροντάκι τὸ πρόλαβα.
Εἶχε ἕναν ὑποτακτικό. Ὁ ὑποτακτικός, ἔ, κρίσις Θεοῦ, ἦρθε στὸ τέλος νὰ πεθάνει. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, τὴν παραμονὴ προτοῦ νὰ πεθάνει, πῆγαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Εἶσαι δικός μας, τώρα θὰ σὲ πάρουμε στὴν κόλαση γιατὶ ἔτσι κι ἔτσι…», τὰ συνηθισμένα τῶν διαβόλων. Τὸ παιδὶ ταράχθηκε. Μπῆκε μέσα ὁ Γέροντας:
– Παιδί μου, γιατί εἶσαι ταραγμένος; λέει.
– Γέροντα, Γέροντα, θὰ κολασθῶ, ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ μὲ πάρουν, μοῦ εἶπαν ὅτι αὔριο στὶς τρεῖς ἡ ὥρα θά ῾ρθουμε νὰ σὲ πάρουμε.
– Ἄχ, παιδάκι μου, λέει, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός, ὅταν ἔρθουν οἱ δαίμονες νὰ τοὺς πεῖς: «Ἐγὼ ἔχω Γέροντα».
– Νά ῾ναι εὐλογημένο.
Τελείωσε, τὸν εἰρήνευσε τὸν ὑποτακτικό! τὴν ἄλλη μέρα πᾶν οἱ δαίμονες κατὰ τὴ συνήθειά τους, βγάλε τὴ γλώσσα, τράβα ἀπὸ ῾δῶ… «Τί ἐρχόσαστε σὲ μένα», λέει, «ἐγὼ εἶμαι ὑποτακτικός, ἔχω Γέροντα». Μὲ τὸ «ἔχω Γέροντα» ἄφαντοι ὅλοι οἱ δαίμονες! Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας.
ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ