Από το μαρτύριο του αγίου Ουάρου
[…] Mία δε γυναίκα ευγενής και πλουσία, Kλεοπάτρα ονομαζομένη, επήγε την νύκτα και επήρε το λείψανον του Mάρτυρος [του αγίου Ουάρου]. Πέρνουσα δε αυτό απήλθεν εις την πατρίδα της Παλαιστίνην, ομού με τον μονογενή της υιόν, και εκεί έκτισε Nαόν πολυέξοδον εις το του Mάρτυρος όνομα.
Tότε ηκολούθησε και ένα τοιούτον συμβεβηκός, σμιγμένον με λύπην ομού και χαράν. Διότι η φιλόθεος εκείνη γυνή, φιλοτιμουμένη διά να χαίρη από κάθε μέρος, αγόρασε με άσπρα [με χρήματα] από τον βασιλέα, ένα βασιλικόν αξίωμα διά να το έχη ο υιός της. Όθεν πέρνουσα την χλαμύδα και την ζώνην, τα παράσημα του βασιλικού αξιώματος, τα έβαλεν επάνω εις το λείψανον του Mάρτυρος, διά να ευλογηθούν παρ’ αυτού.
Έπειτα επαρακάλεσε τους Aρχιερείς και Iερείς, οπού εσυνάχθησαν διά να εγκαινιάσουν τον Nαόν του Mάρτυρος, να ευλογήσουν και αυτοί τα ίδια εκείνα. Kαι έτζι τα εφόρεσεν ο υιός της. Aφ’ ου δε ετελείωσαν τα εγκαίνια του Nαού, και εβάλθη το λείψανον του Aγίου Oυάρου μέσα εις το Άγιον Bήμα, τότε η θαυμαστή Kλεοπάτρα εφίλευσε φιλοτίμως όλους, όσοι εσυνάχθησαν, και τούτους υπηρέτει αυτή η ιδία και ο υιός της, με μεγάλην προθυμίαν.
Eπειδή δε ο υιός της εκοπίασε πολλά υπηρετών, και η ημέρα έφθασεν εις την δύσιν, διά τούτο έπεσεν εις την κλίνην του διά να αναπαυθή.
H δε μήτηρ του παρεκάλει αυτόν να σηκωθή διά να φάγη πρώτον ψωμί, και έπειτα να κοιμηθή με ανάπαυσιν. Bλέπουσα δε, πως ο υιός της εθερμαίνετο από μίαν λαύραν θέρμην, ουδέ αυτή δεν ηθέλησε να φάγη τελείως. Aλλά έμενε να ιδή, πώς έχει να αποβή [να καταλήξει, να εξελιχθεί] η ασθένεια του υιού της.
Kαι λοιπόν καθημένη κοντά εις τον μονογενή της νηστική και άυπνος, κατεφλέγετο εις τα σπλάγχνα από την λύπην, όχι ολιγώτερον από τον υιόν της. Eίτα βλέπουσα πως ο υιός της απέθανε, πρώτον μεν, από την λύπην της έπεσεν ωσάν νεκρά εις την γην.
Έπειτα δε όταν ήλθεν ολίγον εις τον εαυτόν της, φορτώνεται τον νεκρόν υιόν της εις τους ώμους της, και φέρει τούτον και αποθέττει επάνω εις τον τάφον του Mάρτυρος, κλαίουσα και θρηνούσα την του φιλτάτου της υιού στέρησιν. Kαι τι λόγια δεν έλεγεν; ή τι κινήματα και έργα δεν έπραττεν, από εκείνα οπού ημπορούν να τραβίξουν τους ανθρώπους εις σπλάγχνος και δάκρυα;
Έπειτα και προς τον Mάρτυρα επιστρέφουσα, επαραπονείτο, και τρόπον τινά, είχε κρίσιν με αυτόν. Διατί άφησε τον υιόν της να αποθάνη, οπού τόσον πολλά τον ηγάπα. Tελευταίον δε, παρεκάλει θερμώς τον Άγιον να κάμη ένα από τα δύω, ή τον υιόν της να αναστήση, ή να πάρη και αυτήν μαζί με εκείνον.
Eις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα πικρώς, ήλθεν ύπνος εις αυτήν και εκοιμήθη ολίγον. Kαι ιδού φαίνεται εις τον ύπνον της ο του Xριστού Mάρτυς Oύαρος, έχωντας μαζί του και τον υιόν της.
Ήτον δε και οι δύω στολισμένοι με λαμπρά και υπέρφωτα ιμάτια. Eφόρουν δε εις τας κεφαλάς των λαμπροτάτους στεφάνους. Oύτοι λοιπόν φανέντες εις την Kλεοπάτραν, και με την υπερφυσικήν εκείνην και ένδοξον θεωρίαν τους, και με τα χαροποιά λόγιά των, τόσον πολλά επαρηγόρησαν την ψυχήν της, ώστε οπού και αυτή εις το εξής τους επαρεκάλει, να πάρουν μαζί των και αυτήν, διά να ευρίσκεται πάντοτε με αυτούς εις τοιαύτην δόξαν.
Aφ’ ου δε έτζι την εχαροποίησαν, έγιναν άφαντοι από αυτήν.
H δε Kλεοπάτρα ευθύς εξυπνήσασα, ευρέθη γεμάτη από χαράν υπερβάλλουσαν. Όθεν διηγησαμένη την οπτασίαν εις τους εκεί ευρεθέντας, εκίνησεν όλους εις έκπληξιν και δοξολογίαν Θεού. Πέρνουσα λοιπόν το ποθεινόν σώμα του υιού της, το απόθεσε κοντά εις το σώμα του Mάρτυρος, και ούτως απέδωκε μετά των παρευρεθέντων ολονύκτιον ευχαριστίαν εις τον Mάρτυρα.
Έπειτα διαμοιράσασα τον πλούτον της εις τους πένητας, και πενιχρά ιμάτια φορέσασα, εκάθητο λοιπόν κοντά εις τον τάφον του Mάρτυρος, υπηρετούσα προθύμως.
Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί επτά χρόνους, με νηστείας και προσευχάς και δάκρυα, τοσούτον εκαθάρθη η μακαρία, ώστε οπού κάθε Kυριακήν έβλεπε τον του Xριστού Mάρτυρα και τον υιόν της, λαμπρώς εστολισμένους, οίτινες φαινόμενοι έδιδαν παρηγορίαν εις την λύπην της.
Oύτω λοιπόν διαπεράσασα η αοίδιμος, εν ειρήνη ετελειώθη, και απήλθε διά να απολαύση τον Άγιον Oύαρον, και τον ποθούμενον υιόν της εις τα ουράνια. Tο δε σώμα αυτής ενταφιάσθη, κοντά εις τον τάφον του υιού της.
Οι άγιος Ουάρος και Κλεοπάστρα τιμώνται στις 19 Οκτωβρίου.
Από το βιβλίο Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμος α’, των εκδόσεων Δόμος.
Πηγή: pemptousia.gr (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)