Από το 1947 και επί τρία έτη το χωριό της Σίψας άδειασε, λόγω των διώξεων των ανταρτών [περίοδος εμφυλίου πολέμου]. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν μεταβεί στη Δράμα.
Τα γυναικόπαιδα είχαν φύγει όλα και μόνο μερικοί άνδρες φύλαγαν τα ζώα και το χωριό για να μην το κάψουν. Όλα τα γύρω χωριά τα είχαν κάψει. Το χωριό το κτύπησαν, αλλά κανείς δεν έπαθε τίποτε. Ο όσιος είχε πει:
– Θα ‘ρθει η Βουλγαρία [παραχώρηση κατά την γερμανική κατοχή από τους Γερμανούς στους Βούλγαρους συμμάχους τους περιοχών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης] και μύτη δεν θα ματώσει στο χωριό. Θα γίνει ο εμφύλιος και δύο άτομα θα σκοτωθούν.
Έτσι ακριβώς έγινε. Τότε που σκοτώθηκαν αυτοί οι δύο έξω από το χωριό, ο όσιος ήταν στην Δράμα.
Ένας πατέρας με τον υιό του, την περίοδο του εμφυλίου, πήγαιναν με το κάρο να κόψουν ξύλα. Στον δρόμο έπεσαν σε ναρκοπέδιο. Με την ευχή του οσίου Γέροντος δεν έπαθαν τίποτε.
Και τον ίδιον τον έπιασαν και τον πήγαν προς το εκκλησάκι της Παναγίας της Φανερωμένης για να τον σκοτώσουν.
Ο όσιος τους παρακάλεσε:
– Αφήστε με να προσευχηθώ λίγα λεπτά και ύστερα να με εκτελέσετε.
Έκανε μεγαλόφωνα την προσευχή του και όταν τελείωσε τους είπε άφοβα:
– Τώρα είμαι έτοιμος!
– Λοιπόν, τώρα είσαι ελεύθερος. Μη φοβάσαι τίποτε. Θα σε πάμε στο κελλί σου.
Τον πήγαν πίσω. Τι είδαν και τον σεβάσθηκαν τόσο, κανείς δεν γνωρίζει. Ο Θεός προστάτευε συνεχώς τον πιστό δούλο του.
Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, (1901-1959)», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα), Δράμα.