Εἶναι παρατηρημένο ὅτι, στὶς πρῶτες ἡμέρες ποὺ ἐρχόμεθα στὸ κοινόβιο, ἔχουμε ζῆλο σὰν τὸν Ἄθωνα.
Αὐτὸς ὁ ζῆλος προσέξετε νὰ μὴ σᾶς ἐξασθενήσει, νὰ μὴ σβήσει· διότι τότε εἶναι ὄχι καλά.
Μπορεῖς αὐτὸ τὸν ζῆλο νὰ τὸν αὐξήσεις, νὰ τὸν μεγαλώσεις; Ἄξιος ἐπαίνου εἶσαι. Πρόσεξε ὅμως μήπως αὐτὸς ὁ ζῆλος, ἐννοῶ ζῆλο εἰς τὴν ὑπακοή, εἰς τὴν εὐχή, εἰς τὴν αὐτομεμψία, ἄγρυπνος στὴν ἀκολουθία, μὴ σὲ πάρει ὁ ὕπνος, στὸ δωμάτιό σου· νὰ ἐπιβλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ζῆλος. Ἂν ὁ ζῆλος ψυχρανθεῖ, τότε δὲν βαδίζεις καλά. Γι᾿ αὐτὸ διόρθωσε τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ψυχρανθεῖ αὐτὸς ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ θερμότης.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀδερφός, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Διότι δὲν ξέρεις πόσα χρόνια θὰ ζήσεις στὸ μοναστήρι. Μπορεῖ νὰ ζήσεις πέντε χρόνια, μπορεῖ νὰ ζήσεις δέκα, μπορεῖ νὰ ζήσεις καὶ πενήντα, δὲν γνωρίζεις πόσα χρόνια. Ἔ, αὐτὸς εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀκμαῖο.
ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ