Του Αρχιμανδρίτη π. Φωτίου Ιωακείμ
Ἡ περιώνυμη πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος, τῆς ὁποίας τὰ ἐκτεταμένα κατάλοιπα καὶ ἐρείπια ἁπλώνονται σήμερα στὴ νότια ἀκτὴ τῆς Κύπρου καὶ περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς πόλεως Λεμεσοῦ, ὑπῆρξε, ὡς γνωστόν, μία ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις ἐπισκοπὲς τῆς χριστιανικῆς νήσου, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται ὀργανωμένες καὶ λειτουργοῦσες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα.
Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰῶνα, ὁπόταν καταστρέφεται κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές1 , καὶ φαίνεται πὼς τότε χάνει καὶ τοὺς περισσότερους κατοίκους της. Ὡστόσο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα Ἀμαθοῦντος μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἄνκαι ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται ὁριστικὰ καὶ ἐρημώνεται, ἐνῶ στὴ θέση της ἀναπτύσσεται ἡ παρακείμενη Νεάπολις-Λεμεσός, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καὶ τὴ φυσικὴ διάδοχό της2 . Προφανῶς ἡ ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος μεταφέρεται ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα σὲ πλησιόχωρη κατάλληλη τοποθεσία.
Τὰ ὅρια τῆς διοικητικῆς καὶ συνάμα ἐπισκοπικῆς βυζαντινῆς περιφέρειας Ἀμαθοῦντος δὲν μᾶς εἶναι σήμερα ἐπακριβῶς γνωστά. Ἀσφαλῶς, πρὸς τὰ δυτικὰ ὁριοθετεῖτο ἀπὸ τὴ γειτνιάζουσα ἐπισκοπὴ Νεαπόλεως, στὰ βόρεια ἀπ᾽ αὐτὴν τῆς Ταμασσοῦ, ἐνῶ στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Κιτίου. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυπρίου στὴν καταγωγὴ ὁσίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, πρὸς τὰ ἀνατολικὰ ἡ περιφέρεια Ἀμαθοῦντος ἐκτεινόταν μέχρι τουλάχιστον καὶ τὸ (ἐρειπωμένο σήμερα) χωριὸ Πεντάσχοινο3 , καὶ ἄρα (πρὸς τὰ βόρεια) μέχρι καὶ τὴν Κοφίνου.
Ἡ ἀρχαία αὐτὴ πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος κλεΐστηκε ἀπὸ πλειάδα ἁγίων ἐπισκόπων, ὁσίων καὶ μαρτύρων. Στὸ παρὸν θὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στοὺς δύο παλαιότερους γνωστούς της ἁγίους ἐπισκόπους, τοὺς Μνημόνιο καὶ Τύχωνα, οἱ ὁποῖοι συνεορτάζουν στὶς 16 Ἰουνίου.
Ὁ ἅγιος Μνημόνιος, ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος (4ος αἰώνας [α´ ἥμισυ-γ´ τέταρτο])4
Ὑπῆρξε προφανῶς Κύπριος στὴν καταγωγὴ καὶ ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα. Αὐτὸς χειροτόνησε καὶ τὸν ἅγιο Τύχωνα σὲ διάκονο τῆς Ἐκκλησίας Ἀμαθοῦντος γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο του, καὶ ἀνέθεσε σ᾽ αὐτὸν τὴ διαχείρηση τῶν πραγμάτων τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ δὲ ἱερὸς Τύχων μὲ τὴ διδασκαλία καὶ νουθεσία του ἐπέστρεφε πολλοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ Πίστη καὶ θεογνωσία, προσφέροντάς τους στὸν ἁγιώτατο Μνημόνιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς καταξίωνε τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μετὰ τὴ μακαρία τελευτὴ τοῦ Μνημονίου, τὸν διαδέχθηκε στὴν προεδρία τῆς ἐπισκοπῆς ὁ θεοφόρος Τύχων. Ὁ Μνημόνιος συναριθμεῖται στὴ χορεία τῶν Κυπρίων ἁγίων καὶ ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς χρονογράφους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους φέρεται συνεορταζόμενος μὲ τὸν διάδοχό του ἅγιο Τύχωνα στὶς 16 Ἰουνίου.
Ὁ ἅγιος Τύχων, ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος, ὁ θαυματουργὸς (4ος αἰ. [β´ ἥμισυ, μετὰ τὸ 367-;(πρὶν τὸ 400)])5
Ὁ περιώνυμος ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου, ἄκμασε δὲ κατὰ τὸν 4ο αἰώνα. Οἱ φιλόχριστοι γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Θεό, ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν σὲ μικρὴ ἡλικία. Ἀφοῦ ὁ ἅγιος μελέτησε ἀρκετὰ τὰ ἱερὰ γράμματα, χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν τότε ἐπίσκοπο Ἀμαθοῦντος ἁγιώτατο Μνημόνιο ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας τοῦ Τύχωνα ἦταν ἀρτοποιός, καὶ τοῦ ἀνέθετε τὴν πώληση τῶν ἄρτων. Ἀλλ᾽ ὁ εὐλογημένος νέος, ἔχοντας θερμὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό, διένειμε τὶς εἰσπράξεις τῆς πωλήσεως ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς. Τοῦτο σὰν γνώρισε ὁ πατέρας του, πολὺ λυπήθηκε καὶ ταράχθηκε. Ὁ Τύχων ὅμως τὸν καταπράυνε, καὶ τὸν διαβεβαίωνε ὅτι δάνειζε τοὺς ἄρτους στὸν Θεό, μὲ τὸν Ὁποῖο εἶχε συμφωνία ὅτι θὰ λάμβανε ἑκατονταπλάσια τῶν ὅσων ἔδινε. Καὶ ἀληθινά, πηγαίνοντας ὁ Τύχων μὲ τὸν πατέρα του στὴν ἀποθήκη τοῦ σιταριοῦ, τὴ βρῆκαν ὑπερπλήρη, ἄνκαι προηγουμένως ἦταν σχεδὸν κενή! Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα του, παρέμεινε ὁ νέος μὲ τὴ θεοφιλή του μητέρα καί, ἀφοῦ πώλησε τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἔδωσε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς. Ὁ ἐπίσκοπος Μνημόνιος, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ δεξιότητά του σὲ ὅλα, τὸν χειροτόνησε κατόπιν διάκονο, καθιστώντας τον καὶ ἐκκλησιέκδικο. Μετὰ δὲ τὴν τελευτὴ τοῦ Μνημονίου, μὲ τὴν κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, χειροτονεῖται ὁ Τύχων ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος ἀπὸ τὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου ἅγιο Ἐπιφάνιο τὸν Μέγα.
Ἔκτοτε ὁ ἅγιος κατέβαλε ἰδιαίτερα μεγάλους ἀγῶνες γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας του, ἐπιτυγχάνοντας μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του τὴν ἐπιστροφὴ πολλῶν ἀπίστων στὸν Χριστό. Ὅμως δύο ἀμετανόητοι εἰδωλολάτρες, Καλύκιος καὶ Κλεοπάτρα ὀνομαζόμενοι, φθονώντας τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, τὸν συκοφάντησαν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀμαθοῦντος. Κατὰ τὴν θεόπνευστη ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα ἀπολογία του ὁ Τύχων, ὄχι μόνο κατέρριψε πανηγυρικὰ τὶς συκοφαντίες, ἀλλὰ καὶ τόσο λαμπρὰ δημηγόρησε ὑπὲρ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, ὥστε ἐφείλκυσε τὸν ἄρχοντα στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέλυσε μὲ τιμὴ καὶ θαυμασμό, ἀποδιώκοντας μὲ ὕβρεις τοὺς κατηγόρους του! Μὲ τὴν καθαρότητα λοιπὸν τῆς πολιτείας του καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο, ὁ ἅγιος ἔλαβε πλούσια τὴ Χάρη τῶν θαυμάτων: Δίωκε δαιμόνια καὶ θεράπευε πάθη ἀνίατα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀποκτώντας ἐπάξια τὴν προσωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὅταν προγνώρισε ἐκ Θεοῦ τὴν κοίμησή του, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸ ποίμνιό του, τὴ φανέρωσε συμβολικὰ μὲ μιὰ μεγάλη θαυματουργία, ποὺ ἔμελλε νὰ μεγαλύνει τὴν μνήμη του στοὺς αἰῶνες. Μεταβαίνοντας δηλαδὴ σὲ ἀγρὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀμπελών, γιὰ νὰ εὐλογήσει καὶ τοὺς ἀγρότες ποὺ φυτεύανε ἀμπέλους, πῆρε μία παραπεταμένη ξηραμένη κληματίδα καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Χριστό, Τοῦ ζήτησε νὰ δώσει σ᾽ αὐτὴν τέσσερεις εὐλογίες: ἰκμάδα ζωῆς, εὐφορία καρπῶν, γλυκύτητα σταφυλιῶν καὶ πρώιμη βλάστηση. Τότε, ἀφοῦ φύτευσε μὲ τὰ χέρια του τὴν κληματίδα, προφήτευσε τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν σ᾽ αὐτήν, καὶ ὅτι αὐτὰ θὰ συνέβαιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, γιὰ νὰ τὸν ἐνθυμοῦνται οἱ πιστοί. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν τὸ τέλος του, ἄκουσε φωνὴ θεία νὰ τὸν καλεῖ στὰ οὐράνια βασίλεια. Ἀφοῦ λοιπὸν παρηγόρησε καταλλήλως τὴ μητέρα του, ἡ ὁποία ζοῦσε ἀκόμη, κι ἀφοῦ ἀπεύθυνε τὶς τελευταῖες παραινέσεις στὸν κλῆρο καὶ λαό του, ποὺ συνάθροισε πρὸς τοῦτο, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα6 .
Τὸ ἱερό του σῶμα κατατέθηκε ἀπὸ τοὺς προστρέξαντες ἀρχιερεῖς, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἀμαθοῦντος (κοιμητηριακῆς βασιλικῆς τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰώνα), ὁ ὁποῖος, λίγο ἀργότερα (β´ μισὸ τοῦ 5ου αἰώνα), ἐπεκτάθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τύχωνος. Πολλὰ δὲ θαύματα τέλεσε ὁ Κύριος μὲ τὴ μεσιτεία του καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σὲ ὅσους προσέτρεχαν μὲ πίστη σ᾽ αὐτόν, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ κατὰ πλάτος Βίος του, ἔργο τοῦ συμπολίτη του καὶ κορυφαίου ἱεράρχη, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, ὁ ὁποῖος ἐπίσης τάφηκε κατὰ τὸ 619 μ.Χ. στὸν πιὸ πάνω ναὸ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος 7.
Μοναδικὸ ὑπερφυὲς σημεῖο, ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέρθηκε, ὑπῆρξε τὸ σχετικὸ μὲ τὴ θαυματουργό του ἄμπελο, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φυτεύσει. Κάθε χρόνο, κατὰ τὴν προφητεία του, ὡρίμαζε τὰ γλυκύτατα σταφύλια της κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του (16 Ἰουνίου) καὶ κατὰ τὴ διάρκεια μάλιστα τῆς θείας Λειτουργίας πρὸς τιμή του στὴν Ἀμαθοῦντα (ἀνεξήγητο λογικὰ γεγονὸς ἡ τόση πρωιμότητα!), τὰ ὁποῖα καὶ προσφέρονταν στὸ θυσιαστήριο, κατόπιν δὲ πρὸς τοὺς πιστοὺς χάριν εὐλογίας, καὶ τελοῦνταν τότε πολλὰ θαύματα.
Ὁ ἅγιος Τύχων, ἴσως καὶ γιὰ τὸ ἐξαίσιο τοῦτο θαυματούργημα, κατέστη ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος τῆς Ἀμαθοῦντος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ὁσία του μορφή, περιβαλλόμενη ἀπὸ τὴ θαυματουργή του ἄμπελο, δίκην πνευματικοῦ «λογοτύπου», κοσμεῖ μολύβδινες σφραγίδες διαδόχων του ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Ἀμαθούντων (σήμερα εἶναι γνωστὰ σχετικὰ δείγματα τοῦ 7ου αἰώνα)8 .
Ἐκτὸς τοῦ ἀνωτέρω, ἐρειπωμένου σήμερα, ναοῦ του στὴν ἀρχαία Ἀμαθοῦντα, ποὺ ἔχει ἤδη ἀνασκαφεῖ, σώζεται καὶ ἄλλος παλαιός, ἐπίσης ἐρειπωμένος, κοντὰ στὸ χωριὸ Ἅρμου τῆς Πάφου. Τὸ ὄνομά του φέρει καὶ τὸ πλησίον τῆς Ἀμαθοῦντος χωριό.
ᾈσματικὴ Ἀκολουθία σ᾽ αὐτὸν συνέθεσαν οἱ λόγιοι ἅγιοι τοῦ 9ου αἰώνα Θεοφάνης ἐπίσκοπος Νικαίας ὁ Γραπτὸς καὶ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 16 Ἰουνίου.
1Ἐσφαλμένα λοιπὸν καὶ ἀνιστόρητα κρίνονται ἐνόψει τῶν προσφάτων πορισμάτων τῶν ἐκεῖ ἀνασκαφῶν τὰ ἀπὸ τοῦ μεσαίωνος καὶ ἐφεξῆς πολλαχοῦ ἀναφερόμενα, ὅτι ἡ πόλη ἄκμαζε μέχρι καὶ τὸ 1191 μ.Χ., ὁπόταν καταλήφθηκε καὶ καταστράφηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ριχάρδο Λεοντόκαρδο (βλ. Ὁδηγὸς Ἀμαθοῦντος, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λ/σία 1999.
2 Βλ. σχετικὰ ἐν Μοναχὸς Χαρίτων Σταυροβουνιώτης, «Μάρτυς ῾Ρηγῖνος ὁ ἐν Κύπρῳ καὶ ἱερομάρτυς ῾Ρηγῖνος ὁ ἐν Σκοπέλῳ», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, 8, Λευκωσία 2008, σσ. 225-226, §ια’, ὅπου καὶ συναφὴς ἐπὶ τοῦ θέματος βιβλιογραφία.
3 Ὁσίου Ἀναστασίου, Διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ γενόμενα διαφόροις τόποις, Κώδ. Vatican. Gr. 2592, φ. 132r καί, Stefan Heid, «Die C-Reihe erbaulicher Erzhlungen des Anastasios vom Sinai im Codex Vaticanus Graecus 2592», OCP 74 (2008), σ. 103.
4 Πηγὴ τῶν λίγων γνωστῶν στοιχείων γιὰ τὸν ἅγιο Μνημόνιο εἶναι οἱ διάφοροι Βίοι τοῦ ἁγίου Τύχωνος Ἀμαθοῦντος (λ.χ. BHG³ 1860 καὶ Συναξαριακὸ ὐπόμνημα ἐν Synax EcclCon 751.18-21· ὁκατὰπλάτος Βίος του [BHG³ 1859], ὅπου ἀναμφίβολα θὰ ὑπῆρχαν ἐκτενέστερες γι᾽ αὐτὸν ἀναφορές, σῴζεται δυστυχῶς ἀκέφαλος), στοὺς ὁποίους πάντοτε κατονομάζεται «ἁγιώτατος».
5 Πρόσφατη ἀξιόλογη ἐπανέκδοση τοῦ ἀνωτ. ἐκτεταμένου Βίου τοῦ Ἁγίου Τύχωνος (BHG³ 1859), ἔργου τοῦ συμπολίτη του, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, συμπληρωμένου ἀπὸ ἄλλους ἐπίτομους Βίους του, μὲ σχετικὴ εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια, εἰκόνες καὶ φωτογραφίες τῶν ἐρειπίων τοῦ ναοῦ του στὴν Ἀμαθοῦντα, σὲ συνεργασία μὲ τὴ Mονὴ Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους καὶ τὸν φιλόλογο Λεωνίδα Χαριτίδη, ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Λεμεσοῦ ἐν, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, τοῦ θαυματουργοῦ, συγγραφεὶς παρὰ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Λεμεσὸς 2003. Πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Τύχωνος μὲ σχετικὴ βιβλιογραφία δημοσιεύθηκε στὰ Κύπρια Μηναῖα, Η´ (Ἰούνιος), σσ. 113-130.
6 Στὸ ἀνωτ. ἔργο, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, τοῦ θαυματουργοῦ…, Λεμεσὸς 2003, σσ. 20-23, ἐπιχειρεῖται ἡ χρονολόγηση τῆς ἀκμῆς τοῦ Ἁγίου στὸ β´ μισὸ τοῦ 4ου- α´ μισὸ τοῦ 5ου αἰ., μὲ ἔρεισμα τὴ μαρτυρία ἑνὸς μόνου χειρογράφου (τοῦ Vatican. Graec. 1191), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Τύχων γεννήθηκε ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου (367-403). Ὑποθέτομε ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ μᾶλλον πρωθύστερο: ὁ ἀνώνυμος γραφέας προφανῶς εἶχε ὑπόψη τὴ χειροτονία τοῦ Τύχωνος ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο. Περαιτέρω, τὸ κατείδωλο τῆς Ἀμαθοῦντος ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Τύχωνος, κυρίως ὅμως ἡ ἀπουσία, τόσο τοῦ ἰδίου, ὅσο καὶ τοῦ ἀμέσου προκατόχου του ἁγίου Μνημονίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν 15 Κυπρίων ἐπισκόπων στὴ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου τοῦ ἔτους 400 (ἡ ἐπιστολὴ διασώθηκε στὰ λατινικὰ στὴν 92η ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου [βλ. Migne, PL,22,No. XCII, στ. 758.1-769.14, εἰδικώτερα στ. 760.5-12]), τοποθετοῦν ἀνεπιφύλακτα τὸν Τύχωνα στὸν 4ο αἰώνα.
7 Βλ. Ὁδηγὸς Ἀμαθοῦντος, ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Τραπέζης Κύπρου, Λ/σία 1999, σσ. 87-91.
8Βλ. Χαρίτων μοναχὸς Σταυροβουνιώτης, «Μερικὴ ἀναθεώρηση τοῦ ἐν χρήσει καταλόγου ἐπισκόπων τῆς ἐπισκοπῆς Κιτίου (προσθῆκες-εἰσηγήσεις)», Κυπριακαὶ Σπουδαὶ, ΞΖ’-ΞΗ’ (2003-2004), Λευκωσία 2005, σ. 150, ὑποσημ. 11¬.