Ορθόδοξες Προβολές
31 Οκτωβρίου, 2020

Οι σεισμοί στα συναξάρια της εκκλησίας

Διαδώστε:

Οι σει­σμοί συν­δέ­ον­ται με τη ζωή των αν­θρώ­πων σε ό­λες τις ιστορι­κές πε­ριό­δους. Η ι­στο­ρία δι­α­σώ­ζει μνή­μες τέ­τοιων κα­τα­στρε­πτι­κών σει­σμών που είχαν φο­βε­ρές συ­νέ­πει­ες και σε αν­θρώ­πους και σε άλ­λα αντι­κεί­με­να. Μέσα στο Συ­να­ξά­ρι­ο της Εκ­κλη­σίας, που δι­α­βά­ζε­ται καθημε­ρι­νά κα­τά την α­κο­λου­θί­α του Όρ­θρου, δι­α­σώ­ζον­ται οι μνήμες τέτοιων φο­βε­ρών σει­σμών. Και το ό­τι ε­τέ­θη­σαν στο Συ­να­ξά­ρι­ο, αυ­τό ήταν έκ­φρα­ση της ευ­γνω­μο­σύ­νης προς τον Θεό για την σω­τη­ρία, αλ­λά και της πα­ρα­κλήσε­ως προς Αυ­τόν για να μη συμ­βούν εκ νέ­ου τέ­τοιες καταστροφι­κές ε­νέρ­γει­ες.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Πρώτ. π. Ἰ­ω­άν­νης Ράμ­φος σὲ μί­α με­λέ­τη μὲ τί­τλο “Μνῆ­μαι σει­σμῶν” κά­νει λό­γο γιὰ τοὺς σει­σμοὺς οἱ ὁ­ποῖ­οι πέ­ρα­σαν μέ­σα στὰ συ­να­ξά­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στὸ τέ­λος δὲ ἔ­χει συμ­πε­ρι­λά­βει καὶ εἰ­δι­κὴ ἀ­κο­λου­θί­α τὴν ὁ­ποί­α ἐ­ποί­η­σε ὁ ἀ­εί­μνη­στος ὑ­μνο­γρά­φος τῆς Με­γά­λης του Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας μο­να­χὸς Γε­ρά­σι­μος Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της. Ἡ ἀ­κο­λου­θί­α αὐ­τὴ τι­τλο­φο­ρεῖ­ται: “ἰ­κε­τή­ρι­ος καὶ εὐ­χα­ρι­στή­ρι­ο­ς” καὶ ἔ­γι­νε “εἰς ἀνάμνησιν τῶν ἐν ἔ­τει 1953 γε­νο­μέ­νων σει­σμῶν εἰς τὰς Ἰ­ο­νί­ους Νή­σους, Κε­φαλ­λη­νί­αν, Ζά­κυν­θον καὶ Ἰ­θά­κη­ν” καὶ ψάλ­λε­ται τὴν 11ην Αυγούστου.

Στὴν συ­νέ­χει­α τοῦ κει­μέ­νου αὐ­τοῦ θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­φερ­θῶ στοὺς σει­σμοὺς ποὺ μνη­μο­νεύ­ον­ται στὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ Μη­νο­λό­γι­ο.

α) Δύ­ο σει­σμοὶ ἔ­γι­ναν τὴν 25η Σεπτεμβρίου: “ἀ­νά­μνη­σις τοῦ με­γά­λου σεισμοῦ, ἐν ἢ τε­λεῖ­ται ἡ ἐν τῷ ἀ­έ­ρι ἁρ­πα­γὴ τοῦ παι­δό­ς” καὶ τὴν 26η Ιανουαρίου: “μνή­μη τοῦ με­γά­λου σει­σμού”. Με­ρι­κοὶ ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν σει­σμό, ποὺ ἄρ­χι­σε τὴν 26η Σεπτεμβρίου καὶ τε­λεί­ω­σε τὴν 26η Ιανουαρίου, ἀλ­λὰ ὁ ἀ­εί­μνη­στος π. Ἰ­ω­άν­νης Ράμ­φος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι πρό­κει­ται γιὰ δύ­ο σει­σμούς, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους ὁ πρῶ­τος (25 Σεπτεμβρίου) συ­νε­χί­στη­κε γιὰ τέσ­σε­ρεις μῆ­νες καὶ ὁ δεύ­τε­ρος (26 Ἰανουαρί­ου) συ­νε­χί­στη­κε γιὰ τρεῖς μῆ­νες, ὅ­πο­τε ὑ­πῆρ­ξαν δύ­ο κύ­ρι­οι σεισμοὶ μὲ τὶς με­τα­σει­σμι­κὲς δο­νή­σεις τους. Ὁ πρῶ­τος ἔ­γι­νε στὴν ἀρ­χὴ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Β’ (408-450) καὶ ὁ δεύ­τε­ρος στὸ τέ­λος τῆς βασι­λεί­ας του. Ὁ χρο­νο­γρά­φος Θε­ο­φά­νης δι­α­σώ­ζει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι τό­σο φο­βή­θη­καν οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἀ­πὸ τὸν σει­σμὸ τῆς 25ης Σεπτεμβρίου, ὥ­στε ἔ­φυ­γαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη “καὶ ἤ­σαν δι­η­με­ρεύ­ον­τες σὺν τῷ ἐ­πι­σκό­πω ἐν ταῖς πρὸς Θε­ὸν δε­ή­σε­σι λι­τα­νεύ­ον­τε­ς”. Μά­λι­στα, κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῆς λι­τα­νεί­ας “κυ­μαι­νο­μέ­νης τῆς γὴς καὶ παν­τός του λα­οῦ κρά­ζον­τος τὸ Κύριε, ἐ­λέ­η­σο­ν” ἕ­να μι­κρὸ παι­δὶ ἠρ­πά­γη στὸν ἀ­έ­ρα καὶ ἄ­κου­σε μί­α θε­ϊ­κὴ φω­νὴ ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε νὰ ἀ­ναγ­γεί­λη στὸν ἐ­πί­σκο­πο καὶ τὸν λα­ὸ νὰ ψάλλουν τὸν ὕ­μνο “ἅ­γι­ος ὁ Θε­ός, ἅ­γι­ος ἰ­σχυ­ρός, ἅ­γι­ος ἀ­θά­να­τος, ἐ­λέ­η­σον ἠ­μᾶς, μη­δὲν ἕ­τε­ρον προ­στι­θέν­τα­ς”, ἐ­πει­δὴ με­ρι­κοὶ αἱ­ρε­τι­κοὶ “θεοπασχίται” προ­σέ­θε­ταν τὸ “σταυ­ρω­θεῖς Θε­ό­ς”. Ὁ ὕ­μνος αὐ­τός, χω­ρὶς τὴν προ­σθή­κη “σταυ­ρω­θεῖς Θε­ό­ς”, μὲ ἐν­το­λὴ τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Προκλοὺ καὶ τῆς βα­σί­λισ­σας Πουλ­χε­ρί­ας θε­σπί­στη­κε νὰ ψάλ­λε­ται σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν τό­τε αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τοῦ σει­σμοῦ τῆς 26ης Ιανουαρίου γκρε­μί­στη­καν τὰ τεί­χη τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, πολ­λὰ τμή­μα­τα τῆς Πό­λε­ως καὶ πολ­λὲς οἰ­κί­ες, κα­θὼς ἐ­πί­σης “ὁ λι­μὴν τῶν Τρω­α­δι­σί­ων καὶ τὸ Χαλ­κοῦν Τε­τρά­πυ­λο­ν”.

β) Ὁ σει­σμὸς τῆς 7ης Οκτωβρίου τοῦ ἔ­τους 524 ἐ­πὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰ­ου­στι­νι­α­νοῦ τοῦ Α’. Στὰ Συ­να­ξά­ρι­α γρά­φε­ται “μνή­μη τῆς με­τὰ φι­λαν­θρω­πί­ας ἐ­πε­νε­χθεί­σης ἠ­μὶν φο­βε­ρᾶς ἀ­πει­λῆς τοῦ με­γά­λου σει­σμού”.

γ) Ὁ σει­σμὸς τῆς 26ης Οκτωβρίου τοῦ ἔ­τους 740 μ.Χ. Ὁ σει­σμὸς αὐτὸς δι­ήρ­κη­σε ἐ­πὶ ἕν­δε­κα ἢ δώ­δε­κα μῆ­νες. Ὁ χρο­νο­γρά­φος Θε­ο­φά­νης γρά­φει: “ἐ­πτω­ή­θη­σαν ἐκ­κλη­σί­αι καὶ μο­να­στή­ρια, λα­ὸς τὲ πο­λὺς τέθνηκεν”. Ἔ­πε­σαν πολ­λοὶ ἀν­δρι­άν­τες “τὰ τὲ χερ­σαί­α της πό­λε­ως τεί­χη καὶ πό­λεις καὶ χω­ρί­α ἐν τὴ Θρά­κη καὶ ἡ Νι­κο­μή­δει­α ἐν Βι­θυ­νί­α καὶ ἡ Πραίνε­τος καὶ ἡ Νί­και­α, ἐν ἢ μί­α ἐ­σώ­θη Ἐκ­κλη­σί­α”. Μά­λι­στα παρατηρήθη­κε καὶ ἀλ­λα­γὴ τῶν ὁ­ρί­ων τῆς θα­λάσ­σης σὲ με­ρι­κὰ ση­μεῖ­α. Σὲ ἀ­νά­μνη­ση αὐ­τοῦ του με­γά­λου καὶ φο­βε­ροῦ σει­σμοῦ, ὁ ὑ­μνο­γρά­φος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἅ­γι­ος Ἰ­ω­σὴφ συ­νέ­γρα­ψε εἰ­δι­κὸ κα­νό­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ψάλ­λε­ται τὴν 26η Οκτωβρίου, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ψάλ­λου­με καὶ τὴν ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, καὶ δι­α­σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα.

δ) Ὁ σει­σμὸς τῆς 14ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔ­τους 557 μ.Χ. Στὸ Συ­να­ξά­ρι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γρά­φε­ται: “Μνή­μη τῆς με­τὰ φι­λαν­θρω­πί­ας ἐ­πε­νε­χθεί­σης ἠ­μὶν φο­βε­ρᾶς ἀ­πει­λῆς τοῦ σει­σμοῦ, ἢς παρ’ ἐλ­πί­δα πά­σαν ἐ­λυ­τρώ­σα­το ἠμᾶς ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ρι­ο­ς”. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν φο­βε­ρὸ σει­σμὸ ποὺ διήρ­κη­σε δέ­κα ἡ­μέ­ρες. Ὁ χρο­νο­γρά­φος Θε­ο­φά­νης ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἔ­πα­θαν με­γά­λες ζη­μιὲς τὰ δύ­ο τεί­χη τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­τέ­πε­σαν πολλὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, θυ­σι­α­στή­ρι­α τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καὶ Κι­βώ­ρι­α, ἰσοπεδώθηκαν ὁ­λό­κλη­ρες πε­ρι­ο­χές, γι’ αὐ­τὸ γρά­φει: “καὶ οὐκ ἢν τό­πος ἢ προ­ά­στει­ον, ὃ οὐκ ἐ­πε­σεν ἀ­πὸ τῆς φο­βε­ρᾶς ἀ­πει­λῆς τοῦ σει­σμού”. Τό­σο με­γά­λος καὶ φο­βε­ρὸς ἦ­ταν ὁ σει­σμὸς ὥ­στε “οὐ μέ­μνη­ται ἄν­θρω­πος ἐ­πὶ τῆς γὴς ἐν τὴ γεν­νε­ὰ ἐ­κεί­νη”. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς ὁ Ἃ’ “οὐκ ἐφόρε­σε τὸ στέμ­μα ἐ­πὶ ἡ­μέ­ρας μ’ (σα­ράν­τα), ἀλ­λὰ καὶ τὴ ἁ­γί­α του Χριστοῦ γεν­νή­σει χω­ρὶς αὐ­τὸ (τὸ στέμ­μα) προ­σῆλ­θεν ἐν τὴ Ἐκ­κλη­σί­α”. Ὁ Κε­δρη­νὸς ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι χω­ρὶς στέμ­μα προ­σῆλ­θε καὶ κα­τὰ τὸν ἑ­ορ­τα­σμὸ τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων. Φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­γι­νε με­γά­λη κα­τα­στρο­φὴ καὶ ὑ­πῆρ­ξαν πολ­λὰ ἀν­θρώ­πι­να θύ­μα­τα.

ε) Ὁ σει­σμὸς τῆς 9ης Ιανουαρίου τοῦ ἔ­τους 870 στὴν ἀρ­χὴ τῆς βασιλεί­ας τοῦ Βα­σι­λεί­ου τοῦ Ἃ’ ἦ­ταν δι­αρ­κεί­ας σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν. Δη­λα­δὴ οἱ με­τα­σει­σμι­κὲς δο­νή­σεις κρά­τη­σαν σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ὁ χρο­νο­γρά­φος Νική­τας Πα­φλα­γῶν, ἀ­φοῦ τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ “φρι­κω­δέ­στα­το­ν”, λέ­γει: κατεδαφί­σθη­καν πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, στο­ὲς καὶ οἰ­κί­ες “κτη­νῶν τὲ καὶ ἀνθρώ­πων ἀ­μύ­θη­τος γέ­γο­νε πα­νω­λε­θρί­α” καὶ αὐ­τὸς ὁ Να­ὸς τῆς Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας δι­α­κιν­δύ­νευ­σε νὰ ρα­γί­ση, ἐ­ὰν οἱ κρα­τοῦν­τες δὲν τὸν ἐ­πι­με­λοῦν­το.

στ) Ὁ σει­σμὸς τῆς 17ης Μαρτίου τοῦ ἔ­τους 790, κα­τὰ τοὺς χρό­νους τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ Βα­σι­λέ­ως.

ζ) Ὁ σει­σμὸς τῆς 16ης Αυγούστου τοῦ ἔ­τους 542. Μά­λι­στα οἱ χρονογρά­φοι Γε­δε­ῶν καὶ Θε­ο­φά­νης στὶς πε­ρι­γρα­φὲς τοὺς ὁ­μι­λοῦν γιὰ σεισμὸ φο­βε­ρὸ κα­τὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον γκρε­μί­στη­καν Ἐκ­κλη­σί­ες, σπί­τια καὶ τὸ τεῖ­χος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως “καὶ ἀ­πέ­θα­νον πολ­λοὶ καὶ ἐ­γέ­νε­το φόβος μέ­γα­ς”. Ὁ σει­σμὸς αὐ­τὸς κρά­τη­σε σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ὁ Θε­ο­φά­νης γρά­φει: “καὶ πρὸς ὀ­λί­γον οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τε­νύ­γη­σαν λι­τα­νεύ­ον­τες καὶ προ­ε­δρεύ­ον­τες καὶ εἰς τὰς ἐκ­κλη­σί­ας μέ­νον­τες, καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας Θε­οῦ γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ τὸ χεῖ­ρον γε­γό­να­σι”.

Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες αὐ­τὲς τὶς ὁ­ποῖ­ες συνεγ­κέν­τρω­σε ὁ ἀ­εί­μνη­στος π. Ἰ­ω­άν­νης Ράμ­φος εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὲς καὶ μᾶς δί­δουν τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ κά­νου­με τὶς ἀ­κό­λου­θες πα­ρα­τη­ρή­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες βέ­βαι­α ἔ­χουν σχέ­ση καὶ μὲ τοὺς συγ­χρό­νους σει­σμούς.

1. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πεν­θυ­μί­ζει κά­θε χρό­νο στοὺς πι­στούς της τὶς ἡμέρες τῶν φο­βε­ρῶν σει­σμῶν, ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με, ὥ­στε ἀφ’ ἑ­νὸς μὲν νὰ εὐχα­ρι­στή­σουν οἱ πι­στοὶ τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α τῶν ἐ­πι­ζών­των ἀνθρώ­πων, ἀφ’ ἑ­τέ­ρου δὲ νὰ πα­ρα­κα­λέ­σουν τὸν Θε­ὸ καὶ γιὰ τὶς ψυ­χὲς τῶν φο­νευ­θέν­των, καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­τρέ­ψη πά­λι τὴν ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση αὐ­τῶν τῶν φο­βε­ρῶν σει­σμῶν.

2. Οἱ σει­σμοὶ ἦ­ταν πάν­το­τε συν­δε­δε­μέ­νοι μὲ τὴν ζω­ὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ βέ­βαι­α εἶ­χαν ἀρ­νη­τι­κὲς καὶ θε­τι­κὲς συ­νέ­πει­ες. Ὁ Καθηγητὴς κ. Βα­σί­λει­ος Πα­πα­ζά­χος, σὲ ἕ­να πα­λαι­ό­τε­ρο ἄρ­θρο τοῦ ἀνέλυ­σε τὶς σύγ­χρο­νες θε­ω­ρί­ες γιὰ τοὺς σει­σμούς, σύμ­φω­να μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς κι­νή­σεις, τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἢ τὴ σύγ­κλι­ση τῶν λιθοσφαιρι­κῶν πλα­κῶν, τὰ πε­τρώ­μα­τα στὰ ὅ­ρι­α τῶν πλα­κῶν αὐ­τῶν τεντώ­νον­ται ἢ συμ­πι­έ­ζον­ται, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ σπά­ζουν ἀ­πό­το­μα καὶ ἔτσι δη­μι­ουρ­γοῦν­ται τὰ ρήγ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ μῆ­κος τοὺς προ­ξε­νοῦν τὸ μέ­γε­θος τοῦ σει­σμοῦ. Στὴν συ­νέ­χει­α λέ­γει: “Οἱ σει­σμοὶ ἀποτε­λοῦν μέ­ρος τῆς φυ­σι­κῆς δι­α­δι­κα­σί­ας γέ­νε­σης καὶ ἐ­ξέ­λι­ξης τῆς γῆς. Εἶ­ναι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ βου­νὰ καὶ τὰ δά­ση, τὶς εὔ­φο­ρες πε­δι­ά­δες, τὶς ὄ­μορ­φες θά­λασ­σες καὶ τὸν ὀ­ρυ­κτὸ πλοῦ­το. Συ­νε­πῶς, οἱ σεισμοὶ εἶ­ναι οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ἀλ­λὰ καὶ σπά­νι­ας στὸ σύμπαν τε­κτο­νι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας (ζων­τά­νιας) τῆς γής, ποὺ τὴν κά­νουν πο­λὺ φι­λό­ξε­νη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Τὴν δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τὴ ὄ­χι μό­νον δὲν μποροῦ­με ἀλ­λὰ οὔ­τε μᾶς συμ­φέ­ρει νὰ τὴν ἀλ­λά­ξου­με. Συ­νε­πῶς τό­σο ἡ γέ­νε­ση τῶν σει­σμῶν ὅ­σο καὶ ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν γῆ, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια αἰ­τί­α. Γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ μά­θου­με νὰ ζοῦ­με μὲ τοὺς σει­σμοὺς καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τοῦ­με συ­νε­χῶς κα­λύ­τε­ρους τρό­πους μεί­ω­σης τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν συνε­πει­ῶν του­ς”.
Ὡς Χρι­στια­νοί, χω­ρὶς νὰ ἀρ­νού­μα­στε αὐ­τὲς τὶς ἀ­πό­ψεις τῶν ἐπιστημό­νων, δε­χό­μα­στε ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ γε­ω­λο­γι­κὰ φαι­νό­με­να (βρο­χή, ἀ­έ­ρας, χα­λά­ζι), ὅ­πως καὶ ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α, γί­νον­ται μέ­σα στὴν δημιουργι­κή, κυ­βερ­νη­τι­κὴ καὶ σω­τη­ρι­ώ­δη ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπεμβαί­νει ὅ­που χρει­ά­ζε­ται μὲ σκο­πὸ τὴν δι­α­τή­ρη­ση τῆς βιολογικῆς ζω­ῆς καὶ τὴν σωτη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.

3. Οι σει­σμοί, κα­τὰ τὸ Συ­να­ξά­ρι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, συν­δέ­ον­ται μὲ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α καὶ τοὺς οἰ­κτιρ­μοὺς τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λοῦ λέ­γε­ται “μνήμη τῆς με­τὰ φι­λαν­θρω­πί­ας ἐ­πε­νε­χθεί­σης ἠ­μὶν φο­βε­ρᾶς ἀ­πει­λῆς τοῦ σει­σμού”, καὶ ἀλ­λοῦ “μνή­μη τῆς με­τὰ οἰ­κτιρ­μῶν ἐ­πε­νε­χθεί­σης ἠ­μὶν ἐν τοῖς και­ροῖς ἐ­κεί­νοις φο­βε­ρᾶς ἀ­πει­λῆς τοῦ σει­σμού”. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ εἰσέλ­θου­με στὸν σκο­πὸ τῆς Προ­νοί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἐ­ρευ­νή­σου­με για­τί ἐ­πι­τρέ­πει καὶ πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ὸς τὴν ἐμ­φά­νι­ση ἑ­νὸς σει­σμοῦ, κατὰ τὸ ψαλ­μι­κό: “ὁ ἐ­πι­βλέ­πων ἐ­πὶ τὴν γῆν καὶ ποι­ῶν αὐ­τὴν τρέ­μει­ν”. Πάν­τως μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς σει­σμοὺς τῆς γής, γί­νον­ται καὶ ἄλ­λες σεισμικὲς δο­νή­σεις, πνευ­μα­τι­κὲς καὶ σω­τη­ρι­ώ­δεις, σώ­ζον­ται ποι­κι­λο­τρό­πως οἱ ἄνθρω­ποι μὲ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. [Σημείωση «Άλλης Όψεως»: Δείτε σχετικά και Η αγάπη σείει την γη (+ Θεόκλητος Διονυσιάτης μοναχός)]

4. Οι Χρι­στια­νοὶ τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης ἤ­ξε­ραν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν ὅ­λα τὰ θέ­μα­τα, ἀ­κό­μη καὶ αὐ­τοὺς τοὺς σει­σμούς, μὲ τὴν δέ­ου­σα προσο­χὴ καὶ τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τους φρό­νη­μα. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα ἔκα­ναν λι­τα­νεῖ­ες καὶ προ­σευ­χές. Μά­λι­στα, κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῶν λιτα­νει­ῶν, ὅ­πως εἴ­δα­με, εἴ­χα­με καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις, ἤ­τοι τὴν ἁρ­πα­γὴ τοῦ παι­διοῦ καὶ τὴν θέ­σπι­ση τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου τρι­σα­γί­ου ὕ­μνου. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὑ­πάρ­χουν τρο­πά­ρι­α, Κα­νό­νες, πα­ρα­κλή­σεις, εὐ­χὲς γιὰ τὴν περί­πτω­ση σει­σμῶν. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ με­ρι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις, ποὺ εἴ­δα­με στὴν τηλε­ό­ρα­ση, κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες οἱ δι­α­σω­θέν­τες εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν τὸν Θε­ό, δὲν εἴ­δα­με αὐ­τὲς τὶς λι­τα­νεῖ­ες, τὶς προ­σευ­χές, ἢ καὶ αὐ­τὲς ποὺ ἔ­γι­ναν δὲν θεώρη­σαν κα­λὸ νὰ τὶς δεί­ξουν τὰ Μέ­σα Μα­ζι­κῆς Ἐ­νη­μέ­ρω­σης. Ὅ­πο­τε αὐτὸ δεί­χνει τὴν δι­α­φο­ρὰ τῆς νο­ο­τρο­πί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων της τό­τε καὶ τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς.

5. Οι σει­σμοὶ καὶ ὁ τρό­πος ἀν­τι­με­τω­πί­σε­ώς τους δεί­χνει καὶ μί­α ἄλλη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οἱ χρο­νο­γρά­φοι μᾶς λέ­νε ὅ­τι κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῶν σει­σμῶν οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τε­νύ­γη­σαν, ἔ­κα­ναν προ­σευ­χές, μετανόησαν, ἀλ­λὰ “καὶ πά­λιν φι­λαν­θρω­πί­ας Θε­οῦ γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ τὸ χεῖρον γε­γό­να­σι”, δη­λα­δὴ ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς μὲ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α Τοῦ σταμάτησε τοὺς σει­σμούς, τό­τε ὄ­χι μό­νον ἐ­πα­νῆλ­θαν στὴν προηγούμε­νη ζω­ὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλ­λὰ ἔ­κα­ναν καὶ χει­ρό­τε­ρα. Δεί­χνει αὐ­τὸ τὴν τρε­πτό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τὴν σκο­πι­μό­τη­τα ποὺ δείχνουν σὲ διάφορες φά­σεις τῆς ζω­ῆς τους.

Νὰ πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ μᾶς ἁ­πα­λά­ξη ἀ­πὸ τοὺς σει­σμοὺς ἢ νὰ τοὺς πε­ρι­ο­ρί­ση καὶ ὁ Ἴ­διος νὰ ἐ­πεμ­βαί­νη θαυ­μα­τουρ­γι­κά, κα­θὼς ἐπίσης νὰ μᾶς βο­η­θᾶ γιὰ νὰ ὑ­περ­βαί­νου­με τὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του, ἀ­φοῦ αὐ­τὸς ὁ φό­βος δη­μι­ουρ­γεῖ πα­νι­κό, ἀ­πελ­πι­σί­α καὶ ὅ­λα τὰ πα­ρε­πό­με­νά τους. Νὰ εὐχη­θοῦ­με στὸν Θε­ὸ νὰ ἀ­να­παύ­ση τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ πέθαναν μέ­σα στὰ συν­τρί­μι­α τῶν κα­τε­δα­φι­σθέν­των οἰ­κο­δο­μη­μά­των, καθὼς ἐ­πί­σης νὰ δί­δη κου­ρά­γιο στοὺς πο­νε­μέ­νους καὶ νὰ ἐ­που­λώ­ση γρήγο­ρα τὶς πλη­γές τους. Νὰ πα­ρα­κα­λέ­σου­με ἀ­κό­μη τὸν Θε­ὸ νὰ φω­τί­ση τοὺς μη­χα­νι­κοὺς νὰ κά­νουν κα­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τους, ἀλ­λὰ καὶ νὰ προσφέρη τὰ πνευ­μα­τι­κά Του ἀ­γα­θὰ σὲ αὐ­τοὺς ποὺ μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς τοὺς ἔ­σω­σαν καὶ βο­ή­θη­σαν ποι­κι­λο­τρό­πως τοὺς ἐγ­κλω­βι­σθέν­τας ἀδελφούς μας.

Έτι δε­ό­με­θα ὑ­πὲρ τοῦ δι­α­φυ­λα­χθῆ­ναι τὴν πό­λιν ταύ­την, καὶ πάσαν πό­λιν καὶ χώ­ραν ἀ­πὸ λοι­μοῦ, λι­μοῦ, σει­σμοῦ, κα­τα­πον­τι­σμοῦ, πυρός, μα­χαί­ρας, ἐ­πι­δρο­μῆς ἀλ­λο­φύ­λων, ἐμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου καὶ αἰφ­νι­δί­ου θα­νά­του· ὑ­πὲρ τοῦ ἴ­λε­ων, εὐ­με­νῆ καὶ εὐ­δι­άλ­λα­κτον γε­νέ­σθαι τὸν ἀ­γα­θὸν καὶ φι­λάν­θρω­πον Θε­ὸν ἠ­μῶν, τοῦ ἀ­πο­στρέ­ψαι καὶ δι­α­σκε­δᾶ­σαι πά­σαν ὀργὴν καὶ νό­σον τὴν καθ’ ἠ­μῶν κι­νου­μέ­νη· καὶ ρύ­σα­σθαι ἠ­μᾶς ἐκ τῆς ἐ­πι­κει­μέ­νης δι­καί­ας αὐ­τοῦ ἀ­πει­λῆς, καὶ ἐ­λε­ῆ­σαι ἠ­μά­ς”.

Διαδώστε: