Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί Θεός εν τω συσσεισμώ», κι έπειτα «πυρ, και ουκ ην ο Θεός εν τω πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ων ο Θεός» (Γ´ Βασ. 19, 11-12). Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει. Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος. Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα. Τη νύχτα το απολαμβάνει.
Όταν έρθει η χάρις ξεχνάς και τις θλίψεις και τα βάσανα, χαλάλι να γίνουν όλα. Όταν έρθει η λύπη, ξεχνάς τη χάρη και λες, αμάν, ο Θεός μ᾿ εγκατέλειψε, ούτε να προσευχηθώ τίποτε, πάει, ο Θεός μ᾿ εγκατέλειψε, τρόπον τινά, μ᾿ έχει για την κόλαση. Όταν γυρίσεις απ᾿ την άλλη πλευρά, ξεχνάς τα πρώτα· γυρίζεις στα πρώτα, ξεχνάς τα δεύτερα. Έτσι είναι. Ε, αυτό, γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση. «Ουχί εγώ, αλλά η χάρις η συν εμοί», όπως έλεγε και ο Απόστολος (Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση.