Θέλεις νὰ γίνεις ἕνας καλόγηρος πολὺ καλός; Μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχή. Κατὰ τὸ μέτρο σου καὶ ἡ εὐχή σου.
Ἔλεγα κι ἐγὼ στὸν Γέροντα: «Γέροντα, καὶ στὴν κόλαση νὰ πάω δὲν φοβᾶμαι, ἀρκεῖ τὴν εὐχὴ νὰ λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρὰ σοῦ παραδίδει μέσα αὐτὴ ἡ εὐχούλα -μικρὴ εἶναι, ἀλλὰ πόση δύναμη ἔχει!- ὅποτε λές, καὶ στὴν κόλαση νὰ πάω δὲν φοβᾶμαι, θὰ λέω τὴν εὐχὴ καὶ στὴν κόλαση. Αὐτὰ δέστε τα, γιατὶ τὰ περάσαμε καὶ τὰ παραδίδομε καὶ σὲ σᾶς.
Ἐμεῖς εἴμαστε ραφτάδες στὸν Ἅγιο Παῦλο, κι ἐγὼ ὡς ἀρχάριος δὲν εἶχα γνωρίσει ἀκόμη τὸν γερο-Ἰωσήφ. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι πῆρα τὸ κομποσχοίνι νὰ πάω στὸν Ἅγιο Παῦλο. Κατουνάκια – Ἅγιος Παῦλος εἶναι δυόμιση ὧρες. Πέρασα τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, πέρασα τὴν Ἁγία Ἄννα, κατηφορίζω λοιπὸν γιὰ τὴ Νέα Σκήτη. Ὅταν ἔφτασα κοντὰ στὸ μύλο, ἐκεῖ ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, ξύπνησα! Βρέ, λέω, πότε ἔφτασα ἐδῶ πέρα; Εἶχα ἀφοσιωθεῖ τόσο πολὺ στὴν εὐχὴ ποὺ δὲν ἔβλεπα τὸ δρόμο!
Θὰ κάνεις ἐργόχειρο, κάνεις ἕνα διακόνημα, μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχούλα, γιατὶ καὶ ἡ εὐχὴ σὲ θεοποιεῖ. Τὸ πρῶτο-πρῶτο, πατέρες, ποὺ θὰ αἰσθανθεῖτε, θὰ εἶναι ἡ χαρά! Τὸ πρῶτο στάδιο, τὸ πρῶτο σημεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ αἰσθανθεῖτε λέγοντας τὴν εὐχή, εἶναι ἡ χαρά. Καὶ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι τίποτες ἄλλο, ἕνα πετραδάκι στὴν ἀκροθαλασσιά, εἶναι τὸ πράγμα ὅτι μέσα ἀρχίζεις νὰ φωτίζεσαι! Γι᾿ αὐτὸ λέγε τὴν εὐχούλα, λέγε τὴν εὐχούλα, λέγε τὴν εὐχούλα καὶ αὐτὸ θὰ σὲ φέρει σὲ ἄλλη κατάσταση πολὺ καλύτερη, τὴν ὁποία ὅσο καὶ νὰ σκεφθεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ σκεφθεῖς.
ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ