Δυὸ ἄνθρωποι συμφώνησαν καὶ ἔγιναν ἀσκητές. Ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση κι ἔζησαν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἕνας συνέβη νὰ γίνει ἡγούμενος κοινοβίου. Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀναχωρητὴς καὶ φτάνοντας στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως, ἔκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, καὶ ἀρρώστους θεράπευε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ ἀσκητὴς ἔγινε κοινοβιάρχης, ὅταν ἄκουσε ὅτι τόσα χαρίσματα ἀξιώθηκε νὰ πάρει ὁ συνασκητής του, ἀπομονώθηκε γιὰ τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχήθηκε ἐκτενῶς στὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει «πῶς ἐκεῖνος κάνει θαύματα κι ἔχει γίνει περιβόητος σ᾿ ὅλους, ἐγὼ ὅμως σὲ τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μετέχω».
Παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει:
«Ἐκεῖνος τὴν πνευματικὴ ἐργασία του μέσα στὸ κελὶ τὴν κάνει μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, πεινώντας καὶ διψώντας γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐσὺ καθὼς μεριμνᾷς γιὰ πολλά, ἔχεις τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πολλούς, ἔ, σοῦ φτάνει ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀνθρώπων».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ