Διαβάστε το άρθρο της Υφυπουργού Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων Μερόπης Τζούφη για τα Πανεπιστήμια και την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Έθνος».
«Αν και οι διαδικασίες συνταγµατικής αναθεώρησης αποτελούν πεδίο εξεύρεσης συναινέσεων µεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, η πρόσφατη συζήτηση πραγµατοποιήθηκε σε κλίµα πόλωσης και αυξηµένου πολιτικού ανταγωνισµού.
Βασικό ζήτηµα αποτέλεσε η αναθεώρηση ή µη του Αρθρου 16 του Συντάγµατος, το οποίο κατοχυρώνει τη δηµόσια και δωρεάν παιδεία, την ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα, την παροχή Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης αποκλειστικά και µόνο από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου µε πλήρη αυτοδιοίκηση.
Για τη Νέα ∆ηµοκρατία, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή. Ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης κ. Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή ξεδίπλωσε εκτενώς τη συγκεκριµένη θέση, σηµειώνοντας -µεταξύ άλλων- πως «το Αρθρο 16 κρατά πίσω τη χώρα µας εδώ και 44 χρόνια».
Η συγκεκριµένη τοποθέτηση είναι ιδεολογικά φορτισµένη, αντλώντας την έµπνευσή της από το νεοφιλελεύθερο κοινωνικοοικονοµικό µοντέλο. Σταχυολογώντας τα επιχειρήµατα που την συνθέτουν, προκύπτουν µερικά κρίσιµα ερωτήµατα: Σε ποια χώρα, εκτός των ΗΠΑ, τα ιδιωτικά πανεπιστήµια έχουν κριθεί επιτυχηµένα; Στις χώρες όπου λειτουργούν καταγράφεται διαρροή επιστηµόνων και σπουδαστών; Ο κρατικός έλεγχος των ιδιωτικών ιδρυµάτων πώς θα γίνει και υπό ποιες κατευθυντήριες γραµµές; Ποια µορφή επιχειρηµατικότητας θα δεχθεί µια αναβαθµισµένη έκδοση ελέγχου όταν το «εκπαιδευτικό προϊόν» είναι εξαιρετικά αµφίβολο ότι θα αποδώσει;
Σε διεθνές επίπεδο, ο θεσµός των κρατικών πανεπιστηµίων αποτελεί το πλέον επιτυχηµένο µοντέλο -εκεί στηρίζονται η παγκόσµια γνώση και η έρευνα- και επιλέγεται από την πλειονότητα των σπουδαστών. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το 84% των κεφαλαίων για την Πρωτοβάθµια και την Τριτοβάθµια Εκπαίδευση προέρχεται απευθείας από δηµόσιες πηγές. Οι λόγοι που σχετίζονται µε την επιλογή σπουδών στο εξωτερικό είναι πολυσύνθετοι και πολυπαραγοντικοί. Η οικονοµική κρίση, η απαξίωση του δηµόσιου πανεπιστηµίου και η απορρύθµιση της αγοράς εργασίας συνέβαλαν σαφώς στο φαινόµενο του brain drain.
Πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως σε συνθήκες οµαλότητας η εκπαιδευτική κινητικότητα είναι κοµβικής αξίας και οι φοιτητές µας πρέπει να ενθαρρύνονται να ακολουθήσουν µεταπτυχιακό ή διδακτορικό πρόγραµµα σε δηµόσια πανεπιστήµια του εξωτερικού.
Όσον αφορά το brain drain, η Ν∆ επιστρατεύει το παράδειγµα της Κύπρου, παρουσιάζοντά ς το ως success story. Οµως, σύµφωνα µε στοιχεία του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισµού της Κύπρου, το 2014-2015 σπούδαζαν 23.980 Κύπριοι και 13.186 αλλοδαποί φοιτητές (µεταξύ των οποίων 8.960 Ελληνες). Στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως οι Κύπριοι σπουδαστές του εξωτερικού ήταν 19.199. Συνεπώς, παρά την ύπαρξη πέντε ιδιωτικών πανεπιστηµίων τα οποία λειτουργούσαν ήδη 10 χρόνια, δεν καταγράφηκε µείωση του brain drain.
Στον αντίποδα αυτού, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να τερµατίσει τη συνεχή υποχρηµατοδότηση και υποστελέχωση που ξεκίνησε το 2011. Από το 2016 και έπειτα καταγράφεται συνεχής αυξητική τάση στις δηµόσιες δαπάνες, ουσιαστική ενίσχυση της έρευνας, προγράµµατα στήριξης νέων επιστηµόνων, προκηρύξεις θέσεων µελών ∆ΕΠ και ορθολογική χρήση των χρηµατοδοτικών εργαλείων. Επίσης, η νέα αρχιτεκτονική του «Ενιαίου Χώρου Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης και Ερευνας» αποσκοπεί στην ενδυνάµωση και τη θωράκιση των ιδρυµάτων απέναντι στις κοινωνικές, ακαδηµαϊκές και οικονοµικές προκλήσεις, στην αντιµετώπιση χρόνιων στρεβλώσεων, καθώς και στον περιορισµό του φαινοµένου brain drain.
Τα πανεπιστήµια οφείλουν να λειτουργούν στη σφαίρα της επιστήµης, µε γνώµονα τη συνεχή αναζήτηση της γνώσης, της καινοτοµίας και της προαγωγής της κριτικής σκέψης. Ο θεµιτός ακαδηµαϊκός ανταγωνισµός, η κοινωνικοποίηση και ανταλλαγή της γνώσης πρέπει να ενθαρρύνονται, όχι όµως να παραδίδονται στην εταιρική κερδοφορία.
Σε κάθε περίπτωση, για την επίτευξη των στόχων µας δεν αρκούν η αύξηση των πόρων και οι διοικητικές µεταρρυθµίσεις. Χρειάζεται να πιστέψουµε εκ νέου στο εκπαιδευτικό και επιστηµονικό έργο που παράγεται στα ελληνικά πανεπιστήµια».