Φρούριο Πετρών
Ο αρχαιολόγος Αντώνης Κεραμόπουλος, ο οποίος ερεύνησε το χώρο στις αρχές της δεκαετίας του ’30, υποστήριξε ότι το Κάλε υπήρξε αρχικά αρχαίο Μακεδονικό φρούριο που επιδιορθώθηκε επί Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα μ.Χ..
Δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία του φρουρίου. Χρησιμοποιήθηκε σαν φρούριο και πιθανόν ως οικισμός από τους Βυζαντινούς. Περί τον 10ο αιώνα πρέπει να έπεσε για αρκετές δεκαετίες στα χέρια των Βουλγάρων. Τον 13ο αιώνα (μετά το 1218-1219) ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου όπως όλη η Δυτική Μακεδονία. Στα μέσα του 14ου αιώνα κατελήφθη από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσαν.
Εικάζεται ότι αυτό είναι το κάστρο που αναφέρεται από τον Ιωάννη Σκυλίτση ως κάστρο της πόλης Πετρίσκος. Ο Πετρίσκος ταυτίζεται μάλλον με τις Πέτρες (η σλαβική ονομασία του χωριού είναι Πέταρσκο)
Αν είναι έτσι, εδώ δολοφονήθηκε το 1015 ο γιος του τσάρου Σαμουήλ και διάδοχος του Βουλγαρικού θρόνου Γαβριήλ Ράντομιρ (ελληνιστί, Ρωμανός) από τον εξάδελφό του Βλαντισλάβ (ή Βλαδισθλάβος κατά τον Σκυλίτση), κατά τη διάρκεια κυνηγιού στην περιοχή της λίμνης των Πετρών. Για τη ιστορία, μετά από το φόνο, ο Βλαντισλάβ έγινε Τσάρος των Βουλγάρων. (Σκοτώθηκε το 1018 στο Δυρράχιο, οπότε οι Βούλγαροι υπέκυψαν οριστικά στον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο).
Οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν την περιοχή στα μέσα του 15ου αιώνα (ή ίσως νωρίτερα, το 1385-1386 ) κατέστρεψαν όλα τα κάστρα (συμπεριλαμβανομένου του κάστρου του Χλερηνού, δηλαδή της Φλώρινας). Η σχεδόν ολική καταστροφή του φρουρίου των Πετρών θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε εκείνη την περίοδο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Τα ερείπια των κτισμάτων που υπάρχουν σήμερα χρονολογούνται στη βυζαντινή περίοδο. Το καλύτερο σωζόμενο κτίσμα είναι τρίκλιτη βασιλική , η οποία ενδεχομένως εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες της φρουράς του κάστρου. Το μέγεθος του ναού (12,30 x 13,70 μ.), οι κτιστές πεσσοτοιχίες, καθώς και οι μέθοδοι κατασκευής υποδεικνύουν ότι η εκκλησία πιθανόν να ήταν το καθολικό μονής αρχαιότερης του 11ου αιώνα.
Το ύψωμα είναι διάσπαρτο και με άλλα ερείπια, η χρήση των οποίων δεν έχει προσδιοριστεί. Το περιβάλλον τείχος είναι ακόμα ορατό σε πολλά σημεία, αλλά τα σωζόμενα τμήματα έχουν χαμηλό ύψος.
Η δορυφορική εικόνα του φρουρίου δείχνει περίμετρο της εξωτερικής οχύρωσης 700 μέτρα. Το εμβαδόν του οχυρού είναι 25 στρέμματα.
Κάστρο της Σέτινας
Το χωριό Σκοπός Φλώρινας μέχρι το 1928 ονομαζόταν «Σέτινα», Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για αυτό το κάστρο ούτε είναι γνωστή ακριβώς η χρονολογία κατασκευής του. Γνωρίζουμε πάντως ότι ήταν Βυζαντινό και ότι υπήρχε μάλλον από την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο.
Η Σέτινα αναφέρεται από τον Βυζαντινό χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό (τέλος 11ου αι.) στο έργο Σύνοψη Ιστοριών.
Η βυζαντινή προέλευση αποδεικνύεται και από τα νομίσματα, τα κτερίσματα και τα εκκλησιαστικά σκεύη που έχουν βρεθεί κατά καιρούς. Ο αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος Κ.Μουτσόπουλος ανακοίνωσε την εύρεση αντικειμένων από το 2ο ως το 12ο αιώνα και στο έργο του «ΑΓΝΩΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» αναφέρεται στην πολίχνη της Σέτινας, με επισκοπή, ξενοδοχεία, ορυχεία και άλλα κτίσματα.
Στο χώρο έχει επισημανθεί ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός υπογείων στοών που πιστεύεται ότι χρησίμευαν για την αποθήκευση του σιταριού από την πεδιάδα της Πελαγονίας. Έχουν ανακαλυφθεί επίσης χριστιανική βασιλική και νεκροταφείο.
Τον 10ο αιώνα η Σέτινα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους και πρέπει να υπήρξε μια από τις σημαντικές πόλεις του Βουλγαρικού Βασιλείου υπό τον τσάρο Σαμουήλ η έδρα του οποίου ήταν σχετικά κοντά, στην Οχρίδα, ενώ κοντά ήταν και το παλάτι του Σαμουήλ στη νησίδα Άγιος Αχίλλειος των Πρεσπών (όπου παρεμπιπτόντως, ανακαλύφθηκαν τα λείψανά του το 1965 από τον Μουτσόπουλο).
Το 1016 ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κατά των Βουλγάρων μετά την αποφασιστική νίκη στο Κλειδί(1014), πολιόρκησε τη Σέτινα και τελικά την κατέλαβε και την κατέστρεψε. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι η πόλη συνέχισε να υπάρχει για αρκετές ακόμα δεκαετίες και καταστράφηκε οριστικά πιθανότατα προς το τέλος του 12ου αιώνα.
Κάστρο του Λογγά
Ο μοναδικός που πραγματοποίησε πρόχειρες έρευνες εδώ είναι ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος, ο οποίος διαπίστωσε ότι το βυζαντινό κάστρο, εδράζεται σε προγενέστερο περίβολο ενός ρωμαϊκού πολίσματος. Το ρωμαϊκό τείχος ενισχύθηκε με πύργο την εποχή του Ιουστινιανού, στα πλαίσια των εκτεταμένων οχυρωματικών έργων που πραγματοποίησε για την προστασία των κατοίκων από τους βόρειους επιδρομείς. Ίσως το κάστρο Λάγης που περιλαμβάνεται στον μακρύ κατάλογο του Προκόπιου για τις οχυρώσεις του Ιουστινιανού στην Μακεδονία και παραμένει αταύτιστο, (όπως και τα περισσότερα εξάλλου) να αναφέρεται σε αυτό.
Καταστράφηκε τον 7ο αιώνα από τις επιδρομές των Σλάβων και εγκαταλείφθηκε έως τον 10ο αιώνα, οπότε ανοικοδομήθηκε πάλι, μάλλον από τους Βουλγάρους. Τελικώς, καταστράφηκε το 1017 από τον Βασίλειο Β’.
Πρώτη ιστορική αναφορά για τον Λογγά συναντούμε στις περιγραφές των εκστρατειών εναντίον των Βουλγάρων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (Βουλγαροκτόνου) από τον βυζαντινό χρονογράφο Ι. Σκυλίτζη: «φρούριον το λεγόμενον Λογγά είλε την πολιορκία». Ο αυτοκράτορας το 1017 συνεχίζει τον πόλεμο εναντίον του Βούλγαρου Σαμουήλ στη Δυτική Μακεδονία και καταλαμβάνει ένα ένα τα πάλαι ποτέ βυζαντινά κάστρα που έπεσαν στα χέρια του. Φτάνοντας στην περιοχή βόρεια της Καστοριάς, ανακαταλαμβάνει σχετικά εύκολα το κάστρο του Λογγά και κινείται προς την Καστοριά, μη μπορώντας όμως να καταλύσει την άμυνα των Βουλγάρων που την κατείχαν από το 990.
Ο Λογγάς τότε καταστρέφεται ολοσχερώς και οι κάτοικοί του διασκορπίζονται στις γύρω περιοχές.
Επόμενη μαρτυρία, που κατα πάσα πιθανότητα αναφέρεται σε αυτή την τοποθεσία αποτελεί αυτή του Γ. Ακροπολίτη, που περιγράφει τις συμπλοκές μεταξύ των στρατών της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του εξεγερμένου Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα, που συνασπίστηκε με τους κατακτητές Νορμανδούς στα μέσα του 13ου αι. Τελικά, ο Μιχαήλ υποχωρεί και το 1259 δίνεται μια καθοριστική μάχη μεταξύ του βυζαντινού και του νορμανδικού στρατού στη θέση Βορίλλα Λόγγος, γνωστή ως μάχη της Πελαγονίας (1259). Αν και η ονομασία Πελαγονία αναφέρεται στην περιοχή της Φλώρινας, το σύνολο των ερευνητών τοποθετεί τη θέση της μάχης πολύ κοντά στην Καστοριά, προς βορράν. Έτσι, ορισμένοι ιστορικοί την χαρακτηρίζουν ως μάχη της Καστοριάς, η οποία μάλλον διεξήχθη στην μικρή κοιλάδα βόρεια της λίμνης, κοντά στο παλιό κάστρο του Λογγά.
Στο τέλος της Βυζαντινής Εποχής και τις αρχές της Τουρκοκρατίας δημιουργήθηκε στη ρίζα του λόφου, πιθανώς από απογόνους των κατοίκων του κάστρου, ο οικισμός της Λάκκας, 3 χλμ. ΝΔ του Τοιχιού. Όμως, και αυτός ο οικισμός εγκαταλείφθηκε σταδιακά μέχρι το 1880, εξαιτίας κατολισθήσεων και πλημμυρών του χειμάρρου που κατεβαίνει από τη Βυσσινιά, σε συνδυασμό με τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών που διέρχονταν από το πέρασμα.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Σήμερα, σώζεται το τείχος του κάστρου σε ύψος περίπου 1,70 μ., κτισμένο από ξερολιθιά χωρίς κονίαμα, που περιλαμβάνει μια έκταση 7 περίπου στρεμμάτων. Αρχικά, υπολογίζεται ότι είχε ύψος 2,5 – 3,0 μ., πάχος 2,20 μ. και είχε κλίση προς τα μέσα για αποτελεσματικότερη άμυνα, αφού υπήρχε μόνο ένας πύργος στην είσοδο.
Στο εσωτερικό υπάρχουν εγκάρσιοι τοίχοι που διαχωρίζουν το κάστρο σε δύο επίπεδα, ενώ στο ΝΑ άκρο σώζονται τα ίχνη της εκκλησίας, μιας μικρής βασιλικής με περίβολο στο πίσω μέρος της. Ακόμη, έχουν βρεθεί πολλά θραύσματα κεραμικής και βησάλων, αγγεία και πιθάρια, υδραυλικού σωλήνες, δύο τάφοι και άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως μαχαίρια, βέλη και κοσμήματα.
Κάστρο των Μογλενών
Τα Μογλενά (ονομασία σλαβικής προέλευσης) είναι από τους οικισμούς που δημιουργήθηκαν και οχυρώθηκαν για πρώτη φορά κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, μάλλον νωρίτερα από τον 6ο αιώνα Στους επόμενους αιώνες, ο οικισμός σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε σε καστροπολιτεία.
Η πόλη στα τέλη του 10ου αι. πέφτει στα χέρια του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ και το 1015 ελευθερώνεται από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο.
Αργότερα, το 1082, καταλαμβάνεται από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου (εκ των ηγετών αργότερα της Α’ Σταυροφορίας), που φρόντισε και για την αποκατάσταση των τειχών. Την ίδια χρονιά ο μέγας Δομέστικος Γρηγόριος Πακουριανός απομακρύνει τους Νορμανδούς και καταστρέφει τα τείχη.
Τον 12ο αιώνα επί δυναστείας Κομνηνών, τα Μογλενά ήταν τόπος εξορίας των αιρετικών και αργότερα τόπος εγκατάστασης Πετσενέγκων. Εκείνη την περίοδο έδρασε στην περιοχή ο όσιος Ιλαρίων, επίσκοπος Μογλενών (1090-1164).
Η ιστορία των Μογλενών δεν είναι ακριβώς γνωστή (σε εμάς τουλάχιστον) μετά τον 12ο αιώνα. Λογικά, τα τείχη πρέπει να επιδιορθώθηκα στοιχειωδώς για προστασία του πληθυσμού κατά τους επόμενους ταραγμένους αιώνες.
Περί το τέλος του 12ου αιώνα πέρασε στην κατοχή της «2ης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας» του Ιβάν Άσεν. Γύρω στο 1350 κατακτήθηκε από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν και ίσως ξαναέγινε για λίγο Βυζαντινή πριν το τέλος του 14ου αιώνα όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Βαλκάνια. Φαίνεται ότι αυτήν την περίοδο παρήκμασε και βαθμιαία ερήμωσε, πιθανότατα πολύ πριν από την τουρκική κατάκτηση.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
To κάστρο καλύπτει μια έκταση 40 περίπου στρεμμάτων.
Η έρευνα του χώρου εγκαινιάσθηκε τα έτη 1985-1987 και κατά τη διάρκειά της εντοπίσθηκε η περίμετρος του κάστρου (περί τα 500μ) και αποκαλύφθηκαν το νοτιοανατολικό τμήμα των τειχών , τρεις πύργοι (δύο στρογγυλοί και ένας τετράγωνος) και δύο ναοί, που χρονολογήθηκαν στο 10ο-12ο αι. Το τείχος που αποκαλύφθηκε παρακολουθεί τη βραχώδη όχθη του παραρρέοντος ποταμού Μογλενίτσα, είναι διπλό και έχει πάχος 2,40μ.και σωζόμενο ύψος μέχρι 7μ. Περίπου.
Μέσα στον περιτειχισμένο χώρο ανασκάφηκε τμήμα μιας μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής του 11ου-12ου αιώνα, που ήταν μάλλον η μητρόπολη των Μογλενών.
Μετά το 1922, οι πρόσφυγες-κάτοικοι του χωριού χρησιμοποίησαν αρκετό οικοδομικό υλικό από το κάστρο και την εκκλησία για το κτίσιμο των σπιτιών τους, ενώ το 1980 το κάστρο της Χρυσής ανακηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος.
Οι διάφορες πηγές φαίνεται να συμφωνούν στη χρονολόγηση της οικοδόμησης του κάστρου: 10ος-12ος αιών. Πάντως η ιστορία των Μογλενών μας αποκαλύπτει ότι τον 10ο αιώνα υπήρχαν ήδη ισχυρά τείχη τα οποία ο Βουλγαροκτόνος δυσκολεύτηκε να εκπορθήσει. Τα τείχη αυτά ανακατασκευάστηκαν και καταστράφηκαν μέσα στον 11ο αιώνα. Ίσως αυτά είναι τα ερείπια που αντικρίζουμε σήμερα.
Γυναικόκαστρο
Το κάστρο χτίστηκε από τον Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (1328-1341), με πιθανότερη χρονολογία το 1334, μετά τον επανακαθορισμό των βυζαντινο-σερβικών συνόρων νοτιότερα.
Η ίδρυσή του αφενός εξυπηρετούσε την ανάσχεση του από Βορράν κινδύνου -κυρίως των Σέρβων- και την προστασία της Θεσσαλονίκης. Αφετέρου χρησίμευε ως τόπος συγκέντρωσης και προστασίας της σοδειάς της μακεδονικής πεδιάδας.
Η ιστορία του φρουρίου υπήρξε σύντομη. Βασικά, έπαιξε κάποιο ρόλο στον Β’ Βυζαντινό εμφύλιο του 14ου αιώνα που ξέσπασε μετά τον ξαφνικό θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ’ μεταξύ του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Καντακουζηνού.
Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 1342 εκδηλώθηκε το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, όταν ο λαός με επικεφαλής τους Ζηλωτές επαναστάτησε εναντίον των αριστοκρατών και ανέλαβε την εγουσία στην πόλη. Ο διοικητής της πόλης, ο προσκείμενος στον Καντακουζηνό έπαρχος Θεόδωρος Συναδηνός αναγκάστηκε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από 1000 μέλη αριστοκρατικών οικογενειών. Οι φυγάδες βρήκαν καταφύγιο στο Γυναικόκαστρο. Στο κάστρο την ίδια χρονιά κατέφθασε ο ίδιος ο Καντακουζηνός με τους δύο γιους του, Μανουήλ και Ματθαίο και το στράτευμά του, που ήταν κυρίως Καταλανοί μισθοφόροι υπό τον Χουάν Περάλτα.
Τέλη του καλοκαιριού κλείστηκε συμφωνία μεταξύ των Σέρβων του Στέφανου Δουσάν και του Καντακουζηνού, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη παρά τη σερβική συνδρομή. Εγκατέλειψε τότε το Γυναικόκαστρο προκειμένου να αποφύγει την ήττα και την αιχμαλωσία, καθώς ο πολιτικός αντίπαλός του, μέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος εκστράτευσε εναντίον του και το 1343 κατέλαβε το Γυναικόκαστρο.
Το επόμενο διάστημα, και σίγουρα πριν το 1350, το Γυναικόκαστρο περιέρχεται στους Σέρβους, καθώς τα στρατεύματα του Στέφανου Δουσάν προελαύνουν προς νότο. Διοικητής του κάστρου ορίζεται κάποιος με το όνομα Βέλκος, επικεφαλής ισχυρής φρουράς (1350).
Μετά την ήττα των Σέρβων από τους Τούρκους στον Έβρο ποταμό (Μάχη της Μαρίτσας, 1371), ο δεσπότης Θεσσαλονίκης και μετέπειτα αυτοκράτωρ, Μανουήλ Παλαιολόγος ανακαταλαμβάνει το φρούριο για λογαριασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το κάστρο έπεσε στα χέρια των Τούρκων το φθινόπωρο του 1383, μετά από πολιορκία από τον Εβρενός Γαζή και παρά την ισχυρή αντίσταση των υπερασπιστών του. Τον 15ο αιώνα το Γυναικόκαστρο, ή Αβρέτ Χισάρ πλέον, ανήκει σε εξισλαμισμένο Ρωμιό προνοιάριο/σπαχή, ενώ το 17ο αιώνα το φρούριο έχει ήδη εγκαταλειφθεί.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το κάστρο καταλαμβάνει την κορυφή ενός φυσικά οχυρού λόφου, ύψους 106μ., ο οποίος με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, είχε κατοικηθεί ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια.
Ο εξωτερικός περίβολος του κάστρου έχει συνολικό μήκος 614μ. και περικλείει έκταση με εμβαδόν περίπου 25 στρέμματα.
Ενισχύεται κατά διαστήματα με ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους, ενώ μεγάλο τμήμα του στη βόρεια και δυτική πλευρά είναι σήμερα κατεστραμμένο.
Στη βορειοανατολική πλευρά του κάστρου βρίσκεται η ακρόπολη, με συνολική έκταση 2 στρεμμάτων, η οποία προστατεύεται από ξεχωριστή τετράπλευρη οχύρωση. Στη κορυφή της δεσπόζει διώροφος τετράγωνος πύργος διαστάσεων 13
Η είσοδος στο κάστρο γινόταν από δύο πύλες, την κύρια πύλη στην νοτιοανατολική πλευρά και τη δευτερεύουσα πύλη στη ΒΑ γωνία του περιβόλου. Η κύρια πύλη που προστατευόταν από δύο προμαχώνες εκατέρωθεν έχει καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς.
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες που έγιναν το διάστημα 1984-1993 αποσαφηνίστηκε η περίμετρος του περιβόλου, αποκαλύφθηκε η κυρία πύλη και εντοπίστηκαν κτίρια στο εσωτερικό. Παράλληλα έγιναν αναστηλωτικές εργασίες στον κεντρικό πύργο της ακρόπολης.
Την περίοδο 2007-2008, με χρηματοδότηση του Γ’ ΚΠΣ διενεργήθηκαν εκτεταμένες εργασίες σωστικού χαρακτήρα που συν τοις άλλοις είχαν σκοπό και τη βελτίωση της επισκεψιμότητας του κάστρου.
Σώζονται τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου και του τείχους της Ακροπόλεως με ημικυκλικούς και ορθογώνιους πύργους και προμαχώνες σε κακή κατάσταση.
Αντιθέτως σχετικά καλά διατηρείται ο διώροφος κεντρικός πύργος της Ακροπόλεως, με δίδυμες κινστέρνες στο υπόγειό του.
Σώζονται οι θέσεις των δύο πυλών, μιας κεντρικής στα ΝΑ και μιας μικρότερης επικουρικής στην Ακρόπολη.
Τέλος, σώζονται τμήματα άλλων κτισμάτων, όπως τα θεμέλια ορθογώνιου κτίσματος και πηγάδι.
Επιμέλεια: Χρήστος Χατζηλίας
Πηγή: cognoscoteam.gr