Ξεκίνησαν οι εργασίες επαπατοποθέτησης της μολύβδινης κουκούλας του μιναρέ.
Οι ισχυροί άνεμοι «λάβωσαν» τον περασμένο Σεπτέμβριο τον ύψους 24 μέτρων μιναρέ στο ιστορικό Ασλάν τζαμί, ένα τοπόσημο των Ιωαννίνων, στο οποίο στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο και αυτές τις μέρες μπήκαν σκαλωσιές για την επανατοποθέτηση της μολύβδινης κουκούλας του. Η ένταση των ανέμων ήταν τέτοια που έριξαν σαν… χαρτί το μεγάλου βάρους κάλυμμα του μιναρέ, ο οποίος τα τελευταία χρόνια είχε πάρει κλίση και το θέμα του απασχολούσε τις τοπικές αρχές.
Άλλωστε από την ανέγερσή του μέχρι σήμερα ο μιναρές του Ασλάν Πασά πέρασε πολλές δοκιμασίες. Το 1841 κατέρρευσε ένα μεγάλο μέρος του, μετά από πτώση κεραυνού, όπως και το 1873, αλλά και το 1875. Σχεδόν έναν χρόνο μετά, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης από την Τεχνική Υπηρεσία του δήμου Ιωαννιτών και με την επίβλεψη της Εφορείας Αρχαιοτήτων και ήδη ο μιναρές έχει…κυκλωθεί από σκαλωσιές.
Η μολύβδινη κουκούλα έχει καθαριστεί και τα τοποθετηθεί εκ νέου στη θέση της, προκειμένου να επανέλθει η αρμονία στο τζαμί.
Ένα σημαντικό μουσείο
Το Ασλάν τζαμί βρίσκεται στην βορειοδυτική ακρόπολη του Κάστρου των Ιωαννίνων και χτίστηκε το 1618. Κτήτοράς του, όπως μαρτυρά και το όνομά του ήταν ο Ασλάν Πασάς, που καταγόταν από το Μονοδένδρι Ζαγορίου και σύμφωνα με την παράδοση στην θέση εκείνη προϋπήρχε το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ενώ στην περιοχή ήταν στο παρελθόν τα παλάτια των ηγεμόνων του Κάστρου.
Εντυπωσιακός είναι ζωγραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του και κυρίως στην κόγχη της προσευχής (μιχράμπ), αλλά και στον τρούλο όπου επίσης υπάρχουν αποσπάσματα από το Κοράνι, καθώς και γύψινες λεπτομέρειες.
Το τζαμί Ασλάν Πασά είναι το πιο σημαντικό και το πιο καλοδιατηρημένο στα Γιάννενα και λειτουργεί ως Δημοτικό Μουσείο με εκθέματα από την καθημερινή ζωή και την εμπορική δραστηριότητα των τριών κοινοτήτων της πόλης κατά την ύστερη Τουρκοκρατία, της ελληνικής, της εβραϊκής και της μουσουλμανικής.
Τα εκθέματα είναι δωρεές επιφανών οικογενειών του νομού Ιωαννίνων και χρονολογούνται από τον 18ο ως τον 20ο αιώνα. Είναι κυρίως αντικείμενα καθημερινής χρήσης, εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία, ενδυμασίες, έπιπλα.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Έθνος