Άρθρο της αρχαιολόγου Δέσποινας Ευγενίδου, «Τὰ βυζαντινὰ κάστρα στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη».
Μαγικὰ σημεῖα συσσωρευμένης γνώσεως παλαιοτέρων ἐποχῶν καὶ αἴσθησης ζωῆς τοῦ παρελθόντος ἀποτελοῦν τὰ κάστρα. Ἡ γεωγραφία τοῦ χώρου καθορίζει τὸν τόπο τους, τὰ ὑλικὰ τῶν βουνῶν καθορίζουν τὸ κτίσιμό τους, τὸ χρῶμα τῆς πέτρας καθορίζει τὸ χρῶμα τους. Τὰ ἐρειπωμένα κάστρα μὲ τοὺς ἀκανόνιστους ὄγκους τους δύσκολα μπορεῖς νὰ τὰ ξεχωρίσῃς· ἀπὸ μακριὰ μοιάζουν νά ΄χουν γίνῃ ἕνα μὲ τὰ βράχια καὶ τὴν πέτρα τῆς περιοχῆς. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου δέθηκε μὲ τὸ ἔργο τῆς φύσεως.
Ὁ Προκόπιος τὸν 6ο αἰ., ἀναφέρει ὁτι στὰ Βαλκάνια, ὑπάρχουν τουλάχιστον 600 σημεῖα στὰ ὁποῖα κτίσθηκαν κάστρα ἢ βελτιώθηκαν τὰ τειχίσματα τους, ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ σημεῖα ἔχουν πλέον ταυτισθεῖ.
Οἱ πρωτοβυζαντινὲς πόλεις ἀκολούθησανν τὴν παράδοση καὶ τὴν χάραξη τῶν ρωμαϊκῶν πόλεων, τῶν μεγάλων διαστάσεων μὲ τὸ ἑλληνιστικὸ ἱπποδάμειο σύστημα. Ἀπὸ τὸν 9ο ὅμως αἰ., ὅσες ἀπὸ αὐτὲς ἐξακολουθοῦσαν νὰ ζοῦν, ἔχουν περιορίσει τὴν ἔκτασή τους, ἐνῶ τὸ ἱπποδάμειο σύστημα ἐγκαταλείπεται. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς μεγάλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Θεσσαλονίκη καὶ μερικὲς ἀκόμα, οἱ ὑπόλοιπες μετατρέπονται σὲ κατοικημένα κάστρα γιὰ τὴν προστασία τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ.
Τὸν 10ο αἰ. οἱ Βυζαντινοὶ χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη «κάστρο»
γιὰ νὰ δηλώσουν τειχισμένους οἰκισμούς.
Ἡ Θράκη εἶναι μία γεωγραφικὴ ἐνότητα ποὺ περιλαμβάνει τὴν χερσόνησο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, φθάνει δυτικὰ μέχρι τὸν ποταμὸ Νέστο καὶ βόρεια μέχρι τὴν ὀροσειρὰ τοῦ Αἴμου. Αὐτὴ ἡ περιοχὴ ἦταν ἡ ἐνδοχώρα τῆς βυζαντινῆς πρωτεύουσας καὶ τὰ κάστρα τῆς Θράκης ἀποτελοῦσαν τὴν ἀσπίδα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ κάστρα αὐτά, παρουσιάζουν μία μεγάλη ποικιλία καὶ ἀναδεικνύουν ἀνάγλυφα τὸ δίκτυο ἄμυνας καὶ οἴκησης τῆς περιοχῆς. Πολλὲς ἀπὸ τὶς προϋπάρχουσες πόλεις ἀνακατοικοῦνται τὸν 9ο αἰ. καὶ ἀποκτοῦν ἄλλο ὄνομα. Στὴν Κωνσταντινούπολη, τὰ νέα τείχη ποὺ ἔκτισε ὁ Θεοδόσιος, κοντᾶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ὀρθώσει ὁ Κωνσταντῖνος, ὁλοκλήρωσαν ἕνα πρωτοφανὲς γιὰ τὴν ἐποχὴ ἀμυντικὸ ἔργο. Ἡ Ἀναστασιούπολη ἦταν σταθμὸς τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ καὶ λιμάνι στὸν μιχὸ τῆς Βιστωνίδας. Ἡ Μαξιμιανούπολη, ὑπῆρξε καὶ αὐτὴ σταθμὸς τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ καὶ σημαντικὴ πόλη, ὡς τὸ τέλος τῆς πρωτοβυζαντινῆς ἐποχῆς. Καὶ οἱ δύο ἐμφανίζονται μὲ διαφορετικὸ ὄνομα στὴν κυρίως βυζαντινὴ περίοδο. Περιθώριο ὀναμάστηκε ἡ Ἀναστασιούπολη καὶ τὸ τεῖχος της ξανακτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, τὸ 1341. Ὡς Μοσυνόπολη ἐμφανίζεται ἡ Μαξιμιανούπολη ἀπὸ τὸν 9ο αἰ. Οἱ ἀρχαιοελληνικὲς πόλεις-λιμάνια τῆς Θρακικῆς ἀκτῆς, Ἄβδηρα καὶ Μαρώνεια λειτούργησαν καὶ στὴ βυζαντινὴ περίοδο. Ἡ βυζαντινὴ Μαρώνεια περιορίστηκε μόνο στὸν χῶρο τοῦ ἀρχαίου λιμανιοῦ. Τὰ Ἄβδηρα μετονομάστηκαν Πολύστυλο τὸν 9ο αἰ. καὶ χρησιμοποίησαν μόνο τὴν ἀκρόπολη τῆς ἀρχαίας πόλεως, ποὺ ἦταν κοντᾶ στὸ λιμάνι. Τὰ βυζαντινὰ τείχη πάτησαν πάνω στὸ ἀρχαιοελληνικὸ καὶ ρωμαϊκὸ τεῖχος.
Στὸ κάστρο τοῦ Διδυμοτείχου
Τὸ Πύθιο καὶ τὸ Διδυμότειχο ἔπαιξαν ἕναν καθοριστικὸ ρόλο τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βυζαντίου, καθῶς βρίσκονται ἀνάμεσα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ Ἀδριανούπολη. Οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις ἀξιωματοῦχων, καὶ τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου τοῦ Γ΄, καθῶς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, ποὺ εἶχε καὶ περουσιακὰ στοιχεῖα στὴν περιοχὴ αὐτή, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀνάπτυξή της καὶ στὴν ἐπαφή της μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη. Στοὺς πύργους τοῦ Πυθίου εἶναι φανερὴ καὶ κάποια ἐπίδραση τῆς δυτικῆς ὁχυρωματικῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Τὸ ὁχυρωμένο μοναστήρι τῶν Φερῶν μαρτυρεῖ μία ἄλλη χρήση τῶν ἴδιων αὐτῶν ὁχυρώσεων. Ἡ Ξάνθη καὶ ἡ Κομοτηνή, μικρὰ κέντρα στὴ βυζαντινὴ ἐποχή, ἐξελίχθηκαν μετὰ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση καὶ παραμένουν μέχρι σήμερα τὰ ἀστικὰ κέντρα τῆς περιοχῆς.
Πληροφορίες καὶ φωτογραφία τοῦ κάστρου Πυθίου, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἀρχαιολογία, τεῦχος 51, Ἰουνίου 1994.