Στην αποκατάσταση του σκηνικού οικοδομήματος και των παρασκηνίων του μεγάλου θεάτρου στην Αρχαία Νικόπολη, εντάσσοντας και συγκεκριμένες επεμβάσεις στο συνολικό σχέδιο ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, προχωρά το Υπουργείο Πολιτισμού, δια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πρεβέζης και της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων.
Ηδη έχουν ολοκληρωθεί τα αναστηλωτικά προγράμματα που αφορούν στο κοίλο του θεάτρου, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται το έργο της αποκατάστασης της ορχήστρας. Παράλληλα, με εντατικούς ρυθμούς εξελίσσονται οι εργασίες στερέωσης-αποκατάστασης, συντήρησης και διαμόρφωσης στον Οίκο του Γεωργίου Εκδίκου, την πολυτελή έπαυλη του ρωμαίου αξιωματούχου, και στην Βασιλική Α΄του Δομετίου, ενώ ολοκληρώθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων η αναστήλωση της Πύλης της Βασιλικής του Αλκίσωνος.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην πρόσφατη αυτοψία της, στον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης, δήλωσε:
«Το έργο της αποκατάστασης του μεγάλου θεάτρου, της οικίας του εκδίκου Γεωργίου και των πολύ σημαντικών παλαιοχριστιανικών Βασιλικών, εντάσσεται στο σχέδιο συνολικής ανάδειξης των μνημείων της Νικόπολης. Η ανέγερση του θεάτρου αποτελεί τμήμα του οικοδομικού προγράμματος του Οκταβιανού και συνδέεται με την αναβίωση των “Ακτίων”, αγώνων προς τιμήν του Απόλλωνα. Η πρόταση αποκατάστασης και αναστήλωσης του σκηνικού οικοδομήματος και των παρασκηνίων του θεάτρου ακολουθεί το αρχαίο σύστημα δόμησης κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα και στοχεύει στην προστασία, την ανάδειξη και την επανάχρηση του μνημείου. Σε εξέλιξη βρίσκεται και το έργο αποκατάστασης στην ορχήστρα του θεάτρου. Οι πόροι για το έργο στο μεγάλο θέατρο προέρχονται από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ηπείρου του ΕΣΠΑ 2014-2020 και 2021-2027 και θέλω να ευχαριστήσω τον Περιφερειάρχη Αλέξανδρο Καχριμάνη για την άριστη συνεργασία μας, όλα αυτά τα χρόνια. Οι εργασίες στα άλλα μνημεία της Νικόπολης χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ολιστική ανάδειξη της Νικόπολης, ενός ιδιαίτερα εκτεταμένου και σημαντικού αρχαιολογικού χώρου αποτελεί προτεραιότητα για το Υπουργείο Πολιτισμού. Στόχος μας είναι να δρομολογήσουμε την υποψηφιότητα της Νικόπολης προς ένταξη στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO».
Η Αρχαία Νικόπολη χτίστηκε από τον Αύγουστο Οκταβιανό, στα πρότυπα του ρωμαϊκού ορθογωνικού πολεοδομικού συστήματος προς τιμήν των θεών για τη νίκη του κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ. Το Θέατρο κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. έγινε πιο πολυτελές από το αρχικό, με ψηλότερο σκηνικό οικοδόμημα και περιμετρική στοά. Είχε τη δυνατότητα φιλοξενίας 8.000 θεατών και με τη μέγιστη εκμετάλλευση του χώρου 10.000 θεατών. Το 1960 πραγματοποιήθηκε η παλαιότερη έρευνα – ανασκαφή στο χώρο του θεάτρου, με τομές στη σκηνή. Το 1997, εκτεταμένοι καθαρισμοί οδήγησαν στη συμπλήρωση της κάτοψης του θεάτρου. Το 2001 πραγματοποιήθηκαν στερεωτικές εργασίες στο ανατολικό παράθυρο του ορόφου της σκηνής και σε μεγάλη ρωγμή της πρόσοψης της σκηνής. Το 2004 – 2007 στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος, έγινε ανάλυση των υλικών του μνημείου. Το 2011 εγκρίθηκε μελέτη προστασίας και αποκατάστασης του θεάτρου. Το 2014 πραγματοποιήθηκε ψηφιακή αποτύπωση τμημάτων του σκηνικού οικοδομήματος και εκπονήθηκε γεωτεχνική μελέτη και έρευνα του υπεδάφους. Το 2015 πραγματοποιήθηκε μελέτη στατικής προσωρινής αντιστήριξης τοιχοποιιών σκηνής και παρασκηνίων του Θεάτρου. Από το 2013 έως το 2018 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες συμπληρώσεις στον βόρειο τοίχο και στην νότια όψη του σκηνικού οικοδομήματος. Το 2020 εκπονήθηκε συμπληρωματική γεωτεχνική μελέτη για το κοίλο και το ανατολικό παρασκήνιο του θεάτρου. Το 2021 εκπονήθηκε μελέτη διαδρομών κίνησης επισκεπτών από και προς το εσωτερικό του θεάτρου και το 2023 μελέτη αποκατάστασης για την ορχήστρα του θεάτρου.
Το σκηνικό οικοδόμημα του Θεάτρου αποτελείται από το κυρίως κτήριο της σκηνής, στην όψη του οποίου διαμορφώνεται μνημειώδης τοίχος με κιονοστοιχίες (scaenae frons) επί τεσσάρων βάθρων, το προσκήνιο με τον μπροστινό του τοίχο (fonts pulpiti) και τα παρασκήνια εκατέρωθεν του προσκηνίου. Εξωτερικά του σκηνικού οικοδομήματος διαμορφώνονταν στοά σχήματος Π, η οποία οδηγούσε στις δύο εισόδους των παρόδων. Εσωτερικά, στη στάθμη του ισογείου, το σκηνικό οικοδόμημα χωρίζεται σε επτά συμμετρικά διατεταγμένους θολωτούς χώρους, τρεις από τους οποίους αποτελούν διόδους -κεντρική είσοδος και δύο εκατέρωθεν αυτής, ανατολικά και δυτικά. Όλοι οι χώροι στο ισόγειο έχουν ημικυλινδρικούς θόλους που εδράζονται στους εγκάρσιους τοίχους. Η διαρρύθμιση του ορόφου είναι παρόμοια με αυτή του ισογείου. Το μνημείο εμφανίζει αποσάθρωση και εκτενή κατάρρευση τοίχων, θόλων, τόξων, επισφαλή ισορροπία και μεγάλες παραμορφώσεις. Για αποκατάσταση της μορφής του σκηνικού οικοδομήματος και των παρασκηνίων και για την στατική εξασφάλιση του μνημείου, κατόπιν καθαίρεσης της μεταλλικής κατασκευής αντιστήριξης που αλλοιώνει τη μορφή του, προβλέπεται να ανακτηθούν τα τόξα των ανοιγμάτων και να συνδεθούν μεταξύ τους οι δύο επιμήκεις τοίχοι μέσω ανάκτησης τμημάτων των εγκάρσιων τοίχων και της θολοδομίας του ισογείου, αποκατάσταση ρηγματώσεων, ανάκτηση εγκάρσιων τοιχοποιιών και αποκατάσταση προσκηνίου.
Ο Οίκος του εκδίκου Γεωργίου, μια μεγάλη και πολυτελή αστική οικία αναπτύσσεται σε γήλοφο, περιβάλλεται από τέσσερις δρόμους και καταλαμβάνει μια οικοδομική νησίδα, περίπου 9.000 τ.μ. Σε ψηφιδωτό δάπεδο της οικίας μαρτυρείται το όνομα του εκδίκου Γεωργίου, του αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι του κράτους. Με βάση τα συστήματα δομής, αναγνωρίζονται τρεις οικοδομικές φάσεις από τον 1ο αι. ως και τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ.
Η Βασιλική Α΄, γνωστή ως Βασιλική του Δομετίου, από το όνομα δύο ομωνύμων επισκόπων –σύμφωνα με επιγραφές στα ψηφιδωτά της δάπεδα- ήταν αφιερωμένη στον Αγιο Δημήτριο. Η ανέγερσή της από τον πρώτο Δομέτιο χρονολογείται περίπου στα μέσα του 6ου αι., ενώ η αποπεράτωση της ψηφοθέτησης του ναού τοποθετείται από τον συνώνυμο διάδοχό του στον επισκοπικό θρόνο, στα 550-575.
Η Βασιλική Β΄, γνωστή και ως Βασιλική του Αλκίσωνος εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εκκλησιαστικό συγκρότημα περίπου 6.000 τ.μ. Η ανέγερσή της χρονολογείται στα μέσα ή στο β΄μισό του 5ου μεταχριστιανικού αιώνα και συνδέεται με τον επίσκοπο Αλκίσωνα. Λόγω του μεγέθους και της πολυτελούς κατασκευής της θεωρείται ότι ήταν η επισκοπική έδρα της Νικόπολης.