Ως γνωστόν ο Άγιος Βασίλειος κατά βούλησιν του Θεού που φανερώθηκε στον προκάτοχό του Ευσέβιο δι’ Αγγέλου και με τη σύμφωνη γνώμη του λαού του Θεού, εψηφίσθη υπό των επισκόπων της περιφέρειας του και κατεστάθη Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, ποιμάνας θεαρέστως τα λογικά της ποίμνης του πρόβατα, αναδειχθείς διά του κηρυκτικού, συγγραφικού, φιλανθρωπικού και ιεραποστολικού έργου του Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, επονομασθείς Μέγας.
Συνέβη λοιπόν επί των ημερών της Αρχιεπισκοπείας του να τον επισκεφθή ο παλαιός συμμαθητής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και φίλος του αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης ο οποίος κατ’ εκείνον τον καιρόν εξεστράτευε εναντίον της Περσίας. Ο Άγιος θεώρησε καλό να τον υποδεχθή ως μέγιστον άρχοντα στην είσοδο της πόλεως. Μη έχοντας τίποτε άλλο να προσφέρη στον φιλάργυρο και φιλοκτήμονα Βασιλέα του προσέφερε τρεις άρτους κριθαρένιους από εκείνους πού έτρωγε και ο ίδιος. Ο βασιλιάς γέλασε και διέταξε τους στρατιώτες του να κόψουν άχυρα από τον αγρό και να τα δώσουν στον Δεσπότην.
Ο Άγιος συναισθανόμενος την προσβολή πού έγινε στο αξίωμά του απάντησε ταπεινά ότι ο καθένας προσφέρη από εκείνο που τρώγει. Ο θυμωμένος και εξοργισμένος βασιλεύς υποσχέθηκε ότι μετά την μάχη στην Περσία, έμελλε να επιστρέψη διά να τιμωρήση τον Δεσπότην, να αιχμαλωτίση τους κατοίκους και να κατακάψη την πόλη.