«Η σωτηρία μας εξαρτάται από τον πλησίον», διεμήνυσε ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος, απευθυνόμενος στους πιστούς της Ενορίας Γεννήσεως του Χριστού, στο Port Adelaide, όπου ιερούργησε το πρωί της Κυριακής της Απόκρεω, 27 Φεβρουαρίου.
Εν πληθούση εκκλησία, ο Σεβασμιώτατος ανέλυσε την ευαγγελική περικοπή της ημέρας, η οποία συνδέεται με τη μέλλουσα Κρίση, και παρουσίασε το κεντρικό μήνυμά της, ότι προϋπόθεση για να γίνει κάποιος συγκληρονόμος της Βασιλείας του Θεού, είναι να έχει αγαπήσει και διακονήσει τον πλησίον του κατά την παρούσα ζωή. Δεν αρκεί μόνο να πηγαίνουμε στην εκκλησία, να ανάβουμε το καντήλι στο σπίτι, να κάνουμε προσευχή ή να νηστεύουμε, εξήγησε ο Αρχιεπίσκοπος, επισημαίνοντας ότι αν θέλουμε «να σφραγιστεί το διαβατήριό μας για τον παράδεισο», θα πρέπει να στραφούμε προς τον εμπερίστατο και τον πάσχοντα συνάνθρωπο, να κατανοήσουμε τις ανάγκες του και να του προσφέρουμε, με όλη μας την καρδιά, χείρα βοηθείας. «Γιατί όταν υπηρετούμε τον πλησίον, είναι σα να υπηρετούμε τον ίδιο τον Χριστό», επισήμανε με έμφαση.
Ο Σεβασμιώτατος θέλησε να αποσαφηνίσει ότι η ευαγγελική επιταγή δεν περιορίζεται μόνο στην παροχή χρημάτων ή υλικών αγαθών προς τον πλησίον που βρίσκεται σε ανάγκη. «Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη από χρήματα, αλλά έχουν ανάγκη από τον χρόνο σας», παρατήρησε και παρότρυνε πατρικά το εκκλησίασμα: «Να αφιερώσετε χρόνο να τους ακούσετε. Να τους δώσετε τη δυνατότητα να σας ανοίξουν την καρδιά τους. Να ακούσετε τον πόνο τους, να τους συμμεριστείτε, να τους δείξετε την αγάπη σας. Να τους προσφέρετε ένα χαμόγελο, διότι οι άνθρωποι σήμερα έχουν πολλές καταθλίψεις και πολλές δοκιμασίες. Να είστε ευγενικοί μαζί τους, να τους πείτε μια καλή κουβέντα».
Η συγκίνηση του Αρχιεπισκόπου ήταν εμφανής καθ’ όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, την οποία τέλεσε πλαισιούμενος από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Σινώπης κ. Σιλουανό, τον Ιερατικώς Προϊστάμενο του Ι.Ν. Γεννήσεως του Χριστού, π. Ιωάννη Χωραΐτη, και άλλους ιερείς της Αρχιεπισκοπικής Περιφέρειας Αδελαΐδος. Συγκίνηση, όχι μόνο γιατί είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει εκ νέου, μετά από την άρση των περιορισμών της πανδημίας, με το ελληνορθόδοξο ποίμνιο της «πόλης των εκκλησιών», αλλά και γιατί αξιώθηκε να ιερουργήσει στον περικαλλή Ναό της Γεννήσεως του Χριστού, ο οποίος είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο εσωτερικό του τον Δεκέμβριο του 2019.
Ο Σεβασμιώτατος απέδωσε τα εύσημα σε όλους όσοι εργάστηκαν για την αποκατάσταση και ανακαίνιση του Ιερού Ναού, συμπεριλαμβανομένου του Ιερατικώς Προϊσταμένου, π. Ιωάννη, τον οποίο στο τέλος της Θείας Λειτουργίας χειροθέτησε σε Πνευματικό-Εξομολόγο. Αφού απηύθυνε τις πατρικές του συμβουλές στον νέο Πνευματικό, επισήμανε πως η τιμή που του γίνεται αποτελεί και ελάχιστη επιβράβευσή του για τον κόπο που κατέβαλε για την αποκατάσταση του Ναού. Προσέθεσε δε ότι «στο πρόσωπό σου τιμούμε παράλληλα και τον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και όλα τα μέλη της Ενορίας – Κοινότητας τα οποία με πολύ κόπο και με πολύ αγώνα βοήθησαν και συνέτρεξαν για να υπάρχει αυτό το πολύ όμορφο αποτέλεσμα».
Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος με συγκίνηση έλαβε από εκπροσώπους της νεολαίας της Ενορίας ένα στυλό, ως δώρο για την επίσκεψή του. «Με αυτό το στυλό, όταν μεγαλώσουν, θα υπογράψω τα πιστοποιητικά γάμου τους», ανέφερε χαριτολογώντας, ενώ έσπευσε να ανταποδώσει με ένα ζεστό χαμόγελο και με την πατρική προτροπή του προς τα παιδιά, να αγαπούν και να ακολουθούν τον Χριστό σε όλη τους τη ζωή.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας παρατέθηκε γεύμα προς τιμήν του Σεβασμιωτάτου και εν συνεχεία ο Αρχιεπίσκοπος δέχθηκε σε ιδιαίτερη ακρόαση το νέο Διοικητικό Συμβούλιο, με το οποίο συζήτησαν θέματα της Ενορίας-Κοινότητας.
Να σημειωθεί ότι παρόντες, τόσο στη Θεία Λειτουργία, όσο και στο γεύμα, ήταν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Αδελαΐδα, κ. Γεώργιος Ψιάχας, Βουλευτές της Ομοσπονδιακής και Πολιτειακής Κυβερνήσεως, καθώς και εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοικήσεως.