Υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου τέθηκαν κληρικοί από την Λιθουανία οι οποίοι είχαν προσφύγει προς το Φανάρι, δια της εκκλήτου προσφυγής που άσκησαν, καθώς είχαν καθαιρεθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τους Κανόνες 9 και 17 της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου το αποκλειστικό προνόμιο της ευθύνης για το έκκλητο έχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ύστερα από ενδελεχή μελέτη της περίπτωσης των Πρωθιερέων Vladimiras Seliavko και Vitalijus Mockus και των Πρεσβυτέρων κ. Vitalis Dauparas, Gintaras Sungaila καί Georgy Ananiev, ο Παναγιώτατος εισηγήθηκε την άρση της καθαίρεσης από την ιερωσύνη και την αποκατάστασή τους.
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, “οἱ λόγοι δι᾽ οὕς ἐπεβλήθησαν αἱ ποιναί οὐδόλως προέρχονται ἐκ κριτηρίων ἐκκλησιαστικῶν, ἀλλά ἐκ τῆς δικαίας ἐναντιώσεως τῶν εἰρημένων κληρικῶν εἰς τόν πόλεμον τῆς Οὐκρανίας”.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης ο Οικουμενικός Πατριάρχης τους δέχθηκε, κατόπιν αιτήματος τους, υπό το σεπτό του ωμοφόριο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
Πρό τινων μηνῶν ἀπηυθύνθησαν διά γραμμάτων τῇ Ἀ.Θ.Παναγιότητι τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ κ.κ. Βαρθολομαίῳ οἱ ἐκ Λιθουανίας Αἰδεσιμολογιώτατοι Πρωθιερεῖς κ. Vladimiras Seliavko καί Vitalijus Mockus καί Πρεσβύτεροι κ. Vitalis Dauparas, Gintaras Sungaila καί Georgy Ananiev, καθυποβληθέντες τῇ ποινῇ τῆς ἀπό τῆς ἱερωσύνης καθαιρέσεως ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καί ἤσκησαν, καθ᾽ ὅ ἔχουσι δικαίωμα, ἔκκλητον προσφυγήν ἐνώπιον Αὐτοῦ.
Ὁ Πατριάρχης ἡμῶν, ἀποκλειστικῶς ἔχων, ἔκ τε τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων (9 καί 17 τῆς Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί ἐκ τῆς καθηγιασμένης πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν τῆς ἐκκλήτου εὐθύνην, ἀπεδέξατο τά ὑποβληθέντα αἰτήματα.
Μετά ἀπό ἐνδελεχῆ μελέτην τῶν ὑπό κρίσιν περιπτώσεων, διεπιστώθη ἀφ᾽ ἑνός μέν ὅτι αὗται εἶχον τελεσιδικήσει ἐνώπιον τῆς ἐπιβαλούσης τάς ποινάς ἐκκλησιαστικῆς των ἀρχῆς, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ὅτι οἱ λόγοι δι᾽ οὕς ἐπεβλήθησαν αἱ ποιναί οὐδόλως προέρχονται ἐκ κριτηρίων ἐκκλησιαστικῶν, ἀλλά ἐκ τῆς δικαίας ἐναντιώσεως τῶν εἰρημένων κληρικῶν εἰς τόν πόλεμον τῆς Οὐκρανίας. Δι᾽ ὅ καί ὁ Παναγιώτατος, κρίνας ἀμετακλήτως τάς ἐκκλήτους αὐτάς προσφυγάς, εἰσηγήθη τῇ περί Αὐτόν Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ τήν ἄρσιν τῆς ἐπ᾽ αὐτούς ἐπιβληθείσης ἀπό τῆς ἱερωσύνης καθαιρέσεως καί τήν ἀποκατάστασίν των εἰς τόν ὅν ἔφερον ἐκκλησιαστικόν βαθμόν, ὅπερ καί ὁμοφώνως ἀπεφασίσθη.
Πρός τούτοις καί μετά τήν οὑτωσί γενομένην ἀποκατάστασιν, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη, κατόπιν αἰτήματός των, ὑπό τό σεπτόν ὠμοφόριον Αὐτοῦ τούς διαληφθέντας κληρικούς, λαβών ὑπ᾽ ὄψιν τά περί τοῦ Θρόνου Αὐτοῦ παραδεδομένα, ὡς ἄλλως τε ἐνδεικτικῶς καταγράφονται καί εἰς τήν τοῦ Θεοδώρου Ἀντιοχείας τοῦ Βαλσαμῶνος ἑρμηνείαν εἴς τε τούς 17ον καί 18ον Κανόνας τῆς ἐν Τρούλλῳ ἀλλά καί εἰς τόν 10ον τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῶν Συνόδων («Ἀπὸ δὲ τοῦ παρόντος κανόνος σημείωσαι ἐν ῥητῷ, ὅτι μόνῳ τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως ἐφεῖται κληρικοὺς ἀλλοτρίους δέχεσθαι, καὶ δίχα ἀπολυτικῆς γραφῆς τοῦ χειροτονήσαντος αὐτοὺς»).