Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
20 Φεβρουαρίου, 2022

O χειροτονητήριος λόγος του Επισκόπου Μπουκόμπας Χρυσοστόμου

Διαδώστε:

Τον χειροτονητήριο λόγο του εξέδωσε ο Επίσκοπος Μπουκόμπας και Δυτικής Τανζανίας κ. Χρυσόστομος, ο οποίος χθες έδωσε το Μεγάλο Μήνυμα ενώπιον του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου στην Ι.Μ. Αγίου Σάββα Αλεξανδρείας. Μεταξύ άλλων ο Θεοφιλέστατος, στον χειροτονητήριο λόγο του τόνισε ότι “ό­σο κα­τα­τρεγ­μό ζού­σα στην πο­ρεί­α της ζω­ής μου, τό­σο ένι­ω­θα το έλε­ος του Κυ­ρί­ου να με κα­τα­δι­ώ­κει. Όσο τα κύ­μα­τα των δο­κι­μα­σι­ών ορ­θώνον­ταν για να με κα­τα­πιούν, τό­σο το έλε­ος και η α­γά­πη Του α­λη­θι­νού Θε­ού μας, με ο­δη­γού­σαν σε γα­λή­νιο λι­μά­νι”.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο τον χειροτονητήριο λόγο του Επισκόπου Μπουκόμπας κ. Χρυσοστόμου:

“Δο­ξαν, ευ­χα­ρι­στι­αν και προ­σκυ­νη­σιν α­να­πεμ­πω εις τον τρι­σα­γιον Θε­ον, τον Πα­τε­ρα, τον Υι­ον και το Α­γιο Πνεύ­μα, τον ευρ­γε­τη­σαν­τα με εκ κοι­λι­ας μη­τρος μου, Μα­κα­ρι­ω­τα­τε Πα­πα και Πα­τριά­ρχα μου της εν Α­λε­ξαν­δρεί­α και πα­ση τη Α­φρι­κη Εκ­κλη­σι­ας.

Δο­ξαν και ευ­χα­ρι­στι­αν και προ­σκυ­νη­σιν διά την κα­τα­δι­ω­ξιν μου με την α­γα­πην Του.

Ο­σο κα­τα­τρεγ­μο ζού­σα στην πο­ρεί­α της ζω­ης μου, το­σο ε­νι­ω­θα το ε­λε­ος του Κυ­ρι­ου να με κα­τα­δι­ω­κει. Ο­σο τα κυ­μα­τα των δο­κι­μα­σι­ων ορ­θω­νον­ταν για να με κα­τα­πιούν, το­σο το ε­λε­ος και η α­γα­πη Του α­λη­θι­νού Θε­ου μας, με ο­δη­γού­σαν σε γα­λη­νιο λι­μα­νι.

Ξε­κι­νων­τας το πο­λυ­κυ­μαν­το τα­ξι­δι της ζω­ης α­πο το Πλω­μα­ρι της Λε­σβου, α­πο τον πα­τε­ρα μου κα­πε­τα­νιο Πα­να­γι­ω­τη και την μη­τε­ρα μου κα­πε­τα­νισ­σα Μυρ­σι­νη, θυ­μα­μαι τον ε­φη­βο Δη­μη­τρη, πριν 50 χρο­νια τω­ρα, με­τα α­πο ε­να κα­τη­χη­τι­κο μα­θη­μα α­πο τον μα­κα­ρι­στο Ι­ε­ρο­κη­ρυ­κα Αρ­χιμ. Ι­ε­ρο­θε­ο Λυ­γε­ρο στον Α­γιο Νι­κο­λα­ο Πλω­μα­ρι­ου να σκιρ­τα η καρ­διά του για την ι­ε­ρα­πο­στο­λη και να δι­δει υ­πο­σχε­ση να α­κο­λου­θη­σει την ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κη τρι­βον.

Με­τα το μα­θη­μα ε­κεί στην αυ­λη του Α­γι­ου Νι­κο­λα­ου, ει­πα­με με τους συμ­μα­θη­τες μου:

-Πα­με για την Ι­ε­ρα­πο­στο­λη, παι­διά;

Που να ξε­ρω, ο­τι αυ­το το τα­ξι­δι, που ξε­κι­νη­σε α­πο την ε­φη­βεί­α, ε­με­λλε να πιά­σει λι­μα­νι στην Α­λε­ξαν­δρι­νη Εκ­κλη­σι­α και στην δυ­τι­κη ο­χθη της λι­μνης Βι­κτω­ριας, στην Μπου­κομ­πα της Ταν­ζα­νι­ας;

Α. Και αρ­χί­ζει η κα­τα­διίω­ξη του Θε­ού.

Ερχόμενος στην Αθήνα ε­κεί ο μα­κα­ρι­στος Μη­τρο­πο­λι­της Φλω­ρι­νης Αυ­γου­στι­νος, μου δι­δα­ξε την ι­ε­ρα­πο­στο­λη και μου γνω­ρι­σε τον Α­γιο Κο­σμα τον Αι­τω­λο, που α­πο το­τε ε­γι­νε το Ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κο προ­τυ­πο μου στην ι­ε­ρα­τι­κη μου ζω­η. Πα­ραλ­λη­λα ο συν­δε­σμος μου με τον μα­κα­ρι­στο ι­ε­ρα­πο­στο­λο του Κογ­κο Κο­σμα Γρη­γο­ριά­τη και η μα­θη­τεί­α κον­τα στον ση­με­ρι­νο Αρ­χι­ε­πι­σκο­πο Αλ­βα­νι­ας Α­να­στα­σιο μου ε­δει­ξαν την Ε­ξω­τε­ρι­κη Ι­ε­ρα­πο­στο­λη, που α­πο το­τε με σα­γη­νευ­ε και μου ε­μα­θε κα­λα, «ο­τι μια Εκ­κλη­σι­α χω­ρις ι­ε­ρα­πο­στο­λη ει­ναι μια Εκ­κλη­σι­α χω­ρις α­πο­στο­λη».

Ερ­χο­με­νος στη Νε­α Σκη­τη του Α­γι­ου Ο­ρους ο μα­κα­ρι­στος Γε­ρον­τας μου ι­ε­ρο­μο­να­χος Σπυ­ρι­δων, με­τα την χει­ρο­το­νι­α μου στη Μο­νη της με­τα­νοί­ας μου την Μο­νη του Α­γι­ου Παύ­λου, με ερ­ρι­ξε στην θα­λασ­σα του κο­σμου δι­πλα στον μα­κα­ρι­στο Δε­σπο­τη μου Ι­ε­ρισ­σου Νι­κο­δη­μο. Ε­μει­να κον­τα του 32 χρο­νια ως Ι­ε­ρο­κη­ρυ­κας και Πρω­το­συγ­γε­λος του και 6 κον­τα στον ση­με­ρι­νο Μη­τρο­πο­λι­τη Θε­ο­κλη­το, ε­χον­τας πα­λι την πε­ποί­θη­ση, ο­τι ε­κα­να ι­ε­ρα­πο­στο­λη. Κη­ρυτ­των, ιε­ρουρ­γων, ε­λε­ων τους με­γα­λους και κυ­ρι­ως τα παι­διά και τη νε­ο­λαί­α ε­πι 38 χρο­νια, ει­χα τη συ­νεί­δη­ση, ο­τι ε­κα­να ι­ε­ρα­πο­στο­λη στην Χαλ­κι­δι­κη.

Η μα­θη­τεί­α μου κον­τα στον μα­κα­ρι­στο π. Αν­τω­νιο Α­λε­βι­ζο­που­λο, με ε­κα­νε να α­σχο­λη­θω ως υ­πεύ­θυ­νος του αν­τι­αι­ρε­τι­κού ερ­γου στην Εκ­κλη­σι­α της Ελ­λα­δος, με ε­να αλ­λο ει­δος ι­ε­ρα­πο­στο­λης, την ε­πι­στρο­φη των εν πλα­νη και αι­ρε­σει ευρι­σκο­με­νων α­δελ­φων.

Πριν 30 χρο­νια δο­κι­μα­σα να ε­ξελ­θω προς Αλ­βα­νι­αν με­τα α­πο προ­σκλη­ση του Μα­κα­ρι­ω­τα­του Αρ­χι­ε­πι­σκο­που Α­να­στα­σι­ου, κον­τα στον ο­ποί­ο υ­πη­ρε­τη­σα 2 χρο­νια στον α­γω­να για την α­να­στη­λω­ση της δι­ω­χθεί­σης ε­κεί Εκ­κλη­σι­ας. Ο δι­ωγ­μος ο­μως α­πο το Αρ­γυ­ρο­κα­στρο, στα­μα­τη­σε ε­κεί­νη την καρ­πο­φο­ρα προ­σπα­θεια, μα­θαί­νον­τας μου κα­λα, ότι η ι­ε­ρα­πο­στο­λη ει­ναι αρ­ση Σταυ­ρού. Ε­δω κυ­ρι­ο­λε­κτι­κα τα κυ­μα­τα του βι­ου και του α­δου πη­γαν να με κα­τα­πιούν. Ευ­χα­ρι­στω τον Κυ­ριο γι­’­αυ­τη την εμ­πει­ρι­α του δι­ωγ­μου για την α­γα­πη Του. Ε­κεί ε­ζη­σα την α­βυσ­σο της κα­κι­ας του κο­σμου, αλ­λα ε­κεί ε­βι­ω­σα και το χε­ρι του Θε­ου, του λυ­τρω­σαν­τος με «εξ α­δου κα­τω­τα­του».

Β. Και η κα­τα­διίω­ξη συνεχίζεται.

«Του βι­ου την θα­λασ­σαν, υ­ψου­με­νην κα­θο­ρων, των πει­ρα­σμων τω κλυ­δω­νι, τω ευ­δι­ω λι­με­νι σου προσ­δρα­μων, βο­ω σοι∙ α­να­γα­γε, εκ φθο­ρας την ζω­ην μου Πο­λυ­ε­λε­ε».

Πριν 20 χρο­νια ε­γι­νε η πρώτη κλη­ση α­πο τον προ­κα­το­χο Σας μαρ­τυ­ρι­κο Πα­τριά­ρχη Πε­τρο, να κα­τε­βω στην Α­φρι­κη. Α­πο το 2009 με πο­λι­ορ­κεί η α­γα­πη Σας συ­στη­μα­τι­κα, α­φού ε­πι δε­κα­ε­τι­α πη­γαι­νο­ερ­χο­μου­να στο Κογ­κο κον­τα στον πο­λυ­κλαυ­στο α­δελ­φο Νι­κη­φο­ρο, δι­δα­σκον­τας στη Θε­ο­λο­γι­κη Σχο­λη και μα­θαί­νον­τας την ι­ε­ρα­πο­στο­λη της Α­φρι­κης.

Ε­δω και 10 χρο­νια ε­ζη­σα την ησυ­χα­στι­κη ζω­η στην Σκη­τη του Α­γι­ου Σι­λουα­νού, που με προ­ε­τοί­μα­σε γι’ αυ­τη την ω­ρα και την στιγ­μη.

Και ε­νω πι­στευ­α, ο­τι θα ε­με­να στο γα­λη­νιο λι­μα­νι της Ελ­λα­δι­κης Εκ­κλη­σι­ας και της Μη­τρο­πο­λε­ως Ι­ε­ρισ­σου, και στο κελ­λι μου στο Α­γιον Ο­ρος, το τι­μο­νι της ζω­ης στρα­φη­κε προς τον Σταυ­ρον του Νο­του, υ­πα­κού­ον­τας στην προ­σκλη­ση Σας, Μα­κα­ρι­ω­τα­τε Πα­τερ και Δε­σπο­τα. Η κα­πε­τα­νισ­σα μη­τε­ρα μου Μυρ­σι­νη που μας βλε­πει αυ­τη τη στιγ­μη με­σα α­πο την τη­λε­ο­πτι­κη με­τα­δο­ση του 4Ε, στο ο­ποί­ο με τον μα­κα­ρι­στο Γε­ρον­τα Θε­ο­φι­λο ε­κα­να ε­κα­τον­τα­δες εκ­πομ­πες, η μη­τε­ρα μου πρω­τη και με­τα ο Σεβ. Ι­ε­ρισ­σου Θε­ο­κλη­τος, τον ο­ποί­ον δι­η­κο­νη­σα 6 χρο­νια, μα­ζι με τον Ι­ω­αν­νι­νων Μα­ξι­μο με εν­θαρ­ρυ­ναν για την ε­ξο­δο μου και τον ελ­λι­με­νι­σμο μου στην πραγ­μα­τι­κη α­γα­πη Σας, Μα­κα­ρι­ω­τα­τε. Ε­τσι πριν 18 μη­νες αγ­κυ­ρο­βο­λη­σα στο Πα­τρι­αρ­χεί­ο Α­λε­ξαν­δρεί­ας.

Τω­ρα ο Πα­τριά­ρχης μου, μου α­νε­θε­σε να γι­νω ο κη­ρυ­κας της σω­τη­ρι­ας και κα­θο­δη­γη­της των πι­στων στην Μπου­κομ­πα της Ταν­ζα­νι­ας.

Τω­ρα ο­μως αρ­χι­ζουν τα δυ­σκο­λα.

Γ. Τώ­ρα αρχίζει η σκλη­ρή κα­τα­δί­ω­ξη του Θε­οῦ.

Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, «ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν» ζη­τᾶ ἀ­πό αὐ­τούς πού τόν ἀ­κο­λου­θοῦν νά ση­κώ­σουν τόν Σταυ­ρό Του καί τούς ποι­μέ­νες δι­α­δό­χους Του, νά «εἶ­ναι ἕτοι­μοι νά θυ­σιά­σουν τήν ψυ­χή τους ὑ­πέρ τοῦ ποι­μνί­ου» ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι, πό­σο ἕ­τοι­μος εἶ­μαι γιά θυ­σί­α;

Ὅ­ταν οἱ προ­στά­τες μου Ἅ­γιοι, Δη­μή­τριος καί Χρυ­σό­στο­μος προ­βάλ­λουν τό μαρ­τύ­ριο, ὡς τρό­πο ζω­ῆς, πῶς θά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω, τό μαρ­τύ­ριο καί τόν Σταυ­ρό πού μέ πε­ρι­μέ­νει;

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει στόν Τι­μό­θε­ο καί ζη­τᾶ «ὁ ἐ­πί­σκο­πος νά εἶ­ναι ἀ­δι­ά­βλη­τος· νά εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός, συ­νε­τός, εὐ­πρε­πής, φι­λό­ξε­νος, κα­λός δά­σκα­λος. Νά μήν εἶ­ναι, βί­αι­ος, αἰ­σχρο­κερ­δής, ἀλ­λά νά εἶ­ναι ἐ­πι­ει­κής, εἰ­ρη­νι­κός καί ἀ­φι­λο­χρή­μα­τος… νά ἔ­χει κα­λή φή­μη κι ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α». (Τιμ. 3, 2-7)

Ζη­τᾶ «νά ὑ­πο­μέ­νω κό­πους καί ὀ­νει­δι­σμούς». (Τιμ.4, 10), «νά προ­σέ­χω τόν ἑ­αυ­τό μου καί τή δι­δα­σκα­λί­α μου… νά εἶ­μαι ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος». (Τιμ.4, 16).

Τό­τε στόν Τι­μό­θε­ο καί σή­με­ρα στόν ἐ­λά­χι­στον ἐ­μέ πα­ραγ­γέ­λει «τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κην φύ­λα­ξον», δι­α­φύ­λα­ξε αὐ­τό πού σοῦ ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Χρι­στός καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α (Τιμ.6, 20).

Ποι­ά δύ­να­μη θά πρέ­πει νά ἔ­χω, ὅ­ταν μοῦ ζη­τᾶ νά ἔ­χω «πνεῦ­μα δυ­νά­μης καί ἀ­γά­πης καί σω­φρο­σύ­νης καί ὄ­χι πνεῦ­μα δει­λί­ας. Νά μήν ντρέ­πο­μαι νά τόν ὁ­μο­λο­γῶ… Νά εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά κα­κο­πα­θή­σω γιά τό κή­ρυγ­μα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Β΄Τιμ. 1,7). «Κα­κο­πά­θη­σε», μοῦ λέ­ει, «σάν κα­λός στρα­τι­ώ­της τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ»(Β΄ Τιμ.2, 3).

Στόν Τί­το πα­ραγ­γέλ­λει, ὅ­τι «ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὡς δι­α­χει­ρι­στής τοῦ Θε­οῦ, πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­δι­ά­βλη­τος· νά μήν εἶ­ναι ὑ­πε­ρο­πτι­κός, εὐ­έ­ξα­πτος, μέ­θυ­σος, φι­λό­νι­κος, καί νά μήν ἐ­πι­δι­ώ­κει ἀ­θέ­μι­τα κέρ­δη». (Τιτ.1, 7). Πῶς θά μπο­ρέ­σω νά τι­θα­σεύ­σω τά πά­θη μου πού ἐμ­φω­λεύ­ουν καί νά μήν ἐ­πη­ρε­ά­ζουν τίς σκέ­ψεις, τίς ἀ­πο­φά­σεις καί τίς ἐ­νέρ­γει­ες μου; Γιά τά θέ­μα­τα αὐ­τά δι­α­βά­ζον­τας τό «Συμ­βου­λευ­τι­κό Ἐγ­χει­ρί­διο» τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, πρός τόν ξά­δελ­φο του Ἐ­πί­σκο­πο Εὐ­ρί­που Ἱε­ρό­θε­ο, τό ὁ­ποῖ­ο με­τέ­φρα­σε ὁ Γέ­ρον­τας μου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Βε­νέ­δι­κτος Νε­ο­σκη­τι­ώ­της, ἔ­μει­να ἄ­φω­νος καί ἀ­να­ρω­τή­θη­κα:

-Ποῦ πά­ω.

Ὁ­πό­τε, ψυ­χή μου, ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή δέν ἔ­χεις. Πρέ­πει νά ἀλ­λά­ξεις τε­λεί­ως τρό­πο ζω­ῆς, γιά νά σω­θεῖς.

Ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι «αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­λαμ­βά­νει τήν ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί κα­λεῖ­ται νά τό δι­α­τη­ρή­σει ἄ­σπι­λο, ἄ­νευ οἱ­ου­δή­πο­τε ψό­γου πού μπο­ρεῖ νά κα­τα­στρέ­ψει τήν εὐ­πρέ­πειά του». Κα­τα­λή­γει δέ στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι «εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο εἴ­τε κά­ποι­ος, νά ἀρ­νη­θεῖ νά ἀ­να­λά­βει τό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα, εἴ­τε, νά ἐλ­πί­ζει στήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ προ­κει­μέ­νου νά πράτ­τει τό θεῖ­ο θέ­λη­μα ἔ­τσι πού νά κα­τα­στεῖ ἄ­ξιος τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ». Πῶς σ’ αὐ­τόν τόν αἰ­ῶ­να τόν ἀ­πα­τε­ῶ­να, θά δι­α­τη­ρή­σω τίς βα­πτι­σμα­τι­κές, μο­να­χι­κές, ἱ­ε­ρα­τι­κές καί ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κές μου ὑ­πο­σχέ­σεις;

Ὅ­ταν ὁ Με­γά­λος Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος καί Ἰ­σα­πό­στο­λος Κο­σμᾶς Αἰ­τω­λός, τό πρό­τυ­πο μου, λέ­ει «ὅ­τι εἶ­ναι δύ­σκο­λον τήν σή­με­ρον νά σω­θοῦν πα­τριά­ρχαι, ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ἱ­ε­ρεῖς», καί γιά νά σω­θοῦν ζη­τᾶ με­τά­νοι­α «τώ­ρα πού ἔ­χε­τε και­ρόν, ἅ­γιοι ἱ­ε­ρεῖς», πῶς νά ἐλ­πί­ζω στήν σω­τη­ρί­α μου ὡς Ἐ­πί­σκο­πος;

Ὅ­ταν ὁ Ἅ­γιος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος λέ­ει, «ὅ­τι πολ­λοί Ἐ­πί­σκο­ποι σή­με­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α θά ἦ­σαν οἱ λα­ϊ­κοί στήν ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α καί ὄ­χι Κλη­ρι­κοί», πῶς βα­δί­ζω στό ἀ­νώ­τε­ρο Ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα;

Ὅ­ταν ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς καί ὅ­λοι οἱ ἡ­συ­χα­στές ζη­τοῦν ἀ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πο νά εἶ­ναι στή θέ­ω­ση καί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού θά χει­ρα­γω­γή­σει τούς πι­στούς στόν φω­τι­σμό καί τήν θέ­ω­ση, πῶς ὁ τυ­φλός θά ὁ­δη­γή­σω ἀ­πλα­νῶς τούς πι­στούς, ἀ­φοῦ ἀ­κό­μη δέν ἔ­χω ξε­κι­νή­σει τήν κά­θαρ­ση;

Ὅ­ταν οἱ γε­ρον­τά­δες μου μοῦ ἔ­λε­γαν μιά ζω­ή, ὅ­τι «ἄν ἔ­χεις λί­γες πι­θα­νό­τη­τες νά σω­θεῖς σάν ἱ­ε­ρεύς καί ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρες ἔ­χεις ὡς ἀρ­χι­ε­ρεύς», πῶς θά ὁ­δη­γή­σω ἄλ­λους εἰς σω­τη­ρί­αν;

Πα­ρα­κα­λῶ τούς Ἁ­γί­ους τῆς Ἀ­φρι­κῆς, τούς Ἁ­γί­ους μου πού ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ­βο­μαι Ἅ­γιο Χρυ­σό­στο­μο νά μέ στη­ρί­ζει, τόν Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο νά μέ δυ­να­μώ­νει, τόν Ἰ­σα­πό­στο­λο Κο­σμᾶ νά μέ κα­θο­δη­γεῖ, τόν οὐ­ρα­νο­βά­μο­να Σι­λουα­νό νά μέ φω­τί­ζει, τούς Ἁ­γί­ους Ἱ­ε­ράρ­χας, τόν Μυ­ρέ­ων Νι­κό­λα­ο νά γα­λη­νεύ­ει τή ψυ­χή μου, τόν Τρι­μυ­θοῦν­τος Σπυ­ρί­δω­να νά δι­α­λύ­ει τίς πα­γί­δες καί τόν Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριο νά τα­κτο­ποι­εῖ τά προ­βλή­μα­τα.

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, Σε­βα­στοί Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, χο­ρεί­α πρε­σβυ­τέ­ρων, δι­α­κό­νων καί ἀ­γα­πη­μέ­νοι χρι­στια­νοί, ἡ πα­ρου­σί­α σας, ἡ ἀ­γά­πη σας καί οἱ εὐ­χές σας εἶ­ναι αὐ­τές πού θά μι­λή­σουν στό Σω­τῆ­ρα Κύ­ριο νά στέ­κει δί­πλα μου, νά μέ κα­θο­δη­γεῖ «εἰς νο­μάς χα­ρι­σμά­των». Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ! Εὐ­χα­ρι­στῶ ὅ­λους τούς εὐ­ερ­γέ­τας μου καί συ­νερ­γά­τες μου στό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Προ­σφέ­ρω τή συγ­χώ­ρη­ση πρός ὅ­λους ὅ­σοι μέ πί­κρα­ναν, μέ κα­τη­γό­ρη­σαν δι­καί­ως ἤ ἀ­δί­κως, πρός ὅ­σους μέ πα­ρηγ­κώνι­σαν. Ἡ δυ­σκο­λί­α μου εἶ­ναι μέ ὅ­σους μέ ἐμ­πό­δι­σαν στό ἔρ­γο τῆς ἱ­ε­ρο­κη­ρυ­κτι­κῆς δι­α­κο­νί­ας μου. Ὁ Κύ­ριος νά τούς συγ­χω­ρεῖ καί νά τούς φω­τί­ζει. Καί ὅ­σους ἔ­βλα­ψα ἐν λό­γῳ ἤ ἔρ­γῳ ἤ δι­α­νοί­ᾳ ζη­τῶ τή συγ­χώ­ρε­ση τους.

Πα­ρα­κα­λῶ τή γλυ­κειά μου μα­νού­λα, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, νά μή μέ ἀ­φή­σει ἀ­πό τήν γλυ­κειά ἀγ­κα­λιά της, γιά νά μπο­ρέ­σω νά δεί­ξω καί στούς τα­πει­νούς καί βα­σα­νι­σμέ­νους ἀ­φρι­κα­νούς τό λι­μά­νι τῆς ἀ­γά­πης της.

Στόν γλυ­κύ­τα­το μου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, «τό ἐ­µ­όν ἔ­ρω­τα», «τόν ἐ­µ­όν γλυ­κύ­τα­τον μου αὐ­θέν­την καί δε­σπό­την», τήν «ζω­ήν τῆς ζω­ῆς μου», «τήν ψυ­χήν τῆς ψυ­χῆς μου» δί­νω τό ἑ­αυ­τό μου.

Δέν ἀν­τέ­χω στή σκέ­ψη, ὅ­τι ὡς Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­μαι εἰς τύ­πον καί τό­πον Χρι­στοῦ. Μᾶλ­λον τόν ἐ­κλι­πα­ρῶ, Ἐ­κεῖ­νος νά εἶ­ναι ἀν­τί ἐ­μοῦ. Νά ἐ­νερ­γεῖ δι­’­ ἐ­μοῦ. Νά μή ζῶ ἐ­γώ. Νά μή «ζῶ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ», ἀλ­λά κα­τά τήν παύ­λει­ον ρῆ­σιν, νά ζεῖ ὁ Χρι­στός «ἐν ἐ­μοί». Δέν θέ­λω νά εἶ­μαι στήν θέ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Θέ­λω νά εἶ­ναι ὁ Χρι­στός στή θέ­ση μου.

Δ΄ Πα­ρά­κλη­ση για κα­τα­δί­ω­ξη

Πα­ρα­κα­λῶ τό ἔ­λε­ος Του νά μέ κα­τα­δι­ώ­κει καί στήν Μπου­κόμ­πα, ὅ­που μέ ἀ­πο­στέ­λλει ἡ τω­ρι­νή μη­τέ­ρα μου Ἀ­λε­ξαν­δρι­νή Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ πα­τέ­ρας καί Πα­τριά­ρχης μου κ. Θε­ό­δω­ρος.

Τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον, πα­ρα­κα­λῶ, νά σκη­νώ­σει στήν Μπου­κόμ­πα καί νά αὐ­ξά­νει τήν οἰ­κο­δο­μήν τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νά γί­νου­με καί μεῖς στήν Ἀ­φρι­κή «συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καί οἰκεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»(Ἐ­φεσ.2,19). Πι­στεύ­ω, σύν Θε­ῶ, μέ τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς ἀ­δι­ά­λει­πτης προ­σευ­χῆς καί τῆς με­τά­νοι­ας θά ἔ­χου­με πολ­λούς τούς καρ­πούς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Τό ἔ­λε­ος Του, πα­ρα­κα­λῶ, νά φέ­ρει κον­τά μας συ­νερ­γά­τες καί ἀ­δελ­φούς εἰς τόν κα­ταρ­τι­σμόν τοῦ σώ­μα­τος τῆς ἐν Ἀ­φρι­κῆ Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά συ­νε­τί­ζει τούς ψευ­δα­δέλ­φους ἀ­πό τόν βορ­ρά, πού ἔρ­χον­ται νά «κλέ­ψουν, νά θύ­σουν καί νά ἀ­πο­λέ­σουν».

«Μή πα­ρα­κα­λῶ σας, μή λη­σμο­νᾶ­τε στή χώ­ρα σας» τήν τω­ρι­νή φτω­χή μου χώ­ρα, τήν Ταν­ζα­νί­α. Τήν ἀ­γά­πη Σας, πα­ρα­κα­λῶ, ἐ­σᾶς πλού­σιοι σέ ἀ­γά­πη Ἕλ­λη­νες ὀρ­θό­δο­ξοι, μή ξε­χνᾶ­τε καί μᾶς τούς φτω­χούς τῆς Μπου­κόμ­πας μέ τίς λα­σπο­κα­λύ­βες να­ούς, τούς ἱ­ε­ρεῖς μέ τίς κου­ρε­λι­α­σμέ­νες στο­λές, τά ξυ­πό­λυ­τα καί γυ­μνά παι­διά μας, τούς φτω­χούς χρι­στια­νούς μας, τίς ἄ­πει­ρες ἀ­νάγ­κες, καί προ­πάν­των τά ἑκα­το­μμύ­ρια ψυ­χές πού πλα­νῶν­ται στό σκο­τά­δι τῆς πλά­νης καί τῆς αἵ­ρε­σης. Βο­η­θεῖ­στε μας νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α. Ἐ­σεῖς συ­νέλ­λη­νες πα­τρι­ῶ­τες Μα­κε­δό­νες, πού μέ τόν Με­γα­λέ­ξαν­δρο φθά­σα­με μέ­χρι ἐ­δῶ στήν ὄ­μορ­φη Ἀ­λε­ξάν­δρεια, στήν Ἀ­φρι­κή καί τήν Ἀ­σί­α ἐκ­πο­λι­τί­ζον­τας, βο­η­θεῖ­στε ἑ­νω­μέ­νοι νά με­τα­λαμ­πα­δεύ­σου­με τήν Ἁ­γί­α μας Ὀρ­θο­δο­ξί­α «ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς». Κά­ποι­οι στό μέ­τω­πο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί ἄλ­λοι στά με­τό­πι­σθεν βο­η­θεῖ­στε, νά φω­τι­σθεῖ ὁ κό­σμος, νά βα­πτι­σθεῖ στήν Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί νά γί­νουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι «παι­διά Θε­οῦ».

Ρω­τά­ει ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς: «Τώ­ρα, ἀ­δελ­φοί µ­ου, τί ση­µ­εῖ­ον καρ­τε­ροῦ­µ­εν; Δέν καρ­τε­ροῦ­µ­εν ἄλ­λo πα­ρά πό­τε νά λά­µ­ψῃ ὁ Πα­νά­γιος Σταυ­ρός εἰς τόν οὐ­ρα­νόν πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­πό τόν ἥ­λιον καί νά λά­µ­ψῃ ὁ γλυ­κύ­τα­τός µ­ας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός καί Θε­ός ἑ­πτά φο­ράς πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­πό τόν ἥ­λιον, µ­έ χί­λι­ες χι­λιά­δες καί µ­ύ­ρι­ες µ­υ­ριά­δες ἀγ­γέ­λους µ­έ δό­ξαν θε­ϊ­κήν».

Καρ­τε­ροῦ­μεν, πῶς, οἱ Ἀ­φρι­κα­νοί ἀ­δελ­φοί μας θά γί­νουν μέ­λη τί­μια τῆς Ἁ­γί­ας Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας.

Καρ­τε­ροῦ­μεν, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, Πά­πα καί Πα­τριά­ρχη μου, νά μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­π’­ ἄ­κρου εἰς ἄ­κρον τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τριά­ρχου μας, τοῦ ἑνός Πα­τριά­ρχου τῆς Ἀ­φρι­κῆς, τοῦ δι­α­δό­χου τοῦ Ἀπ. καί Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Μάρ­κου, τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἀ­φρι­κῆς.

Ναί, καρ­τε­ροῦ­μεν, πῶς θά λάμ­ψει ὁ Σταυ­ρός τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας στήν Ἀ­φρι­κή, γιά τήν δό­ξα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, γιά τήν δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας, ᾧ ἡ δό­ξα καί τό κρά­τος εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων . Ἀ­μήν”.

 

Διαβάστε ακόμη: Σήμερα η χειροτονία του εψηφισμένου Επισκόπου Μπουκόμπας – Εδόθη το Μεγάλο Μήνυμα

Διαδώστε: