Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κ.κ. Ιωάννης Θ’ υποδέχθηκε στην Πατριαρχική έδρα, στο Μπαλαμάντ, τον Λιβανέζο πολιτικό και Νευροχειρουργό Δρ. Γκασάν Σκαφ.
Της Σβετλάνα Λεβίτσκι
Μετά τη συνάντηση, ο Δρ Σκαφ έκανε την ακόλουθη δήλωση: “Είχα την τιμή να συναντήσω τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Αντιοχείας κ.κ. Ιωάννη σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη, την πρώτη μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου, για να λάβω την ευλογία του Μακαριωτάτου και να ακούσω τις συμβουλές του. Συζήτησα με τον Μακαριώτατο πολλά θέματα σχετικά με την εκκλησία και τα δημόσια πράγματα, καθώς και τις διαφορετικές καταστάσεις που βιώνει η χώρα μας σε διάφορα επίπεδα. Ήταν μια πολύ γόνιμη συνάντηση”.
Στη συνέχεια υπογράμμισε: “Πιστεύουμε ότι ο λαός του Λιβάνου έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται έναν κατάλληλο Πρόεδρο. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά κόμματα στο Λίβανο που ομόφωνα απορρίπτουν το προεδρικό κενό, αλλά βλέπουμε ότι εργάζονται για αυτό στα κρυφά. Για εμάς το προεδρικό κενό είναι μια απέραντη θάλασσα, ξέρουμε πότε ξεκινά αλλά δεν ξέρουμε πού και πώς τελειώνει”.
“Προτεραιότητα σήμερα θα έπρεπε να είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα το Σύνταγμα δεν ορίζει ποια κυβέρνηση θα αναλάμβανε σε περίπτωση προεδρικού κενού. Το καθήκον της κυβέρνησης που αναλαμβάνει σε περίπτωση κενού θα είναι αυτό μιας μεταβατικής κυβέρνησης, με προτεραιότητα την εκλογή Προέδρου για τη χώρα”, κατέληξε.
Σημειώνεται ότι από το 2019, ο Λίβανος είναι βυθισμένος σε κοινωνικοοικονομική κρίση, την χειρότερη στον κόσμο από το 1850, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Οφείλεται σε δεκαετίες κακοδιαχείρισης και διαφθοράς της ηγετικής τάξης που παραμένει αμετακίνητη εδώ και δεκάδες χρόνια.
Μέσα σε διάστημα δύο ετών, το εθνικό νόμισμα έχασε το 90% της αξίας του στην μαύρη αγορά και το ποσοστό της ανεργίας σχεδόν τριπλασιάσθηκε. Περί το 80% του πληθυσμού ζει πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας , σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Η ελεύθερη πτώση της λιβανικής οικονομίας και η κατάρρευση των δημοσίων υπηρεσιών ώθησε μεγάλο αριθμό Λιβανέζων να εγκαταλείψουν την χώρα τους.
Οι εκλογές διεξάγονται βάσει του εκλογικού νόμου του 2017 που ευνοεί τα κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία και απουσία του βασικού σουνίτη πολιτικού ηγέτη , του Σάαντ Χαρίρι, ο οποίος μποϊκοτάρει την ψηφοφορία.