Βίος και Πολιτεία του Οσίου Σεργίου του Ράντονεζ
Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής, 2006
Εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος.
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Σέργιος γεννήθηκε τὸ 1314 στὴν πόλι Ῥοστώβ, απὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Κύριλλο καὶ τὴν Μαρία.
Ὁ Θεός, τὸν ξεχώρισε ἀπὸ βρέφος γιὰ τὴν ὑπηρεσία του. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησί του, μία Κυριακή, ἡ μητέρα του βρισκόταν σὲ ἕναν ναό, καὶ παρακολουθοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά, καθὼς θὰ ἄρχιζε ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, το βρέφος φώναξε μέσα ἀπὸ τὰ μητρικὰ σπλάγχνα! Ἡ φωνή του ἀκούσθηκε ἀπὸ πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ τὸ βρέφος φώναξε πάλι. Καὶ ὅταν ὁ ἱερέας ἔφθασε στὴν ἐκφώνησι· πρόσχωμεν τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις, τὸ βρέφος φώναξε γιὰ τρίτη φορά. Ὅλοι τότε κατάλαβαν ὅτι θὰ γεννιόταν ἕνας μεγάλος Ἅγιος, ἕνας λύχνος τοῦ κόσμου καὶ ὑπηρέτης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τὸ βρέφος σκίρτησε στὰ μητρικὰ σπλάγχνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἐνώπιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὅταν γεννήθηκε, τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες του φάνηκε αὐστηρὸς νηστευτής. Δὲν θήλαζε τὸ μητρικὸ γάλα τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευές, οὔτε τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ μητέρα του ἔτρωγε κρέας. Μόλις τὸ πρόσεξε αὐτὸ ἡ μητέρα σταμάτησε τελείως τὸ κρέας.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Βαρθολομαῖος πῆγε στὸ σχολεῖο. Μαζί του πήγαιναν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί του, ὁ μεγαλύτερος Στέφανος καὶ ὁ μικρότερος Πέτρος. Τί συνέβαινε ὅμως; Ἐνῶ αὐτοὶ προώδευαν στὰ μαθήματα, ὁ Βαρθολομαῖος καθυστεροῦσε καὶ δυσκολευόταν πολύ, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ δάσκαλος φρόντιζε ἰδιαίτερα γιὰ αὐτόν, καὶ κατέβαλλε κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.
Ἡ καθυστέρησις αὐτὴ ὀφειλόταν στὴν θεία πρόνοια, ποὺ ἀπέβλεπε νὰ λάβῃ τὸ παιδί, τὴν γνῶσι και τὴν σοφία σὰν θεῖο χάρισμα καὶ ὄχι σὰν ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνης προσπαθείας.
Ὁ μικρὸς Βαρθολομαῖος στεναχωριόταν συχνά, καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, τὴν δυνατότητα τῆς μαθήσεως. Καὶ ὁ Κύριος δέχθηκε τὴν προσευχή, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς παιδικῆς ψυχῆς.
Κάποια ἡμέρα ὁ πατέρας ἔστειλε τὸν Βαρθολομαῖο στὸ δάσος γιὰ νὰ φέρῃ τὰ ἄλογα. Συνηθισμένος στὴν ὑπακοή, ξεκίνησε ἀμέσως. Ἡ ἐργασία αὐτὴ τοῦ ἦταν πολὺ εὐχάριστη γιατὶ συνδυαζόταν μὲ τὴν μόνωσι καὶ τὴν σιωπή. Στὸν δρόμο του συνάντησε κάποιον μοναχό, ἢ μᾶλλον κάποιον Ἄγγελο μὲ μορφὴ μοναχοῦ. Στεκόταν ἀκίνητος μέσα στὸ δάσος καὶ προσευχόταν. Ὁ μικρὸς Βαρθολομαῖος τὸν πλησίασε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ περίμενε νὰ τελειώσῃ τὴν προσευχή του. Ἐκεῖνος, μόλις τελείωσε, τὸν εὐλόγησε, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τὸν ρώτησε τί θέλει.
-Μὲ στέλνουν Πάτερ στὸ σχολεῖο νὰ μάθω γράμματα· ἀπάντησε ὁ Βαρθολομαῖος. Ὅμως δυσκολεύομαι πολύ, νὰ καταλάβω τὰ λόγια τοῦ δασκάλου μου. Λυπᾶμαι πολὺ γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Προσευχηθῆτε στὸν Κύριο γιὰ μένα.
Ὁ μοναχός, προσευχήθηκε, εὐλόγησε πάλι τὸ παιδί, καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἀπὸ τώρα ὁ Θεός, θὰ σοῦ δώσῃ φωτισμό, νὰ τὰ μαθαίνεις ὅλα, ἔτσι ποὺ νὰ διδάσκῃς καὶ τοὺς ἄλλους.
Τοῦ ἔδωσε κατόπιν ἕνα μικρὸ κομμάτι πρόσφορο, λέγοντας:
-Φάγε αὐτὸ τὸ κομμάτι. Σοῦ δίνεται σὰν ἀπόδειξι τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μικρό, ἀλλὰ τρώγοντάς το θὰ νοιώσης μεγάλη γλυκύτητα.
Ὁ μοναχός, φάνηκε σὰν νὰ ἤθελε νὰ φύγῃ. Ὁ νεαρὸς ὅμως Βαρθολομαῖος, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλῆ θερμά, νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ σπίτι του καὶ νὰ εὐλογήσῃ τοὺς γονεῖς του. Δέχτηκε καὶ πῆγαν σπίτι. Οἱ γονεῖς τοῦ Βαρθολομαίου, ποὺ ἔδειχναν πάντα ἰδιαίτερο σεβασμὸ πρὸς τοὺς μοναχούς, προϋπάντησαν μὲ χαρὰ τὸν ἐπισκέπτη τους. Τοῦ προσέφεραν τροφή, ἀλλὰ ἐκεῖνος θέλησε νὰ προηγηθῆ ἡ πνευματικὴ τροφή. Ὅταν ἄρχισε ἡ προσευχή, πρότεινε στὸν Βαρθολομαῖο νὰ διαβάσῃ τοὺς ψαλμούς. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ εἶπε:
-Δὲν ξέρω Πάτερ νὰ διαβάζω.
-Ἀπὸ τώρα θὰ σοῦ δοθῆ ἡ γνώσις· ἀπάντησε ὁ μοναχός.
Ἀμέσως ὁ Βαρθολομαῖος ἄρχισε νὰ διαβάζῃ σωστὰ τοὺς ψαλμούς, πρᾶγμα τὸ ὀποῖο κατέπληξε τοὺς γονεῖς. Ἀποχαιρετώντας τους ὁ ἐπισκέπτης τοὺς προφήτευσε:
Ὁ γυιός σας θὰ δοξασθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Θὰ γίνῃ ἐκλεκτὸ δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὑπηρέτης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅπως ἡ εὔφορη γῆ δέχεται τὴν βροχή, καὶ πλούσια καρποφορεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Βαρθολομαίου δεχόταν τὸ περιεχόμενο τῶν βιβλίων ποὺ διάβαζε. Ὁ Θεός· διήνοιξεν αὐτοῦ τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς (Λουκᾶς κδ´, 45). Μεγάλωνε χρόνο μὲ χρόνο καὶ συγχρόνως πλούτιζε σὲ γνώσεις καὶ ἀρετή.
Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἔνοιωσε ἀγάπη γιὰ την προσευχή, καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια γεύθηκε τὴν γλυκύτητά της. Γιὰ αὐτὸ ἐκκλησιαζόταν μὲ ζῆλο καὶ δὲν παρέλειπε καμμία ἀκολουθία. Απέφευγε συστηματικά, τὰ παιδικὰ παιχνίδια. Δὲν ταίριαζαν στὸν χαρακτῆρά του οἱ χαρές, καὶ τὰ γέλια τῶν συνομηλίκων του. Διαρκῶς θυμόταν ὅτι· ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου (Ψαλμὸς ρι´, 10), καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ γνωρίσῃ αὐτὴ τὴν σοφία. Μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια μελετοῦσε τὰ πνευματικὰ κείμενα.
Γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὴν ἐγκράτεια εὐκολώτερα νικῶνται τὰ πάθη, ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του αὐστηρὴ νηστεία. Δάμαζε τὴν σάρκα προκειμένου νὰ σώσῃ τὴν ψυχή.
Ἐὰν συναντοῦσε κάποιον φτωχό, μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν ἐξυπηρετοῦσε δίνοντάς του ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχά του. Ζοῦσε σὰν μοναχός, ἐνῶ ἦταν στὸν κόσμο, καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ μητέρα του ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ὑγεία του προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν τόσο αὐστηρὴ μορφὴ τῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ταπεινά, τῆς ἔλεγε:
-Μὴ μὲ ἀποτρέπης ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια ποὺ εἶναι τόσο γλυκειά, καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὴν ψυχή μου.