Στις 7 Απριλίου 2023, ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (κατά το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα του θανάτου του Αγίου Τύχωνα, Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας (1925), ο Πατριάρχης Μόσχας κ.κ. Κύριλλος μετά τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο επισκέφθηκε την Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Ντονσκόι, όπου φυλάσσονται τα λείψανα του Αγίου.
Εκεί ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας προσευχήθηκε ενώ τους λειτουργικούς ψαλμούς απέδωσε η χορωδία της Μονής.
Στο τέλος της ακολουθίας, ο ηγούμενος της Μονής δώρισε στον Πατριάρχη Μόσχας την εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Αφού προσκύνησε τα λείψανα του Αγίου Τύχωνα, ο Πατριάρχης Κύριλλος μίλησε για τον Άγιο ο οποίος ανέλαβε το πηδάλιο της Εκκλησίας της Ρωσίας στην πιο δύσκολη στιγμή της καθώς είχε υποστεί τρομερές διώξεις.
«… Και αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία υψώθηκε στην υπεράσπιση του λαού της και συνέχισε την πνευματική της αποστολή…Ο Πατριάρχης Τύχωνας με όλη την ταπεινοφροσύνη του και τη σεμνότητά του, δεν έσπασε, δεν ακολούθησε το παράδειγμα εκείνων που του πρόσφεραν μια εύκολη ζωή υπό τη νέα κυβέρνηση. Ο Πατριάρχης Τύχωνας δεν ευλόγησε τους Ανακαινιστές-σχισματικούς. Έμεινε στο πλευρό της αλήθειας του Θεού, και τότε σήμαινε ομολογία.
Το κατόρθωμα του Παναγιωτάτου Τύχωνα λειτουργεί ως τρανό παράδειγμα όχι μόνο για τον Πατριάρχη, αλλά και για τους ιεράρχες, για τον κλήρο, κατά μία έννοια, για ολόκληρο τον πιστό λαό μας», είπε μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης Μόσχας και πρόσθεσε: «…Αυτοί οι καιροί πέρασαν και το κατόρθωμα του Παναγιωτάτου Πατριάρχη Τύχωνα πρέπει να εμπνεύσει και εμάς, που ζούμε σε μια σχετικά ευημερούσα εποχή. Επειδή το κατόρθωμα του φανέρωσε τη δύναμη της πίστης, τη δύναμη της εμπιστοσύνης στον Κύριο, τη δύναμη της αληθινής ευσέβειας, γι’ αυτό δοξάζουμε σήμερα τον πατέρα μας Τύχωνα, τον Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας. Με τις προσευχές του ο Κύριος να φυλάξει την Εκκλησία μας, να διαφυλάξει αυτό το Μοναστήρι και να φυλάξει τον λαό μας από κάθε πειρασμό και πειρασμό».
Ο Βίος του Αγίου Τύχωνα
Ο Άγιος Τύχων (Βασίλειος Ιβάνοβιτς Μπελλάβιν) γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1865 μ.Χ. στην πόλη Τοροπιέτς της επαρχίας Πσκωβ. Σε ηλικία δεκατριών ετών παρακολουθεί το εκκλησιαστικό σεμινάριο του Πσκωφ και μετά από έξι χρόνια εγγράφεται στην θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Σε ηλικία είκοσι έξι ετών ακολούθησε τον μοναχικό βίο και γίνεται μοναχός. Η κουρά του έγινε στο παρεκκλήσι της εκκλησιαστικής σχολής του Πσκωβ, όπου ήταν καθηγητής. Ως μοναχός απέκτησε το όνομα Τύχων, προς τιμήν του Αγίου της Ρωσίας, που έζησε κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., του Αγίου Τύχωνος του Ζαντόσκ (τιμάται 13 Αυγούστου).
Το 1898 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της Μητροπόλεως του Χομσκ και ένα χρόνο αργότερα Επίσκοπος των Αλεουτιανών Νήσων της Αλάσκας. Το 1905 μ.Χ. προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο της πόλεως Ιεροσλάβ.
Το 1914 μ.Χ. ξεσπά ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ο Άγιος Τύχων στάθηκε στο πλευρό της πατρίδος του και του ποιμνίου του. Η προσφορά του ήταν μεγάλη. Γι’ αυτό, δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ο λαός υποδέχεται θριαμβευτικά τον νέο ποιμενάρχη του.
Το έτος 1917 μ.Χ. γίνεται ανατροπή του καθεστώτος από τους Μπολσεβίκους και τα πράγματα αλλάζουν. Ο Άγιος Τύχων καλεί Σύνοδο, για να μελετήσει την κατάσταση και να εξετάσει το θέμα σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Στις 28 Οκτωβρίου 1917 μ.Χ., μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Βλαντιμίρ έγινε η κλήρωση για την ανάδειξη του νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ο κλήρος, τον οποίο τράβηξε ο ερημίτης Γέροντας Αλέξιος, έπεσε στον Άγιο Τύχωνα.
Το καθεστώς επέφερε χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, κατήργησε όλα τα εκκλησιαστικά προνόμια, επέβαλε τον πολιτικό γάμο, οργάνωσε την αντιχριστιανική προπαγάνδα, δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, εξόρισε και δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανών, έκλεισε τους ναούς, εξαφάνισε ιερά λείψανα Αγίων. Στο σφοδρό διωγμό φονεύθηκαν πάνω από 3.500 Επίσκοποι και ιερείς, περί τις 2.000 μοναχοί και περί τις 3.000 μοναχές. Ο Άγιος Τύχων επιτιμά το καθεστώς και γι’ αυτό καταδικάζεται σε θάνατο.
Το Μάιο του 1922 μ.Χ. συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά από ένα χρόνο ελευθερώνεται, αλλά και πάλι περιορίζεται στη μονή Ντονσκόι όπου ζούσε ως ελεύθερος πολιορκημένος. Η ασθένειά του τον καταβάλλει. Το 1925 μ.Χ. ο Άγιος Πατριάρχης ένιωσε ότι το τέλος πλησιάζει. Έκανε ευλαβικά τον σταυρό του, είπε «Δόξα σοι, Κύριε» και παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό.
Πηγές: Πατριαρχείο Μόσχας/Ορθόδοξος Συναξαριστής