“Tην ευγνωμοσύνη τους στους πιστούς λαούς του Μαυροβουνίου για την επιμονή τους στην υπεράσπιση της ανθρώπινης ελευθερίας, της Εκκλησίας και των αγίων της για αρκετούς μήνες” εκφράζουν τα μέλη του Επισκοπικού Συμβουλίου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Μαυροβουνίου , το οποίο συνεδρίασε στην Ιερά Μονή του Οστρόγκ, προσθέτοντας: “Εκφράζουμε τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας σε όλους εκείνους που υπέφεραν για την Εκκλησία τη δύσκολη περίοδο”
“Θα θέλαμε να συγχαρούμε όλους τους πολίτες του Μαυροβουνίου που έδειξαν αξιοπρέπεια, ωριμότητα, σοφία και ανθρωπιά στις εκλογές της 30ης Αυγούστου, επειδή έδειξαν στον εαυτό τους και στον κόσμο ότι ακόμη και σε συνθήκες αυξημένων εντάσεων, η εκλογική διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί ειρηνικά και χωρίς συμβάντα. Εκφράζουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη και συγχαρητήρια σε όλους τους πολίτες του Μαυροβουνίου που άκουσαν την κραυγή της Εκκλησίας και μετά από 75 χρόνια καταψήφισαν ελεύθερα τον ολοκληρωτισμό εκείνων που υιοθέτησαν νόμο που είχε ως στόχο να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την ύπαρξη της Εκκλησίας, αλλά και την πνευματική και υλική της κληρονομιά” αναφέρει η ανακοίνωση του Επισκοπικού Συμβουλίου.
“Εκφράζουμε ευγνωμοσύνη σε όλους εκείνους που έφεραν μια ιστορική νίκη για το Μαυροβούνιο και τον λαό του, αλλά και συγχαρητήρια σε όλους τους άλλους που αγωνίστηκαν με συνέπεια για τον εκδημοκρατισμό του Μαυροβουνίου” τονίζεται και προστίθεται: “Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και σήμερα, από αυτόν τον ιερό τόπο, απευθύνουμε έκκληση σε όλους τους συμμετέχοντες στην εκλογική διαδικασία να δείξουν σοφία και υπευθυνότητα μέχρι το τέλος. Κι αφού κέρδισαν τις εκλογές , αναμένουμε από αυτούς πνεύμα αυτοθυσίας, αλληλεγγύης και αμοιβαίας κατανόησης και να γνωρίζουν την ιστορική σημασία, τις προσπάθειες και τις θυσίες, και όλα όσα έχει επενδύσει ο λαός μας σε αυτήν τη νίκη”.
“Το Επισκοπικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να συνεδριάζει όπως συνέβη πριν από έγκριση άδικου νόμου για την ελευθερία της θρησκείας, εξετάζοντας όλα τα θέματα που αφορούν την Εκκλησία, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πιστών της και τη βελτίωση των σχέσεων Εκκλησίας-κράτους”.