Του Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
1) Περιβάλλον ἐχθρικό.
Τά Ἰωάννινα καί γενικά ὅλη ἡ Ἤπειρος ἔχει πολλούς λόγους νά σεμνύνεται γιά τήν προσφορά της στό Ὀρθόδοξο Ἔθνος μας. Ἰδίως κατά τούς χρόνους τῆς σκληρῆς δουλείας ἀναδείχθηκε ἀκτινοβόλος φάρος ὑψηλοῦ ἐθνικοῦ καί χριστιανικοῦ φρονήματος. Καί ἡ κορύφωση τῆς προσφορᾶς της εἶναι οἱ ἔνδοξοι νεομάρτυρές της καί μάλιστα ὁ Γεώργιος, τοῦ ὁποίου τήν ἱερή μνήμη μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια ἑορτάζουν οἱ ἀνά τόν κόσμο Ἠπειρῶτες καί ὅλος ὁ ἑλληνικός Ὀρθόδοξος λαός.
Τό Τσουρχλί, ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν, ἦταν ἡ ἰδιαίτερή του πατρίδα, ὅπου γεννήθηκε τό 1808, λίγα μόλις χρόνια πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Οἱ γονεῖς του, Κωνσταντῖνος καί Βασίλω ἦταν πάμπτωχοι, πλούσιοι ὅμως σέ αἰσθήματα καί εὐσέβεια, τήν ὁποίαν προσπάθησαν νά μεταδώσουν στά τρία παιδιά τους ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους. Γρήγορα ὅμως καί οἱ δυό ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο αὐτό καί ἄφησαν τόν Γεώργιο μόλις 8 ἐτῶν. Ἐκεῖ, στό Τσουρχλί, ἔμεινε ὁ Γεώργιος μέχρι τήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν, προστατευόμενος ἀπό τούς δυό μεγαλύτερους ἀδελφούς του, ὁπότε καί προσκολλήθηκε ὡς ἱπποκόμος σέ κάποιο τοῦρκο στρατιωτικό. Ἀργότερα κατέληξε στά Ἰωάννινα στήν ὑπηρεσία τοῦ Χατζῆ Ἀμπτουλλάχ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπιστος ἀξιωματοῦχος τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων Ἐμίν Πασᾶ.
Μέσα στό σπίτι τοῦ Ἀμπτουλλάχ καί γενικά στά τουρκοκρατούμενα Γιάννενα ὁ Γεώργιος προσαρμόσθηκε στίς συνήθειες τῶν Τούρκων καί εἶχε ὅλα τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν ἕνα μουσουλμάνο. Ἦταν γνωστός μέ τό ὄνομα σεϊτζής (ἱπποκόμος) Χασάν. Κανένας ποτέ δέν σκέφθηκε νά τόν ἐνοχλήσει γιά τήν πραγματική του πίστη, διότι καί κανείς δέν ὑποπτευόταν ὅτι ἦταν Χριστιανός. Αὐτός ὅμως ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε, δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ τήν ἀντίθεση μεταξύ ἐσωτερικῆς καταστάσεως καί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως. Θυμόταν τό σπίτι του, τίς χριστιανικές ἑορτές καί τά ἐθιμα καί νοσταλγοῦσε. Σκεπτόταν τή σημερινή του κατάσταση, ἄκουγε νά τόν ὀνομάζουν Χασάν καί δυσφοροῦσε. Μία ἐσωτερική παρόρμηση τόν ἔκανε νά ἐμπιστευθεῖ τό μεγάλο του μυστικό στόν κύριό του. Κι ἐκεῖνος, ἄν καί μωαμεθανός, θεοσεβής ὅμως καί καλόκαρδος, ἔδειξε κατανόηση καί συμπάθεια στόν καλό του σεϊτζῆ.
Τά χρόνια περνοῦσαν (1836) καί ὁ Γεώργιος ἀρραβωνιάσθηκε μία πιστή Χριστιανή νέα τῶν Ἰωαννίνων. Τό γεγονός αὐτό δέν ἄργησε νά γίνει γνωστό καί στούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τόν νόμιζαν ὡς μωαμεθανό. Ἰδιαιτέρως ἐρεθίσθηκε ὁ χότζας τοῦ τεκέ, ὁ ὁποῖος μέ θρησκευτικό μένος καί κακότητα τόν ὁδήγησε στόν Ἱεροδικαστή καί κατόπιν στόν Βεζύρη, μέ τήν κατηγορία, ὅτι αὐτός ὁ τοῦρκος πού ὀνομάζεται Χασάν, θέλει νά ἀλλαξοπιστήσει καί νά πάρει ὡς σύζυγο Χριστιανή γυναίκα. Καί στούς δυό ὅμως αὐτούς ὁμολογεῖ ὁ Ἅγιος μέ παρρησία θαυμαστή:
—Χριστιανός εἶμαι, Γεώργιο μέ λένε καί ὄχι Χασάν.
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Ἀμπτουλλάχ ἐλευθέρωσε τόν Γεώργιο ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων.
Τά πράγματα ὅμως ἔδειχναν, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Γεωργίου κινδύνευε. Γι’ αὐτό καί ὅλοι τόν προέτρεπαν νά ἀπομακρυνθεῖ γιά λίγο διάστημα ἀπό τά Ἰωάννινα, ὥσπου νά λησμονηθοῦν τά γεγονότα καί νά ἠρεμήσει ἡ κατάσταση. Τελικά καί ὁ ἴδιος πείσθηκε, ὅτι ἔπρεπε νά φύγει. Οἱ Τοῦρκοι ἄλλωστε τῶν Ἰωαννίνων πέτυχαν καί ἀπομάκρυναν ἀπό τήν πόλη τούς τόν ἀνεπιθύμητο Διοικητή Ἐμίν Ἀγά καί μαζί του τόν ἐπιτελή του Χατζῆ Ἀμπτουλάχ. Ἔφυγε λοιπόν γιά ἕνα διάστημα καί ὁ Γεώργιος, ὥσπου ὑπέθεσε ὅτι τά γεγονότα θά εἶχαν λησμονηθεῖ. Καί ἐπέστρεψε κατόπιν στά Ἰωάννινα, στή χριστιανική του οἰκογένεια, στό περιβάλλον τῆς στοργῆς καί τῆς ἀγάπης. Καί παρευρέθηκε ὁλόχαρος στή γέννηση καί κατόπιν στή βάπτιση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰωάννη, ἡ ὁποία ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838.
Ἐδῶ στά Ἰωάννινα ὁ Γεώργιος δέν κλείσθηκε στό σπίτι του. Ἐπικοινώνουσε ἐλεύθερα στίς χριστιανικές συνοικίες πρῶτα, κι ἔπειτα σιγά – σιγά στά πιό δημόσια μέρη καί σ’ ὅλη τήν πόλη. Ποιός ἄλλωστε θά θυμᾶται γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν πρίν ἀπό τόσο πολύ καιρό; Κι ὅμως! Κάποια μέρα τόν ἀντιλαμβάνεται ὁ χότζας τοῦ τεκέ καί κάνει κάποια ἀπειλητική κίνηση ἐναντίον του. Ἀλλά ὁ Γεώργιος πῆρε τήν ἀπόφαση ὅτι ὅσο κι ἄν τόν ἀπειλοῦν, δέν θά πτοηθεῖ!
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, σάν μία προαίσθηση νά τόν προετοίμαζε, ζήτησε τά καλά του ροῦχα, χαιρέτησε μέ ἰδιαίτερο τρόπο τούς δικούς του καί βγῆκε ἀπό τό σπίτι του. Μόλις ὅμως ἔφθασε στήν ἀγορά βρέθηκε μπροστά του ὁ χότζας. Μέ τό μίσος τό ὁποῖο τόν χαρακτήριζε, αὐτός καί ἄλλοι τοῦρκοι ἐπιτίθενται ἐναντίον τοῦ Γεωργίου. Μεγάλη σύγκρουση δημιουργήθηκε τότε. Πλῆθος Χριστιανῶν ἔσπευσε πρός τό μέρος τοῦ Γεωργίου, νά βοηθήσει τόν ὁμόθρησκό του. Σέ λίγο δέσμιος ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται στόν Νταούλ πασά μέ τή γνωστή κατηγορία ἦταν τοῦρκος καί ἔγινε Χριστιανός. Ἡ ἀνάκριση ἀρχίζει καί ὁ Ἅγιος ὁμολογεῖ μέ θάρρος καί ἐπιμονή:
—Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι, Χριστιανός θά πεθάνω.
Δέν περιορίσθηκαν ὅμως οἱ Τοῦρκοι μόνο στίς συστάσεις καί τήν πειθώ. Ἄρχισαν καί νά ἀπειλοῦν: ἤ θά τουρκέψεις, τοῦ λένε, ἤ θά χαλαστεῖς (θά σκοτωθεῖς). Δύσκολη ἡ θέση τοῦ Γεωργίου; Καθόλου! Τό εἶχε πάρει ἀπόφαση. Ἦταν Χριστιανός καί θά ἔμενε γιά πάντα. Χαρά του, τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
2) Μάρτυς Χριστοῦ.
Οἱ Χριστιανοί τῶν Ἰωαννίνων, φίλοι καί συγγενεῖς τοῦ Γεωργίου, συντεχνίες, προύχοντες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῆς Ἠπείρου καί τῶν Γρεβενῶν, ἐνεργοῦν καί φροντίζουν νά σώσουν τόν Ἅγιο. Κι ἐνῶ ἀποδεικνύουν μέ ἐπιχειρήματα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν ποτέ μωαμεθανός, οἱ Τοῦρκοι, κακοί καί μοχθηροί, τήν ἴδια μέρα τόν φυλακίζουν.
Ἐδῶ στή φυλακή ὁ Γεώργιος βρίσκει καί δυό ἄλλους Χριστιανούς κρατουμένους. Κι ὅταν αὐτοί ἄκουσαν ἀπό τό στόμα του νά τούς διηγεῖται μέ ἁπλότητα τά περιστατικά, συγκινοῦνται καί ἐνθουσιάζονται. Τόν μακαρίζουν, τόν συγχαίρουν, τόν τονώνουν. Γιά τό μαρτύριο ὁδηγεῖσαι, τοῦ λένε, μή φοβηθεῖς προχώρα μπροστά καί ὁ Χριστός, πού βοήθησε τούς Μάρτυρες, θά βοηθήσει καί σένα. Σέ λίγο θά σού δοθεῖ τό στεφάνι τῆς δόξας τοῦ οὐρανοῦ.
Τή στιγμή ὅμως τήν ὁποία ὁ Γεώργιος ἐνδυναμώνεται στή φυλακή ἀπό τούς δυό Χριστιανούς κρατουμένους, ὁ χότζας φανατίζει τόν τουρκικό ὄχλο κατά τοῦ Ἁγίου, ὅπως παλαιότερα φανάτιζαν οἱ Φαρισαῖοι τούς Ἑβραίους ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Καί ξημερώνοντας Πέμπτη ὁδηγοῦν καί πάλι τόν Ἅγιο στόν Κατή μέσα ἀπό τίς κραυγές τοῦ ὄχλου. Ἐδῶ τόν παρακινοῦν καί πάλι μέ περισσότερη ἐπιμονή νά τουρκέψει. Ἀλλά αὐτός ἐπαναλαμβάνει σταθερά τήν γνωστή φράση:
—Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι, Χριστιανός θά πεθάνω!
Τί ἀκολούθησε κατόπιν, ὅταν καί πάλι τόν κλείνουν στή φυλακή, εἶναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς. Τόν βασανίζουν μέ ἀγκάθια στά νύχια, τόν δένουν στό ξύλο, τοῦ βάζουν πέτρα βαριά στό στῆθος. Καί ὁ Ἅγιος ἀπτόητος δοξάζει τόν Θεό, κοιμᾶται ἤρεμος καί περιμένει τήν ἱερή στιγμή. Τελικά οἱ ἄρχοντες συγκατανεύουν καί ὑπογράφουν τήν καταδίκη. Ἕνας ἀκόμη δίκαιος, ἕνας ἅγιος, στέλνεται στήν ἀγχόνη!
Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου 1838. Ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὥρα 10 τό πρωί. Πέντε σκληροί δήμιοι ἀποσύρουν τόν Γεώργιο ἀπό τή φυλακή. Οἱ δυό Χριστιανοί φυλακισμένοι τόν ἐνισχύουν. Ἀνδρίζου, τοῦ λένε. Πρόσεχε μή φοβηθεῖς. Μέχρι τέλους κράτησε τήν πίστη σου. Λίγος πόνος στή γῆ κι ἔπειτα ἡ χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ὁ Ἅγιος μέ χαρά πού ἔλαμπε στό πρόσωπο ἀσπάσθηκε τούς καλούς του φίλους καί ἔφυγε. Ἔτρεχε γιά τό μαρτύριο μέ τόση προθυμία, μέ ὅση τό διψασμένο ἐλάφι πρός τήν πηγή. Ἀλλά πού ἀλλοῦ κατευθυνόταν, παρά στήν πηγή τῆς χαρᾶς καί κάθε εὐλογίας, τόν Κύριο Ἰησοῦ; Ὅταν ἔφθασαν στήν πλατεία, ἡ ὁποία φέρει σήμερα τό ὄνομά του (ὁδός Νεομάρτυρος Γεωργίου) ἔξω ἀπό τό κάστρο, ἑτοιμάστηκαν. Ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
—Τι εἶσαι σύ; τόν ρωτοῦν.
—Χριστιανός εἶμαι, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Προσκυνῶ τόν Χριστό μου καί Θεό μου.
Αὐτό ἦταν ὅλο. Τούς ἔφθανε. Τοῦ ἔλυσαν τά χέρια καί τοῦ εἶπαν νά ἑτοιμασθεῖ. Ἐκεῖνος ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἄνοιξε τό στόμα του καί εἶπε: Ἀδελφοί Χριστιανοί, σχωρέστε μέ καί ὁ Θεός σχωρέσει σας. Ἔβαλαν τήν τριχιά στόν λαιμό, τήν τράβηξαν καί ὁ Ἅγιος κρεμασμένος στήν ἀγχόνη παρέδωσε τό πνεῦμα του. Ἐκεῖ, ἐπάνω στό ἱερό του λείψανο θά μποροῦσαν νά γράψουν, ὅ,τι ὁ ὑμνογράφος ἀργότερα ἔψαλε. «Οὖτον τόν γενναῖον οὐκ ἔκαμψαν βάσανοι, οὐ θωπεῖαι τυράννων, οὐκ ἄνθος νεότητος, οὐ στοργή γυναικός, οὐδ’ ὁ πόθος τοῦ νεωτάτου υἱοῦ αὐτοῦ, ἀλλά σκύβαλα ἠγήσατο πάντα, ἵνα Χριστόν κερδήσῃ».
Τρεῖς μέρες ἔμεινε κρεμασμένο στήν ἀγχόνη τό ἱερό του λείψανο κι ἔπειτα νύκτα οἱ Χριστιανοί τό ξεκρέμασαν καί μέ τιμές Μάρτυρος καί εὐλάβεια βαθειά τό ἐνταφίασαν δίπλα στό ἱερό Βῆμα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου φυλασσόταν γιά πολλά χρόνια.
Στίς 19 Σεπτεμβρίου 1839 ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Ἰωαννίκιος μέ κάθε λεπτομέρεια ἀνέφερε τά γεγονότα, τήν θαυμαστή ὁμολογία, τό ἔνδοξο μαρτύριο τοῦ Γεωργίου στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο. Καί ὁ Πατριάρχης μέ τήν Ἱερά Σύνοδο ἐξέδωσε τόμο, μέ τόν ὁποῖο ἀνακηρύσσεται ὁ νεομάρτυς Γεώργιος Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας «συναριθμούμενος καί κατατασσόμενος ἐν τῷ χορῷ τῶν μέχρι τοῦδε ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ πίστεως μαρτυρησάντων Ἁγίων, τιμώμενος παρά πάντων τῶν πιστῶν, προσκυνούμενος, εὐλαβούμενος καί ἐτησίαις μνήμαις… τῇ ιζ΄ Ἰανουαρίου… Εἰς τιμήν μέν τοῦ Μάρτυρος, εἰς δόξαν δέ τοῦ ἐν ἁγίοις θαυμαστοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
26 Ὀκτωβρίου 1971. Ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Πλειάδα ἁγίων Ἱεραρχῶν, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Ἠπείρου, μέσα στό μικρό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου, ὅπου καί ὁ τάφος του, κάνουν τήν ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν του λειψάνων. Κι ἔπειτα σχηματίζεται ἡ Ἱερά πομπή καί μέσα σέ ἀσημένια λειψανοθήκη μεταφέρονται τά ὀστά στόν περικαλλῆ νεόδμητο ναό του, τόν ὁποῖο ἀνήγειραν εὐλαβικοί Ἠπειρῶτες, μέ τίς οἰκονομίες τους οἱ ξενιτεμένοι, μέ τό περίσσευμά τους ἄλλοι, μέ τό ὑστέρημά τους οἱ πολλοί, μέ τήν τέχνη τους οἱ τεχνίτες καί μέ τήν ἀγάπη τους ὅλοι. Ἐκεῖ ἐναπέθεσαν καί ἐκεῖ ὑπάρχουν τά ἱερά λείψανα τοῦ νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ πολιούχου τῶν Ἰωαννίνων. Καί ἑορτάζει ἡ πόλη καί ὅλη ἡ Ἤπειρος καί ἡ Ἑλλάδα τήν ἱερή μνήμη του καί ἑδραιώνονται στήν πίστη, στά ἱερά ἰδανικά, τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν Πατρίδα, τήν προσήλωση στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι μαζί: «Χριστιανοί γεννηθήκαμε, Χριστιανοί εἴμαστε καί ὡς Χριστιανοί ζοῦμε. Χριστιανοί καί Ὀρθόδοξοι θά πεθάνουμε».
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος πλ. α΄.
Τόν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,
Ἰωαννίνων τό κλέος καί πολιοῦχον στερρόν,
ἐγκωμίων ἄσμασιν ἀνευφημήσωμεν·
ὅτι ἐνήθλησε λαμπρῶς καί κατήνεγκεν ἐχθρόν τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει
καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι».